Η Φόνισσα/Κεφάλαιο Δ

(Ανακατεύθυνση από Η Φόνισσα: Κεφάλαιο Δ')
Η Φόνισσα
Συγγραφέας:



Ἕως ἐδῶ εἶχον φθάσει αἱ ἀναμνήσεις καὶ οἱ λογισμοὶ τῆς ἀγρυπνούσης γραίας. Ἐλάλησε τὸ δεύτερον ὁ πετεινός. Θὰ εἶχαν περάσει δυὸ μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Ἰανουάριος ὁ μήν. Χρόνος ἡ νύκτα. Βορρᾶς ἐφύσα. Ἡ φωτιὰ εἰς τὴν ἑστίαν ἔσβηνε. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἠσθάνθη ρίγος εἰς τὴν ράχιν, καὶ παγωμένους τοὺς πόδας της. Ἤθελε νὰ σηκωθῆ νὰ φέρη ὀλίγα ξύλα ἔξω ἀπὸ τὸν πρόδομον, διὰ νὰ τὰ ρίψη εἰς τὴν ἑστίαν, νὰ ξανάψη τὸ πῦρ. Ἀλλ' ἠργοπόρει· καὶ ἠσθάνετο μικρὰν νάρκην, ἴσως τὸ πρῶτον σύμπτωμα τοῦ εἰσβάλλοντος ὕπνου.

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, τόσον παράωρα, ἐνῶ εἶχε κλειστὰ τὰ ὄμματα, ἐκρούσθη παραδόξως ἡ θύρα. Ἡ γραία ἐξαφνίσθη. Δὲν ἤθελε νὰ φωνάξη «ποιὸς εἶναι», διὰ νὰ μὴν ἐξυπνήση τὴν λεχώ, ἀλλ' ἀπετίναξε τὴν νάρκην της, διακοπεῖσαν ἤδη ἀποτόμως διὰ τοῦ κρότου τῆς θύρας τὸν ὁποῖον εἶχεν ἀκούσει, ἐσηκώθη σιγά, ἐξῆλθε τοῦ θαλάμου. Πρὶν φθάση εἰς τὴν ἔξω θύραν, ἤκουσε διακριτικήν, ψίθυρον φωνήν:

- Μάννα!

Ἀνεγνώρισε τὴν φωνὴν τῆς Ἀμέρσας. Ἧτο ἡ δευτερότοκος κόρης της.

- Τί ἔπαθες, ἀρῆ;... Τί σου ἦρθε, τέτοια ὥρα;

Καὶ ἤνοιξε τὴν θύραν.

- Μάννα, ἐπανέλαβε μετ' ἀσθμαινούσης φωνῆς ἡ Ἀμέρσα. Τί κάνει τὸ κορίτσι;... μὴν πέθανε;

- Ὄχι...κοιμᾶται· τώρα ἡσύχασε, εἶπεν ἡ γραία. Πῶς σου ἦρθε;

- Εἶδα στὸν ὕπνο μου πὼς πέθανε, εἶπε μὲ πάλλουσαν ἀκόμη φωνὴν ἡ ὑψηλὴ γεροντοκόρη.

- Ἄμμ' σὰν εἶχε πεθάνει, τάχα τί; εἶπε κυνικῶς ἡ γραία...Κ' ἐσηκώθης... κ' ἦρθες νὰ ἰδῆς;

Ἡ οἰκία τῆς Γιαννούς, ὅπου αὔτη συνήθως ἐκατοίκει μετὰ τῶν δυὸ ἀγάμων θυγατέρων τῆς -καθότι προσωρινῶς τώρα διενυκτέρευε πλησίον τῆς λεχοῦς- ἔκειτο ὀλίγας δεκάδας βημάτων βορεινότερα, παρέκει. Αὐτὴ ἡ οἰκία τῆς Δελχαρῶς εἶχε δοθῆ προικώα εἰς ταύτην, ἧτο δὲ αὐτὴ ἡ παλαιὰ οἰκία, ἡ κτισθεῖσα ἀπὸ τὰς οἰκονομίας τῆς Χαδούλας, καὶ ἀπὸ τὸν πρῶτον πυρήνα τὸν ὁποῖον εἶχε σχηματίσει ἀπὸ τὸ κομπόδεμα τῶν ἀειμνήστων γονέων της. Ὕστερον, ὀλίγα ἔτη μετὰ τὸν γάμον τῆς Δελχαρῶς, εἶχε κατορθώσει ἡ μήτηρ τῆς ν' ἀποκτήση καὶ δευτέραν φωλέαν, μικροτέραν καὶ ἀθλιεστέραν τῆς πρώτης, εἰς τὴν αὐτὴν συνοικίαν. Δυὸ ἢ τρεῖς οἰκίαι ἐχώριζον τὴν δευτέραν ἀπὸ τῆς πρώτης.

Ἀπὸ ἐκείνην λοιπὸν τὴν νεόκτιστον οἰκίαν εἶχεν ἔλθει τόσον παράωρα ἡ Ἀμέρσα, ἥτις δὲν ἐφοβεῖτο τὰ στοιχειὰ τὴν νύκτα, ἧτο δὲ τολμηρὰ καὶ ἀποφασιστικὴ κόρη.

- Κ' ἐσηκώθης;... κ' ἦρθες νὰ ἰδῆς;

- Ξαφνίστηκα μὲς τὸν ὕπνο μου, μαννούλα. Εἶδα πὼς πέθανε τὸ κορίτσι, καὶ πὼς ἐσὺ εἶχες ἕνα μαῦρο σημάδι στὸ χέρι σου.

- Μαῦρο σημάδι;...

- Ἤθελες, τάχα, νὰ σαβανώσης τὸ κορίτσι. Καὶ τὴν ὥρα ποὺ τὸ σαβάνωνες, μαύρισε τὸ χέρι σου... καὶ πὼς ἔβαλες, τάχα, τὸ χέρι σου στὴ φωτιᾶ, γιὰ νὰ ξεμαυρίση.

- Μπά! ἀλαφροΐσκιωτη! εἶπεν ἡ γραία Χαδούλα... Κ' ἔκαμες κουτουράδα, κ' ἦρθες, τέτοιαν ὥρα...

- Δὲν μποροῦσα νὰ ἡσυχάσω, μάννα.

- Καὶ δὲν σ' ἔνοιωσε τὸ Κρινιῶ, ποῦ ἔφυγες;

- Ὄχι· κοιμᾶται.

- Κι ἂν ξυπνήση, κ' ἰδῆ νὰ λείπης ἀπὸ κοντά της, πῶς θὰ τῆς φανῆ;... Δὲ θὰ βάλη τὶς φωνές;... Θὰ τρελαθῆ, τὸ κορίτσι!

Αἱ δυὸ ἀδελφαὶ ἐκοιμῶντο τῷ ὄντι μόναι εἰς τὴν μικρὰν οἰκίαν. Ἡ Ἀμέρσα ἧτο ἄφοβος, κ' ἐνέπνεε πεποίθησιν, ὡς νὰ ἧτο ἀνήρ. Ὁ πατὴρ τῶν εἶχεν ἀποθάνει πρὸ πολλοῦ, οἱ δὲ ἐπιζῶντες υἱοὶ διαρκῶς ἔλειπον εἰς τὰ ξένα.

- Πάω πίσω, μάννα, εἶπεν ἡ Ἀμέρσα... Ἀλήθεια, δὲν ἐσυλλογίστηκα πὼς μπορεῖ νὰ ξυπνήση τὸ Κρινιῶ, αὐτὴν τὴν ὥρα, νὰ τρομάξη, ποὺ θὰ λείπω.

- Μποροῦσες νὰ μείνης κ' ἐδῶ, εἶπεν ἡ μητέρα· μόνο, μὴ ξυπνήση ἄξαφνα τὸ Κρινιῶ, καὶ πάρη φόβο.

Ἡ Ἀμέρσα ἐκοντοστάθη πρὸς στιγμήν.

- Μάννα, εἶπε, θέλεις νὰ καθίσω ἐγὼ 'δω, νὰ πᾶς ἐσὺ στὸ σπίτι;... γιὰ νὰ ξεκουραστής, νὰ ἠσυχάσης.

- Ὄχι, εἶπεν, ἀφοῦ ἐσκέφθη πρὸς στιγμὴν ἡ γραία. Τώρα, κ' ἡ νύχτα αὐτὴ πέρασε. Ἀύριο βράδυ, πηγαίνω ἐγὼ στὸ σπίτι, καὶ κάθεσαι σῦ ἐδῶ. Μόνο, τώρα πήγαινε. Καλὸ ξημέρωμα!

Ὅλος ὁ διάλογος ἐγίνετο εἰς μικρόν, στενὸν πρόδομον, κατέμπροσθεν τοῦ θαλαμίσκου, ὅπου ἠκούοντο ἠχηροὶ καὶ πολύχορδοι οἱ ρογχαλισμοὶ τοῦ Κωνσταντῆ. Ἡ Ἀμέρσα, ἥτις εἶχεν ἔλθει ξυπόλητη, μ' ἐλαφρότατον ἄψοφον βῆμα, ἐξῆλθε, καὶ ἡ μήτηρ τῆς ἐκλείδωσεν ἔσωθεν τὴν θύραν.

Ἡ Ἀμέρσα ἔφυγε τρέχουσα. Αὐτὴ νὰ φοβηθῆ τὰ στοιχειά, ἥτις δὲν εἶχε φοβηθῆ τὸν ἀδερφόν της τὸν Μῆτρον, τὸν κοινῶς καλούμενον Μῶρον ἢ Μοῦρον ἢ Μοῦτρον - τὸν σκιὰν ἐκεῖνον, τὸν τρίτον υἱὸν τῆς μητρός της, τὸν ὁποῖον ἡ τεκοῦσα ὠνόμαζε συνήθως «τὸ σκυλὶ τ' Ἀγαρηνό!» - τὸν κατὰ τρία ἔτη μεγαλύτερον ἀδελφόν της, ὅστις τὴν εἶχε μαχαιρώσει ἤδη ἅπαξ -ἀλλ' αὐτὴ τὸν εἶχε σώσει, μὴ θέλουσα νὰ τὸν παραδώση εἰς τὴν ἐξουσίαν- καὶ θὰ τὴν ἐμαχαίρωνε βεβαίως καὶ δευτέραν φοράν, ἐὰν ἔμενεν ἔκτοτε ἐλεύθερος. Εὐτυχῶς, εἶχεν ἀλλοῦ ἐξασκήσει τὰς φονικὰς ὁρμάς του, ἐν τῷ μεταξύ, καὶ εἶχε κλεισθῆ ἐγκαίρως εἰς τὰς βενετικᾶς εἰρκτᾶς τοῦ παλαιοῦ φρουρίου, εἰς τὴν Χαλκίδα.

Ἰδοὺ πὼς συνέβη τὸ πράγμα. Ὁ Μωρὸς ἢ Μοῦρος ἧτο φύσει ὁρμητικὸς καὶ παράφορος, ἂν καὶ εἶχε πολὺ δεξιόν, θηλυκὸν νοῦν, ὅπως ἔλεγεν ἡ μάννα τοῦ - νοῦν ὁ ὁποῖος ἐγέννα. Παιδιόθεν ἧτο ἱκανὸς μόνος του, νὰ πλάττη, αὐτοδίδακτος, πολλὰ ὡραία μικρὰ πράγματα· καραβάκια, προσωπίδας, ἀγαλμάτια, κοῦκλες καὶ ἄλλα ἀκόμη. Ἧτο σκιὰς τῆς γειτονιᾶς, ὁ σημαιοφόρος ὅλων τῶν μαγκῶν, καὶ εἶχεν εἰς τοὺς ὁρισμοὺς τοῦ ὅλους τοὺς ἀγυιόπαιδας, ὅλα τὰ ξυπόλυτα τοῦ δρόμου. Εἶχε συνηθίσει ἐνωρὶς τὴν μέθην καὶ τὴν ἀσωτίαν, ἐξετέλει θορυβώδεις παιδιᾶς, διαδηλώσεις, παιδικᾶς ὀχλαγωγίας, μαζὶ μὲ τοὺς μικροὺς φίλους του· ἐπροκάλει καυγάδες εἰς τὸν δρόμον, ἐπετροβόλει ὅσους συνήντα γέροντας καὶ γραίας, ὅσους πτωχοὺς καὶ ἀδυνάτους. Δὲν ἄφηνε σχεδὸν κανένα ἄνθρωπον ἀπείρακτον.

Εἶχε κλέψει μὲ τὸ μάτι, ἀπὸ ἕναν διαβατικὸν μαχαιροποιόν, τὴν τέχνην του. Ἐπροσπάθει ἀτελῶς νὰ κατασκευάζη μαχαίρια. Εἶχε μέγαν τροχὸν εἰς τὴν αὐλήν, τὴν σκεπαστὴν ἀπὸ τὸ μέγα χαγιάτι, καὶ τὸ κατώγι τῆς οἰκίας σχεδὸν τὸ εἶχε μεταβάλει εἰς ἐργοστάσιον - κ' ἐτρόχιζεν ὅλα τὰ μαχαίρια καὶ τοὺς ξυραφάδες τῶν ἀγυιοπαίδων, καὶ ὅταν δὲν εἶχεν ἄλλα νὰ τροχίση, ἐτρόχιζε τὸ ἰδικόν του. Ἐφιλοτιμεῖτο νὰ τὸ κάμη δίκοπον, ἂν καὶ ἐξ ἀρχῆς δὲν ἤτον οὕτω σχεδιασμένον. Προσέτι ἐδοκίμαζε νὰ κατασκευάζη κουμποῦρες, πιστόλια, μικρὰ κανονάκια, καὶ ἄλλα φονικὰ ὄργανα. Ὅλα τὰ λεπτά, ὅσα ἐκέρδιζεν ἀπὸ τὶς κοῦκλες, τ' ἀγαλμάτια καὶ τὰς προσωπίδας, καὶ δὲν τὰ ἔπινε, τὰ ἠγόραζε πυρίτιδα. Καὶ ὁ ἴδιος εἶχε δοκιμάσει νὰ κατασκευάζη ἐν τοιοῦτον προϊόν. Τὰς ἡμέρας τοῦ Πάσχα, καὶ δυὸ ἑβδομάδας ἀκόμη ὀψιμώτερα, ἧτο φόβος καὶ τρόμος νὰ τολμήση τις νὰ περάση ἀπὸ τὴν γειτονιᾶν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐβασίλευε διὰ τοῦ τρόμου ὁ Μοῦτρος. Οἱ πιστολισμοὶ ἔπιπτον ἀδιάλειπτοι.

Μίαν Κυριακήν, ὁ Μοῦρος μεθυσμένος εἶχε κάμει παραπολλᾶς ἀταξίας εἰς τὸν δρόμον. Δυὸ χωροφύλακες ἀκούσαντες τὰ παράπονα πολλῶν ἀνθρώπων, τὸν ἐκυνήγησαν διὰ νὰ τὸν πιάσουν, καὶ τὸν πάρουν «μέσα» ἢ «στὴν καζάρμα». Ἀλλ' ὁ Μῶρος, λίαν εὐκίνητος, τοὺς ἔφυγεν, ἐγύρισε καὶ τοὺς ἐμυκτήρισε μακρόθεν, καὶ πάλιν τραπεὶς εἰς φυγήν, ἐκρύβη εἰς μέρος ἀπρόσιτον - εἰς τὸ μέσα μέρος τοῦ ὑπόστεγου ταρσανᾶ ἑνὸς ναυπηγοῦ, ἐξαδέλφου του. Εἴτα, ἐπειδὴ οἱ δυὸ ἄνδρες παρήτησαν τὴν καταδίωξιν, ἀνέλαβε θάρρος κ' ἐξῆλθεν εἰς τὸν δρόμον.

Τὴν ἡμέραν ἐκείνην, ὁ Μῶρος, ἐπειδὴ δὲν εἶχε ξεμεθύσει ἀκόμα, κατήντησε νὰ κυνηγήση εἰς τὸν δρόμον καὶ τὴν ἰδίαν μητέρα του, ἀπειλῶν νὰ τὴν σφάξη. Παρεπονεῖτο ὅτι ἡ γραία τοῦ εἶχε κλέψει λεπτὰ ἀπὸ τὴν τσέπην. Τὴν ἔφθασεν εἰς τὴν αὐλὴν τῆς οἰκίας, ὅπου ἔτρεχεν αὔτη διὰ νὰ κρυφθῆ, τὴν ἄρπαξεν ἀπὸ τὰ μαλλιά, καὶ τὴν ἔσυρεν ἐπὶ τοῦ ἐδάφους τῆς ὁδοῦ, εἰς διάστημα πενήντα βημάτων.

Αὐτὴ εἶχε βάλει τὰς φωνάς, κ' ἐξῆλθον οἱ γείτονες. Ἤτον ὥρα ἐσπερινού, μικρὸν πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου. Εἰς τὰς φωνὰς τῶν γειτόνων, ἔφθασαν οἱ δυὸ χωροφύλακες, οἵτινες ἀπὸ πρὶν κατεζήτουν τὸν Μοῦρον, καὶ μόνον κατὰ τὸ φαινόμενον εἶχον παραιτήσει τὸ κυνήγημα - ἐξ ἐναντίας μάλιστα ἦσαν λίαν ἐξωργισμένοι ἐναντίον τοῦ ταραξίου. Ὁ Μοῦρος, ἅμα τοὺς εἶδεν, ἄφησεν τὴν μητέρα τοῦ κ' ἐτράπη εἰς φυγήν. Ἔτρεξε νὰ κρυφθῆ εἰς τὴν οἰκίαν, ἐξ ἀνάγκης, ἐπειδὴ εὑρέθη «στὰ στενά», καὶ δὲν ἔβλεπεν ἄλλο ἄσυλον πλέον μακρυσμένον ἀλλ' ἀσφαλέστερον.

Ἡ γραία, ἅμα ἐσηκώθη, καταμωλωπισμένη, πλήρης κονιορτοῦ, εἶδε τοὺς χωροφύλακας, κι ἄρχισε νὰ τοὺς ἱκετεύη.

- Ἀφῆστε τὸν, παιδιά! Παλαβὸς εἶναι, δὲν εἶναι τίποτε. Μὴν τόνε σκοτώνετε, παιδιά, μὲ τὸ καμτσί!

Τοῦτο εἶπε διότι εἶδε τὸν ἕναν χωροφύλακα ἐξηγριωμένον, κρατοῦντα εἰς τὴν χείραν φοβερὸν μαστίγιον. Οἱ δυὸ ἄνδρες δὲν ἔδωκαν προσοχὴν εἰς τὰς ἰκεσίας της, ἀλλ' ἐξηκολούθησαν νὰ τρέχουν πρὸς καταδίωξιν τοῦ Μώρου. Παρεβίασαν τὸ ἄσυλον, τὸ κατώγι τῆς οἰκίας, ὅπου εἶχε τὸ ἐργοστάσιόν του ὁ Μῶρος. Ἐκεῖ εἶχε τρέξει διὰ νὰ κρυφθῆ, καὶ μόλις ἐπρόφθασε νὰ μανδαλώση τὴν θύραν. Ἀλλ' ἡ σανὶς ἧτο ὑπόσαθρος, κακῶς προσαρμοζομένη, καὶ ὁ Μῶρος δὲν εἶχεν ἀγαπήσει τὰς εἰρηνικᾶς τέχνας διὰ νὰ φροντίση νὰ τὴν διόρθωση. Ἐκεῖνοι ἔσπασαν τὸν μικρὸν σύρτην καὶ εἰσῆλθον.

Ὁ Μοῦρος ταχὺς ὡς αἴλουρος ἀνερριχήθη εἰς τὴν κλαβανήν, εἰς τὸ πάτωμα. Ἡ κλαβανὴ ἧτο σιμὰ εἰς τὸν βόρειον τοῖχον, ὁ δὲ βόρειος τοῖχος ἧτο ἐν μέρει θεμελιωμένος εἰς τὸν βράχον, ὁ βράχος ἐξεῖχε, καὶ παρεῖχε πάτημα εἰς τοὺς πόδας τοῦ Μώρου τοὺς γοργούς, καὶ ἀλλὰς ἐσοχᾶς ἐπὶ τοῦ τοίχου εἶχε σκάψει ὁ ἴδιος κατὰ καιρούς, διὰ μόνων τῶν ποδῶν του. Ἐπειδὴ φαίνεται ὅτι συνήθιζε πολὺ συχνὰ τὸ εἶδος τοῦτο τῆς γυμναστικῆς.

Ἡ σανὶς τῆς καταρρακτὴς ἧτο κλειστή. Ὁ Μωρὸς τὴν ἤνοιξε μὲ ἕνα κτύπον τῆς κεφαλῆς του καὶ μὲ μίαν προσπάθειαν τοῦ ἀριστεροῦ τοῦ βραχίονος. Εἴτα ὡς ὁ κολυμβητής, ὁ ἀναδυόμενος ἐκ τοῦ κύματος, ἐπήδησεν ἐπάνω εἰς τὸ πάτωμα, ἔκλεισε μετὰ κρότου τὴν κλαβανήν, κ' ἐφάνη ὅτι ἔθεσεν ἐν βάρος, ἴσως μικρὰν τινὰ κασσέλαν, ἐπὶ τῆς σανίδας.

Οἱ δυὸ χωροφύλακες, ἐν ὀργῇ καὶ μὲ πολλὰς βλασφημίας, ἤρχισαν νὰ ψάχνουν εἰς τὸ ἰσόγειον. Κατέσχον ὅσα μαχαίρια καὶ κουμπούρια εὗρον ἐκεῖ, ὅπως καὶ τὸν τροχόν, καὶ δυὸ ἀλλὰς μικρὰς ἀκόνας καὶ ἡτοιμάζοντο νὰ ἐξέλθουν ἴσως διὰ νὰ φύγουν, ἴσως καὶ διὰ ν' ἀνέλθουν ἐπάνω εἰς τὴν οἰκίαν.

Ὁ Μοῦτρος ἢ Μοῦρτος, ἐπάνω στὸ πάτωμα, ἤτον πλήρης ὀργῆς, μεθύων ἀκόμη, καὶ ἀφρισμένος. Ἐφύσα ἀπὸ μανίαν καὶ λύσσαν. Ἐκεῖ ἐπάνω εὑρέθη μόνη ἡ ἀδελφή του ἡ Ἀμέρσα, παιδίσκη δεκαεπτὰ ἐτῶν τότε, ἥτις ἐτρόμαξεν ἅμα τὸν εἶδε ν' ἀναρριχᾶται εἰς τὴν κλαβανὴν μὲ τοιοῦτον ἀλλόκοτον τρόπον. Εἶχεν ἀκούσει κάτω τὰ βήματα καὶ τὰς βλασφημίας τῶν δυὸ χωροφυλάκων. Ἔκυψεν εἰς μικρὰν σχισμάδα, μεταξὺ δυὸ σανίδων του κακῶς ἡρμοσμένου πατώματος, ἢ εἰς ἕνα ρόζον μιᾶς σανίδος, χάσκοντα, κενόν, καὶ εἶδε κάτω τοὺς δυὸ ἀνθρώπους τῆς ἐξουσίας, εἰς τὸ φῶς τὸ εἰσδύον διὰ τῆς θύρας τοῦ κατωγείου, τὴν ὁποίαν εἶχον ἀνοίξει ἐκεῖνοι.

- Μωρή! σ' ἔφαγα... τώρα θὰ πιω τὸ αἷμα σου! ἔκραξεν ὁ Μοῦτρος, μὴ ἔχων ποὺ ἀλλοῦ νὰ ξεθυμάνη καὶ ἀπειλῶν ἄνευ αἰτίας τὴν ἀδελφήν του.

- Σιώπα!...σιώπα! ἐψιθύρησεν ἡ Ἀμέρσα. Πῶ πῶ, Θεέ μου! Δυὸ «ταχτικοί»! κάτω στὸ κατώι... ψάχνουν... ψάχνουν... Τί γυρεύουν;

Ἔβλεπε τοὺς δυὸ χωροφύλακας ν' ἀποκομίζουν τὰ μικρά, ἄξεστα ὅπλα, τὰ ἔργα τοῦ ἀδελφοῦ της, ὡς καὶ τὸν τροχὸν καὶ τὰς ἀκόνας. Εἴτα αἴφνης τοὺς εἶδε νὰ κύπτουν πρὸς τὴν γωνίαν, ὅπου ἵστατο ὁ ὑφαντικὸς ἱστὸς τὴν μητρός της, καὶ εἶδε τὸν ἕναν χωροφύλακα νὰ λαμβάνη εἰς τὰς χείρας του τὴν σαΐτταν ἢ κερκίδα, ἥτις θὰ τοῦ ἐφάνη ἴσως καὶ αὐτὴ ὡς ὅπλον - ἀφοῦ μάλιστα καλεῖται καὶ σαΐττα. Ὁ ἄλλος ἐδοκίμασε ν' ἀποσπάση ἀπὸ τὸν ἐργαλεῖον τὸ ἀντίον, τὸ μέγα κυλινδροειδὲς ξύλον, περὶ τὸ ὁποῖον τυλίγεται τὸ νεοΰφαντον πανίον· ἴσως δὲν εἶχεν ἰδεῖ παρόμοιον πράγμα εἰς τὴν ζωήν του, κ' ἐφαντάζετο ὅτι καὶ αὐτὸ ἴσως θὰ ἧτο καλὸν διὰ νὰ χρησιμεύση ὡς ὅπλον.

Ἡ Ἀμέρσα, ἰδοῦσα ἀφῆκε κραυγὴν πεπνιγμένην. Ἠθέλησε νὰ φωνάξη ν' ἀφήσουν το ἀντὶ καὶ τὴν σαγίττα, ἀλλ' ὁ ἦχος ἐξέπνευσεν εἰς τὸ στόμα της.

- Σκάσε, μωρή! ἔγρυξεν ὁ Μοῦρτος. Τί λογιάζεις; Τί γλέπεις καὶ γελᾶς;

Ὁ Μοῦρτος, ἐν τῇ μέθῃ του, εἶχεν ἐκλάβει ὡς γέλωτα τὴν ἄναρθρον ἐκείνην κραυγὴν τῆς ἀδελφῆς του.

Μετ' ὀλίγα λεπτά, οἱ δυὸ χωροφύλακες, ἀφοῦ ἔρριψαν τελευταῖον βλέμμα πρὸς τὴν κλαβανὴν -τὴν ὁποίαν εἶχον ἰδεῖ νὰ κλείεται ἀκριβῶς καθ' ἢν στιγμὴν εἰσήρχοντο εἰς τὸ ἰσόγειον- ἐξῆλθον. Ἡ Ἀμέρσα ἀνεσηκώθη. Τῆς ἐφάνη ὅτι ἤκουσε τριγμὸν εἰς τὸ κάτω σκαλοπάτι τῆς ἐξωτερικῆς σκάλας, ἥτις ἧτο ξυλίνη, σκεπαστὴ ὑπὸ τὸ εὐρύχωρον χαγιάτι, τὸ ὑπόστεγον. Ἔτρεξε πρὸς τὴν θύραν.

Ἐφαντάσθη ὅτι οἱ δυὸ «ταχτικοί», ὅπως τοὺς ὠνόμαζεν, ἀνέβαινον τὴν σκάλαν, καὶ ἴσως θὰ παρεβίαζον καὶ τὴν θύραν τῆς οἰκίας. Ἔκυψεν εἰς τὴν κλειδότρυπαν, κ' ἐπροσπάθει νὰ ἵδη κ' ἐννοήση τὰ συμβαίνοντα διὰ τῆς μικρᾶς ὀπῆς, ἐπειδὴ τὸ μόνον παράθυρον τῆς προσόψεως ἧτο κλεισμένον, καὶ δὲν εἶχεν ἄλλο μέσον διὰ νὰ ἵδη.

Ὁ Μοῦρος βλέπων τὴν Ἀμέρσα νὰ τρέχη πρὸς τὴν θύραν, ἐφαντάσθη, ἐν τῶν παραλογισμῶ τῆς μέθης του, ὅτι ἡ ἀδελφὴ τοῦ ἤθελε ν' ἀνοίξη τὴν θύραν καὶ τὸν παραδώση εἰς τοὺς χωροφύλακας. Τότε, τυφλὸς ἐκ μανίας, ἔσυρεν ὄπισθεν, ἀπὸ τὰ νῶτα τῆς ὀσφύος του, τροχισμένην μάχαιραν τὴν ὁποίαν εἶχε, καὶ ὁρμήσας ἐκτύπησε τὴν ἀδελφήν του εἰς τὸ πλευρὸν ὄπισθεν, κατὰ τὴν δεξιὰν μασχάλην.

Αἰσθανθείσα τὸν ψυχρὸν σίδηρον, ἡ Ἀμέρσα ἀφῆκε σπαρακτικὴν κραυγήν.

Οἱ δυὸ χωροφύλακες δὲν εἶχον ἀκόμη ἀπομακρυνθῆ, ἀλλ' εἶχαν κοντοσταθῆ ἔξω τῆς θύρας τοῦ ἰσογείου, ὡς νὰ ἐσυμβουλεύοντο τί νὰ κάμουν. Ἤκουσαν τὴν κραυγὴν ἐκείνην τοῦ τρόμου, ἐκοίταξαν ἐπάνω, κ' ἔτρεξαν.

Τότε ἀνέβησαν μετὰ κρότου τὴν σκάλαν κ' ἔφθασαν εἰς τὸ χαγιάτι. Ἔσεισαν βιαίως τὴν θύραν.

- Ἐν ὀνόματι τοῦ Νόμου! Ἀνοίξατε!

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἦλθεν εἰς τὸν ἕνα τῶν χωροφυλάκων ἡ ὑπόνοια ὅτι ὁ ἔνοχος θὰ ἠδύνατο ἴσως νὰ δραπετεύση διὰ τῆς καταρρακτὴς καὶ τοῦ ἰσογείου. Στραφεὶς εἰς τὸν δεύτερον χωροφύλακα τοῦ λέγει.

- Ἔχε τὸ νοῦ σου, σῦ! Μή μας τὸ στρίψη ἀπὸ κατ' ἀπ' τὸ καταχυτό, ἀπ' τὴν καταρρήχωση!...Κ' ὕστερις ποῦ νὰ τὸν χαλεύουμε;

- Τί κρένεις; εἶπεν ὁ δεύτερος, μὴ ἐννοήσας ἀμέσως.

- Αὐτὸ πού σου κρένω! ἐπέμενεν ὁ πρῶτος... Κᾶμε κεῖνο ποὺ σὲ χουιάζουνε!

Ὁ δεύτερος χωροφύλαξ, καίτοι νωθρὸς ὀλίγον, ἔτρεξε κάτω ὅσον ταχύτερα ἠμπόρεσε, διὰ νὰ κλείση τὴν θύραν τοῦ ἰσογείου, ἢ διὰ νὰ παραμονεύση. Ἀλλ' ἤτον ἤδη ἀργά. Ὁ Μοῦρος ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε ἀνοίξει τὴν κλαβανήν, ἀποσύρας τὴν μικρὰν κασσέλαν τὴν ὁποίαν εἶχε βάλει ἐπάνω της, καὶ εἶχε πηδήσει κάτω. Ἤτον ὑπὲρ τὰ δυὸ μέτρα τὸ ὕψος, ἀλλ' ὁ Μοῦρος ἤτον ἐλαφρός, εὐκίνητος, κάτω δὲ τὸ ἔδαφος ἧτο στρωμένον μὲ πελεκούδια καὶ πριονίδια, κ' ἔφθασε κάτω ὄρθιος καὶ ἀβλαβής.

Τρέχων ὡς ἄνεμος, ἀνέτρεψε τὸν χωροφύλακα, ὅστις ἔπεσε βαρὺς ἔμπροσθεν τῆς ἐξωτερικῆς σκάλας, κ' ἔφυγεν, ὁ Μοῦρτος, ὡς ἀστραπή. Ἔτρεξεν ἐπάνω εἰς τὰ Κοτρώνια, εἰς τὴν κατοικίαν τῶν γλαυκῶν. Ἧτο βραχώδης λόφος ὑψούμενος ὑπεράνω, ἐκ τῶν νώτων τῆς οἰκίας, ὅπου ἤξευρεν ὅλα τὰ «κατατόπια» ὁ Μοῦρτος. Οὔτε κατώρθωσέ τις ποτέ, χωροφύλαξ ἢ ἄλλος νὰ τὸν συλλαβή.

Τὴν ὥραν ποὺ εἶχε πηδήσει ὁ Μοῦτρος ἀπὸ τὴν καταρράκτην, παραδόξως εἶχεν ἐνθυμηθῆ -ἴσως διότι εἶχε ξεμεθύσει ἤδη ἀπὸ τὰ συμβάντα, ἢ εἶχε «ξεμουστώσει» ὅπως θὰ ἔλεγεν ὁ ἴδιος- εἶχεν ἐνθυμηθῆ, λέγω, ὅτι ἀφοῦ ἐμαχαίρωσε τὴν ἀδελφήν του, ἡ μάχαιρα τοῦ ἔπεσε ἀπὸ τὴν χείρα, καὶ ἔκειτο εἰς τὸ πάτωμα. Τοῦτο συνέβη ἴσως διότι τοῦ εἶχον ἔλθει τύψεις καὶ φόβος, τὴν στιγμὴν ἐκείνην - διὸ καὶ ἐπιπολὴς μόνον εἶχε θίξει μὲ τὴν λεπίδα τὴν σάρκα τῆς ἀδελφῆς του.

Καθὼς τοῦ ἦλθεν ἡ ἰδέα νὰ φύγη, κ' ἔτρεξε ν' ἀνοίξη τὴν κλαβανήν, ἐπειδὴ ἐνόησε πλέον ὅτι οἱ χωροφύλακες ἀνέβαινον εἰς τὸ πάτωμα, μὴ ἔχων καιρὸν νὰ ἐπανέλθη πρὸς τὸ μέρος τῆς θύρας, διὰ νὰ κύψη καὶ νὰ ἀναλάβη τὴν μάχαιραν, ἕτοιμος νὰ πηδήση κάτω, ἐφώναξε πρὸς τὴν ἀδελφήν του:

- Τὸ «χαμπέρ'», μωρή!... Κοίταξε νὰ κρύψης ἐκεῖνο τὸ «χαμπέρι»!

Τὴν ἔκφρασιν ταύτην ἐπροτίμησε, διὰ νὰ μὴ ἀκούσουν οἱ χωροφύλακες τὸ ὀμοιοτέλευτον «μαχαίρι». Κατὰ τὴν φοβερὰν στιγμήν, πταίστης καὶ ἔνοχος, ἐπεκαλεῖτο τὴν φιλοστοργίαν τῆς ἀδελφῆς του γιὰ νὰ τὸν σώση, καθότι εἶχε πεποίθησιν εἰς αὐτήν. Ἡ μάχαιρα θὰ ἧτο αἰματωμένη, καὶ θὰ ἔβλεπον τὸ αἷμα οἱ διῶκται. Καὶ συνιστῶν τὴν ἀπόκρυψιν τοῦ ὀργάνου, ἤλπιζε τὴν ἀπόκρυψιν τοῦ ἐγκλήματος.

Τῷ ὄντι ἡ Ἀμέρσα, ἐνῶ τὸ αἷμα ἔρρεεν ἤδη ἐκ τῆς πληγῆς της, βλέπουσα ὅτι ἐξ ἅπαντος θὰ παρεβιάζετο ἡ θύρα, ἐκ παλαιὰς λεπτῆς σανίδος, μ' ἐσκωριασμένους σύρτας καὶ μάνδαλα, σχεδὸν λιποθυμοῦσα ἤδη, ἔκυψε καὶ ἀνέλαβε τὴν μάχαιραν. Εἴτα ἐσύρθη μέχρι τῆς γωνίας ὅπου ἧτο μικρὰ τέμπλα, ἤτοι σωρὸς ἐκ διπλωμένων σινδόνων, προσκέφαλων καὶ στρωμνῶν.

Ἔκρυψε τὴν αἰματωμένην μάχαιραν κάτωθεν ὅλου αὐτοῦ τοῦ σωροῦ τῶν ὀθονίων, ἐτυλίχθη αὐτὴ μὲ παλαιόν, ἐμβαλωμένον, ἀλλὰ καθαρὸν πάπλωμα, κ' ἐκάθισεν ἀπάνω εἰς τὸν χαμηλὸν σωρόν, ὅστις ἐβυθίσθη ἀκόμη χαμηλότερα. Ἔφερε τὴν ἀριστερὰν χείρα εἰς τὴν μασχάλην της, κ' ἐπροσπάθει νὰ σταματήση τὸ αἷμα. Παραδόξως δὲν εἶχε δειλιάσει ὅταν εἶχεν ἰδεῖ τὸ αἷμα, ἂν καὶ πρώτην φορὰν τῆς συνέβαινε τὸ πάθημα. Τὸ ὅλον τῆς ἐφαίνετο ὡς ὄνειρον. Μόνον ἔσφιγγε τοὺς ὀδόντας καὶ ἠπόρει πὼς δὲν ἠσθάνετο ἀκόμη πόνον. Ἀλλὰ μετ' ὀλίγα δευτερόλεπτα, ἠσθάνθη ὀξείαν ἀλγηδόνα.

Τὴν ἰδίαν στιγμήν, ἡ θύρα ἐβυθίσθη πρὸς τὰ ἔσω. Ὁ εἰς χωροφύλαξ εἰσεπήδησε μετὰ κρότου εἰς τὸ πάτωμα.

Ἡ Ἀμέρσα δὲν ἀνεσήκωσε τὴν κεφαλήν, ἔκυπτε, καὶ ἧτο τυλιγμένη ἕως τὴν μύτην εἰς τὸ πάπλωμα.

- Ποῦ εἴν' αὐτός, ὁ σκιάς; ἔκραξεν ἀπειλητικῶς ὁ χωροφύλαξ.

Ἡ Ἀμέρσα δὲν ἀπήντησεν.

Ὁ στρατιωτικός, ὅστις δὲν εἶχεν ἀντιληφθῆ οὔτε τὴν φυγὴν τοῦ Μούρου, οὔτε τὴν ἀνατροπὴν καὶ πτώσιν τοῦ ἰδίου συστρατιώτου του, ἴσως διότι ἡ στιγμὴ ἐκείνη συνέπεσεν ἀκριβῶς μὲ τὴν παραβίασιν τῆς θύρας, καὶ ὁ εἰς κρότος ἔπνιγε καὶ ἐβώβαινε τὸν ἄλλον, ἐξήτασεν ὅλον τὸν πρόδομον ὅπου εὑρίσκετο ἡ Ἀμέρσα, εἴτα μετέβη δρομαίως εἰς τὸν χειμερινὸν θάλαμον, εἴτα εἰς τὸν θαλαμίσκον. Κανένα δὲν εὗρε. Μόνον ἡ κλαβανὴ ἤτον ἀνοικτή.

Μετὰ μίαν στιγμήν, ἀνήρχετο καὶ ὁ δεύτερος ὁμόσκηνός του.

- Τὸ 'στριψε;

- Τόδωκε ἀπ' τὴν καταρρήχωση, χάμου...

- Καὶ τὸν ἐχούιαξες;... Δὲν τὸν ἐπρόκαμες;

- Ἔφαγα κατραπακιά!... Ἅ! μὰ φευγάλα... Ἑφτά μίλια τὴν ὥρα!...

- Ἄχ! ἔκαμεν ὁ πρῶτος χωροφύλαξ, κάμπτων τὸν λιχανὸν τῆς δεξιᾶς χειρός, καὶ φέρων αὐτὸν εἰς τὸ στόμα, ὡς διὰ νὰ τὸν δαγκάση, μετὰ σείσματος βιαίου τῆς κεφαλῆς. Μᾶς πρέπει γιὰ νά μας τὰ ξηλώσουνε!

Ὁ δεύτερος χωροφύλαξ, θέλων νὰ κάμη τὸν αὐστηρόν, ἀπέτεινε τὸν λόγον πρὸς τὴν κόρην:

- Γιὰ ποῦ τὸ 'βαλε ὁ ἀδερφός σου, μωρή; τῆς εἶπεν.

Ἡ Ἀμέρσα δὲν ἀπήντησε. Πλὴν μέσα της μὲ ἀκουσίαν εἰρωνείαν ἴσως θὰ ἐψιθύρισε μὲ ὅλον τὸν δεινὸν πόνον καὶ τὴν ἀγωνίαν ἢν ἠσθάνετο: «Ἐσὺ ξέρεις».

- Τί κάθεσαι αὐτοῦ, κορίτσι μου; εἶπεν ὁ ἠμερώτερος ὁ πρῶτος χωροφύλαξ. Μὴ σ' ἐχτύπησε, τίποτα;

Ἡ Ἀμέρσα ἀνένευσε.

- Τ' εἶχε καὶ σ' ἐχάλευε;... Γύρευε νὰ σὲ μαχαιρώση;

- Γιατί φώναξες; προσέθηκεν ὁ δεύτερος.

Ἡ Ἀμέρσα ἀπήντησεν εἰς τὴν ἐρώτησιν τοῦ πρώτου χωροφύλακος:

- Ὄχι!

- Ἀλήθεια, μὴ σ' ἐμαχαίρωσε; ἐπέμενεν ὁ ἄνθρωπος.

Ἡ Ἀμέρσα μὲ φυσικὴν ἐπιφώνησιν, εἶπεν:

- Ὁ ἀδελφός μου, θελᾶ μὲ μαχαιρώση!

- Γιατί κάθεσ' αὐτοῦ, τί ἔχεις; Εἶσαι ἄρρωστη;

- Ἔχω θέρμη!

Ἡ Ἀμέρσα δὲν εἶχεν συλλογιστὴ ὅτι τὸ πάτωμα, ἢ καὶ ἡ ψάθα, θὰ εἶχαν ἴσως κηλιδωθῆ μὲ αἷμα. Ἤδη εἶχε δύσει ὁ ἥλιος, καὶ ἧτο ἀμφιλύκη ἐντὸς τῆς οἰκίας. Ἐκτὸς τούτου τὸ μέρος ὅπου εἶχε πέσει ἡ αἰματωμένη μάχαιρα, εὑρίσκετο τὴν στιγμὴν ταύτην εἰς τὴν σκιάν, ὄπισθεν τῆς μονοφύλλου θύρας, ἀνοικτῆς κατὰ τὰ δυὸ τρίτα, καὶ φθανούσης μέχρι τοῦ τοίχου, ὥστε οἱ δυὸ ἄνδρες δὲν εἶδον τὰς κηλίδας τὰς ἐρυθρᾶς.

- Γιατί εἶχες βάλει μιὰ φωνή; ἐπέμενεν ὁ πρῶτος χωροφύλαξ.

- Εἶχα πόνον καὶ ζάλη, εἶπεν ἡ Ἀμέρσα.

Καὶ τὴν ἰδίαν στιγμήν, ὡς διὰ νὰ ἐπικυρωθῆ ὁ λόγος της, τῆς ἦλθε πράγματι λιποθυμία. Ἔκαμεν ὤχ! σφίγγουσα τοὺς ὀδόντας κ' ἔκυψε κάτω. Οἱ δυὸ ἄνθρωποι τῆς ἐξουσίας, συγκινηθέντες, ἐκοιτάχθησαν, καὶ ὁ πρῶτος εἶπε:

- Μά, ποῦ εἴν' ἡ μάννα της;

Ὡς ὑπακούουσα εἰς τὴν πρόσκλησιν ταύτην, ἔφθασε τρέχουσα ἡ Φραγκογιαννού.

- Νὰ ἐκείν' ἡ γριά, ποὺ τὴν τράβηξ' ἀπ' τὰ μαλλιὰ ὁ γυιός της, μὲς στὸ σοκάκι! εἶπεν ὁ δεύτερος χωροφύλαξ.

Εἴτε προσέθηκε:

- Δὲν μ' κρένεις, γερόντισσα, ποῦ εἴν' ὁ γυιόκας σου;

Ἡ Φραγκογιαννοὺ δὲν ἀπήντησε κ' ἔτρεξε πλησίον τῆς Ἀμέρσας. Ἧτο ἐπιτηδεία ἰάτρισσα, καὶ ἧτο ἱκανὴ νὰ περιποιηθῆ τὴν κόρην της.


Ὅλα ταῦτα ἤρχοντο συχνὰ εἰς τὴν μνήμην τῆς Ἀμέρσας, κ' ἐπανῆλθον ἀκόμη καὶ κατὰ τὰς μακρᾶς ὥρας τῆς νυκτός, τὰς ἐσπερινᾶς καὶ ὀρθρίας, ὁπότε αὔτη ἔχανε τὸν ὕπνον της εἰς τὸν οἰκίσκον, πλησίον τῆς κοιμωμένης Κρινιῶς, τῆς μικρᾶς ἀδελφῆς, ἐνῶ ἡ μήτηρ τῶν ἀποῦσα κατὰ τὰς αὐτὰς ὥρας ἠγρύπνει ἐπὶ νύκτας τώρα, εἰς τὸν θάλαμον τῆς λεχοῦς, εἰς τὴν οἰκίαν τῆς ἄλλης, τῆς μεγάλης κόρης της, καὶ ὅταν ἐπέστρεψεν εἰς τὸν οἰκίσκον μετὰ τὴν νυκτερινὴν ἔξοδον, τὴν ὁποίαν εἶχεν ἐπιχειρήσει, ὡς «ἀλαφροΐσκιωτη» ποὺ ἤτον, κατ' ἀκολουθίαν τοῦ ὀνείρου ἐκείνου, εἶδεν εἰς τὸ ἀμυδρὸν φῶς τῆς κανδήλας, τῆς καιούσης ἐμπρὸς εἰς τὴν μικρὰν παλαιὰν καὶ μαυρισμένην εἰκόνα τῆς Παναγίας, εἶδεν ὅτι ἡ μικρὰ ἀδελφή της, τὸ Κρινιῶ, ἐκοιμάτο ἀκόμη, καὶ δὲν ἐφαίνετο νὰ εἶχε σεισθῆ ἀπὸ τὴν θέσιν της. Μόνον, ἅμα εἰσῆλθεν ἡ Ἀμέρσα, ἡ Κρινιῶ, ὡς νὰ ἤκουσε τὸν μικρὸν θροῦν ἀμυδρῶς μέσα εἰς τὸν ὕπνον της, ἐκινήθη ἤρεμα, ἐστέναξε, κ' ἐγύρισεν ἀπὸ τὸ ἄλλο πλευρόν, χωρὶς ἄλλως νὰ ἐξυπνήση.

Ἀλαφροΐσκιωτη! τῷ ὄντι. Ἡ λέξις τὴν ὁποίαν εἶχε προφέρει ἀρτίως ἡ μήτηρ της, τῆς ἐπανῆλθε πράγματι εἰς τὸν νοῦν, τὴν ὥραν καθ' ἤν, μὲ τὸ τρίτον λάλημα τοῦ πετεινοῦ, ἐπέστρεψεν εἰς τὴν οἰκίαν, πλησίον τῆς κοιμωμένης μικρᾶς ἀδελφῆς της. Ἀλλ' ἧτο ἄρα αὐτὴ πράγματι «ἀλαφροΐσκιωτη»; Αὐτὴ τῆς ὁποίας τὰ ὄνειρα, αἱ πλάναι καὶ αἱ παρακρούσεις πολλάκις συνέβη νὰ σημαίνωσιν, ἢ νὰ δηλώσι τί ἢ ν' ἀφήνωσι παράδοξον ἐντύπωσιν. Καὶ αὐτὰ τὰ ψεύματά της, ὅσα ἔλεγε, ἐγίνοντο ἀκούσιαι ἀλήθειαι δι' αὐτήν. Ὅπως, φέρ' εἰπεῖν, ὅταν, μετὰ τὸ μαχαίρωμα τὸ ὁποῖον εἶχεν ὑποστῆ ἀπὸ τὸν ἀδελφόν της, ἀπαντῶσα εἰς τὰς ἐταστικᾶς ἐρωτήσεις τοῦ χωροφύλακος, ἔλεγεν: «Εἶχα πόνο καὶ ζάλη!» Καὶ συγχρόνως ἅμα τῷ λόγῳ αὐτῶ, τῆς ἤρχετο ἀληθὴς λιποθυμία, ὡσεὶ ἀνωτέρα τις, δαιμονία θέλησις νὰ ἤθελε νὰ καλύψη τὸ ψεῦδος της.

Ἡ Ἀμέρσα, κατεκλίθη ἐκ νέου πλησίον τῆς ἀδελφῆς της καὶ δὲν ἐκοιμήθη. Αἱ ἀναμνήσεις ἐξηκολούθουν νὰ τῆς ἔρχωνται, ραγδαία, καίτοι ὀλιγώτερον τυραννικαὶ καὶ μελανόπτεροι ἢ ὅσον εἰς τὴν μητέρα της. Καὶ κατὰ τὰς μακρᾶς ἐκείνας ὥρας δὲν ἔπαυσε ν' ἀναλογίζεται καθ' ἑαυτὴν τὴν τύχην τοῦ ἀδελφοῦ της, τοῦ Μούρου, ὅστις εὑρίσκετο, τώρα εἰς τὸ δεσμωτήριον τῆς Χαλκίδος.