Η άνοιξι και το παλληκάρι της Ηπείρου

Ἡ ἄνοιξι και το παλληκάρι της Ἠπείρου
Συγγραφέας:
Ἡ 25 Μαρτίου. Ἡ ἄνοιξι καὶ τὸ παλληκάρι τὴς Ἠπείρου. Έκδοση του 1867, Τυπογραφεῖον Η ΙΟΝΙΑ, Ἀδελφῶν Κάων


Ἡ Ἄνοιξι.




Τί σοῦ θλίβει, παλληκάρι,
Τὴν ἀτρόμητη καρδιά,
’Ποῦ κἀμμία δὲ βρίσκεις χάρι
Εἰς τοῦ κόσμου τὰ καλά;



Τώρα χλόη τὴ γῆ σκεπάζει,
Καὶ τὸν Ὄλυμπο θωρᾷς,
’Ποῦ παντοῦ τὸ χιόνι ἀλλάζει
Εἰσὲ κλάϋματα χαρᾶς!



Τ’ οὐρανοῦ, γαλάζιος ὅλος,
Ἐκεῖ ’πάνου ’ς τὰ βουνὰ,
Γλυκογέρνοντας, ὁ θόλος
Ἀναπαύεται τερπνά!



Δὲν ἀκοῦς μὲ πόσα μέτρα
Τὰ πετούμενα λαλοῦν;
Τὸ κλαρὶ, τὸ χόρτο, ἡ πέτρα,
Ὅλα ὡραῖα χαμογελοῦν.



Εἶμ’ ἐγὼ τὸ Πνεῦμα ἐκεῖνο,
Ὁποῦ φύσημα ζωῆς
Καὶ ’ς τὴν ὄψη περιχύνω,
Καὶ ’ς τ’ ἀπόκρυφα τῆς γῆς·



Κύττα πῶς ὁλόγυρά μου,
Ξανανειόντας, αὐτὴ,
Τὰ στολίσματα τοῦ γάμου
Νὰ φορέσῃ δὲν ἀργεῖ!



Μὲς τὸ σύφυτο λουλοῦδι,
’Σὲ μιὰ τόπου πιθαμή,
Τώρα πάει χρυσὸ μαμμοῦδι
Κόσμους ἄπειρους νὰ ἰδῇ.



Μ’ ἕνα βλέμμα ἐσὺ τῆς Πλάσης
Πικραμένε βασιλῃὰ,
Ἔχεις τρόπο ν’ ἀγκαλιάσῃς
Κάμπους, ῥάχαις καὶ βουνά.



Πρὶν ἐδῶθε ξαναφύγω,
Τί σὲ θλίβει δὲ μοῦ λές;
Τ’ ἄνθη ἐγὼ ’ς τὸν ἥλιο ἀνοίγω,
’Σ τὴν ἐλπίδα ταῖς καρδιαῖς.




Τὸ Παλληκάρι.



Πνεῦμα ὁλόχαρο, δὲ σ’ εἶδα
Μὲ ἀναγάλλιασι ποτέ·
Κλαίω τὴ μαύρη μου πατρίδα·
Εἶμαι ἀναίσθητος γιὰ σέ.



Τί ξαλάφρωσι νὰ λάβω,
Βλέποντάς σε τώρα ὀμπρός;
Δὲν εἶν’, ὄχι, γιὰ τὸ σκλάβο
Τέτοια κάλλη, τέτοιο φῶς.



Ἐδῶ ῥάχαις καὶ πεδιάδαις
Δὲ φυτρόνουνε κλαρὶ,
Πρὶν ποτίσουν οἱ ῥαγιάδες
Μὲ τὸ αἷμα τους τὴ γῆ.



Ἐδῶ σβύνεται, ἀποθνήσκει
Κάθε πρόσχαρη φωνή·
Λὲς πῶς ἦχο ἐδῶ δὲ βρίσκει
Παρὰ ἡ κλάψα μοναχή.



Ἂς ἀκούῃ τὸ χελιδόνι,
Τὰ τρεχούμενα νερά,
Ὅποιος ἄνθρωπος λιγόνει
Γιὰ δύο μάτια ἐρωτικά.



’Σὲ μιὰν ἔρμη προτιμάω
Χιονοσκέπαστη κορφὴ
Στηλωμένος ν’ ἀγροικάω
Τοὺς ἀνέμους, τὴ βροντή·



Καί, πετῶντας τὸ τουφέκι,
’Πὤχω ἀνώφελα κοντὰ,
Τοῦ Θεοῦ τ’ ἀστροπελέκι
Νὰ ζηλεύω μοναχά.



Ἡ Ἄνοιξι.



Παλληκάρι πικραμένο,
Δὲν ἠξέρεις πῶς ἐγὼ
Τὴν ἐλπίδα παρασταίνω
Εἰς τὸν ἄχαρο θνητό;



Εἶχα τ’ ἄνθια μου σκορπίσει
Εἰς τὸ πρόσωπο τῆς γῆς,
Πρὶν τὸ μνῆμα παραιτήσῃ
Τοῦ Θανάτου ὁ Νικητής.



Ἀπ’ τὸ μόσχο μαγεμένοι,
Ἀναπνέοντας, οἱ Πιστοὶ,
Πρὶν ἡ Ἀνάσταση νὰ γένῃ
Τὴν ἀκούανε ’ς τὴν ψυχή.



Τὴν ἀκούσανε μία ’μέρα
Τῶν Ἑλλήνων τὰ παιδιά,
Μόλις εἶδαν ’ς τὸν αἰθέρα
Τὴν ὡραία μου ξαστεριά·



Μόλις ἐδιωξε τ’ ἀέρι
Κάθε σκότος ἀπ’ αὐτοῦ,
Γιὰ νὰ γράψῃ οὐράνιο χέρι·
«Εἰκοσπέντε τοῦ Μαρτιοῦ!»



Κάθε μαύρη σου φροντίδα
Σκόρπια ’γλήγορα θὰ ἰδῇς;
Δέξου ἐμὲ ’σὰν τὴν Ἐλπίδα
’Στὸν αἰθέρα τῆς ψυχῆς.



Κάμε, ναὶ, τ’ ἁγνά μου κάλλη
Ἀναβάθρα μὲς τὸ νοῦ,
Καὶ θὰ ἰδῇς ποῦ θὰ σὲ βγάλῃ
Ὡς τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ.



Ἐκεῖ ’πάνου χαραγμένη
Εἶν’ ἡ ’μέρα κ’ ἠ στιγμὴ,
’Ποῦ ἡ καρδιά σου περιμένει
Μὲ λαχτάρα δυνατή.



Ὅσα λέω δὲν εἶναι πλάνη·
Ἔχε θάῤῥος! καὶ γιὰ σὲ
Θέλει πλέξω ἕνα στεφάνι
Ὡς δὲν τό ’πλεξα ποτέ.