Η Φόνισσα
Συγγραφέας:



Ὕστερον ἀπ' ὀλίγων λεπτῶν τῆς ὥρας κυνηγητόν, ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔφθασεν εἰς τὴν τοποθεσίαν, τὴν ὁποία ὁ Καμπαναχμάκης εἶχεν ὀνομάσει «τὸ Μονοπάτι στὸ Κλῆμα». Ἤτον βράχος εἰσέχων ἀποτόμως πρὸς τὰ ἔσω, σχηματίζων μικρὸν ζύγωμα, κάτωθεν τοῦ ὁποίου ἔχασκεν ἡ ἄβυσσος, ἡ θάλασσα. Ἄνω τοῦ ζυγώματος τούτου ὑπῆρχε πάτημα ἡμισείας παλάμης τὸ πλάτος, ὅλον δὲν τὸ πέραμα ἧτο τριῶν ἢ τεσσάρων βημάτων. Ὅπως τὸ διέλθη τις, ἔπρεπε νὰ πιασθῆ ἀπὸ τὸν ἄνω βράχον, βλέπων πρὸς τὴν θάλασσαν, νὰ πατὴ μὲ τὴν πτέρναν, καὶ νὰ βαδίζη ἐκ δεξιῶν πρὸς τὰ ἀριστερά. Ἡ ζωὴ τοῦ ἐκρέματο εἰς μίαν τρίχα.

Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔκαμε τὸν σταυρόν της καὶ δὲν ἐδίστασε. Οὔτε ὑπῆρχεν ἄλλη αἵρεσις ἢ προσφυγῆ. Δρυμὸς ἄλλος δὲν ὑπῆρχεν ἐπάνω τοῦ βράχου. Ἡ γυνὴ ἐπῆρε τὸ καλάθι της εἰς τοὺς ὀδόντας, ἐπήδησεν ἀποφασιστικῶς, καὶ διέβη αἰσίως τὸ φοβερὸν πέραμα.

Ἔφθασαν κατόπιν ἀσθμαίνοντες οἱ δυὸ νομάτοι. Ὁ χωροφύλαξ εἶδε τὸ πέραμα κ' ἐστάθη.

- Σοῦ βαστᾶ ἡ καρδιά σου; εἶπε μὲ κρυφὴν χαιρεκακίαν ὁ σύντροφός του.

- Δὲν εἶναι ἄλλος δρόμος;

- Δὲν εἶναι.

- Ἐσὺ θὰ τὸ 'χης περάσει πολλὲς φορές, εἶπεν ὁ στρατιώτης.

- Ἐγώ, ὄχι! ἠρνήθη ὁ ἀγροφύλαξ.

- Δὲν ἤσουν τσομπάνης;

- Ἐγὼ ἔβοσκα πρόβατα στὸν κάμπο.

Ὁ χωροφύλαξ ἐδίστασεν ἀκόμη.

- Καὶ νά μας ρίξη κάτω μία γυναίκα! εἶπε.

- Δὲν προφτάσαμε νὰ τὴν ἰδοῦμε τὴ στιγμὴ ποὺ περνοῦσε, εἶπεν εἴρων ὁ δραγάτης. Ἂν τὴν ἔβλεπες, θά σου 'κανε καρδιά.

- Ἀληθινά;

- Δὲν ξέρεις πόσες φορὲς δίνουν τὸ παράδειγμα οἱ γυναῖκες! εἶπεν ὁ ἀγροφύλαξ. Σὲ κάμποσα πράγματα, δείχνουν πολὺ κουράγιο.

- Κ' ἐγὼ θὰ περάσω! εἶπεν ὁ χωροφύλαξ.

- Ἐμπρός!

Ὁ χωροφύλαξ ἔβγαλε τὸ ἀμπέχονόν του, καὶ τὸ ἔτεινεν εἰς τὸν σύντροφόν του, μείνας μὲ τὸ ὑποκάμισον. Ἔκαμε τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ.

- Ἂν περάσω πέρα, μοῦ τὸ ρίχνεις, εἶπε.

Ἐδοκίμασε νὰ πατήση ἐπὶ τοῦ στενοῦ, ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν βράχον. Μετὰ ἐν βῆμᾳ ὠπισθοδρόμησε.

- Μ' ἔπιασε ζαλάδα, εἶπεν.

Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ Φραγκογιαννού, τρέχουσα, εἶχεν ἀνηφορίσει, καὶ ἀνήρχετο ὑψηλότερα εἰς τὴν ἀκτήν. Ἀποκαμωμένη, ἤσθμαινεν, ἐφύσα. Ἐπήγαινε, κ' ἐστέκετο ἐπὶ μίαν ἀνεπαίσθητον στιγμήν, κ' ἔτεινε τὰ ὦτα ἀκροωμένη. Ἤθελε νὰ βεβαιωθῆ ἂν θὰ διέβαινον τὸ πέραμα οἱ δυὸ διῶκται της. Ἀλλὰ δὲν ἤκουε τίποτε. Ἀπὸ τὴν βραδύτητα αὐτὴν ἐσυμπέρανεν ὅτι οἱ δυὸ «νομάτοι» ἐδίσταζον πολὺ νὰ περάσουν τὸ μονοπάτι.

Τέλος, ἔφθασεν εἰς τοῦ Πουλιοῦ τὴν Βρύση, ὅπως τὴν εἶχεν ὀνομάσει ὁ Καμπαναχμάκης. Ἧτο μιὰ πηγὴ ἐπάνω εἰς ὑψηλὸν βράχον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐσχηματίζετο μικρὸν ὀλισθηρὸν ὀροπέδιον ἀπὸ χῶμα, γεμάτον ἀπὸ βρύα καὶ ἄλλα ὑγρὰ χόρτα, τὰ ὁποῖα ἐφαίνοντο ὡς νὰ ἔπλεον εἰς τὸ νερόν. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐπάτει καλὰ διὰ νὰ μὴ γλιστρήση καὶ πέση. Ἀπὸ τὴν βρύσιν ἐκείνην, πράγματι, μόνον τὰ πετεινὰ τ' οὐρανοῦ ἠδύνατο νὰ πίνουν. Ἡ Χαδούλα ἔκυψε κ' ἔπιε...

- Ἄχ! καθὼς πίνω ἀπ' τὴ βρυσούλα σας, πουλάκια μου, εἶπε, δῶστε μου καὶ τὴν χάρη σας, νὰ πετάξω!...

Κ' ἐγέλασε μοναχή της, ἀποροῦσα ποὺ εὗρε τὸν ἀστεϊσμὸν αὐτὸν εἰς τοιαυτην ὥραν. Ἀλλὰ τὰ πουλιά, ὅταν τὴν εἶδαν, εἶχαν ἀγριεύσει, κ' ἐπέταξαν ἔντρομα...

Ἐκάθισε, δίπλα εἰς τοῦ Πουλιοῦ τὴν Βρύση, διὰ νὰ ξαποστάση καὶ πάρη τὸν ἀνασασμόν της. Σχεδὸν εἶχε βεβαιωθῆ πλέον ὅτι οἱ δυὸ «νομάτοι» δὲν εἶχαν κατορθώσει νὰ διαβώσι τὸ Μονοπάτι στὸ Κλῆμα.

Ἀλλὰ δὲν ἠσθάνετο ἀσφάλειαν, ἡ δύστηνος, καθημένη ἐκεῖ. Ὅθεν, μετ' ὀλίγα λεπτὰ ἐσηκώθη, ἐπῆρε τὸ καλάθι της, κ' ἔτρεξεν τὸν κατήφορον. Τώρα πλέον ἐπήγαινεν ἀποφασιστικῶς εἰς τὸν Αἱ-Σώστην, εἰς τὸ Ἐρημητήριον. Καιρὸς ἧτο, ἂν ἐγλύτωνε, νὰ ἐξαγορευθῆ τὰ κρίματά της εἰς τὸν γέροντα, τὸν ἀσκητήν.

Εἰς ὀλίγα λεπτὰ τῆς ὥρας κατῆλθε τὴν ἀκτήν, κ' ἔφθασεν εἰς τὰ χαλίκια τοῦ αἰγιαλοῦ, εἰς τὴν ἄμμον. Ἀντίκρυσε τὸν ἀλίκτυπον βράχον, ἐπάνω εἰς τὸν ὁποῖον ἐφαίνετο ὁ παλαιὸς ναΐσκος τοῦ Ἁγίου Σώζοντος. Ὁ λαιμὸς τῆς ἄμμου, ὁ ἐνώνων τὸν μικρὸν βράχον μὲ τὴν στερεάν, μόλις ἀνεῖχεν ἕνα δάκτυλον ὑπεράνω τοῦ κύματος. Τώρα ἤρχιζε νὰ γίνεται πλημμύρα. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐστάθη κ' ἐδίστασε. «Τάχα δὲν θὰ ... ξαναγίνη ρήχη σὲ λίγη ὥρα; εἶπε. Γιατί νὰ βιαστῶ τώρα, νὰ γίνω μούσκεμα;»

Ἀλλὰ τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἤκουσε θόρυβον ὄχι μικρὸν ἐπὶ τοῦ κρημνοῦ. Δυὸ ἄνδρες, ὁ εἰς στρατιωτικός, ὁ ἄλλος πολίτης, μὲ δυὸ τουφέκια ἐπ' ὤμου, κατήρχοντο τρέχοντες τὸν κατήφορον. Ὁ πολίτης δὲν ἤτον ὁ δραγάτης τὸν ὁποῖον εἶχεν ἀφήσει ὀπίσω, μὲ τὸν ἕνα χωροφύλακα, ἤτον ἄλλος, κ' ἐφόρει φράγκικα. Αὐτὴ λοιπὸν ἧτο ἡ ἐνέδρα, τὴν ὁποίαν εἶχεν ὑποπτεύσει εὐλόγως αὐτή, μὲ τὴν ὁποίαν ἠθέλησαν νὰ τὴν βάλουν εἰς τὰ στενά; Ἰδοὺ ὅτι τώρα τὴν ἔφθαναν.

Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔτρεξεν, ἔκαμε τὸν σταυρόν της, κ' ἐπάτησεν ἐπάνω εἰς τὸ πέραμα τῆς ἄμμου. Ἡ ἄμμος ἤτον ὀλισθηρά. Τὸ κύμα ἀνήρχετο, ἐφούσκωνε. Ἡ γυνὴ δὲν ὠπισθοδρόμησε. Δὲν εἶχεν ἄλλην σανίδα σωτηρίας. Οὔτε αὐτήν, τὴν παροῦσαν, μάλιστα δὲν εἶχε.

Τὸ κύμα ἀνέβαινεν, ἀνέβαινε. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐπάτει. Ἡ ἄμμος ἐνέδιδε. Οἱ πόδες τῆς ἐγλιστρούσαν.

Ὁ βράχος τοῦ Ἁγίου Σώζοντος ἀπεῖχε περὶ τὰς δώδεκα ὀργυιὰς ἀπὸ τὴν ἀκτήν. Ὁ λαιμὸς τῆς ἄμμου, τὸ πέραμα, θὰ ἧτο πλέον ἢ πεντήκοντα βημάτων τὸ μῆκος.

Τὸ κύμα τὴν ἔφθασεν ἕως τὸ γόνυ, εἴτα ὡς τὴν μέσην. Ἡ ἄμμος ἐγλιστροῦσε. Ἐγίνετο βάλτος, λάκκος. Τὸ κύμα ἀνῆλθεν ἕως τὸ στέρνον της.

Οἱ δυὸ ἄνδρες, οἵτινες τὴν ἐκυνήγουν, ἔρριψαν μίαν τουφεκιᾶν διὰ νὰ τὴν πτοήσουν. Εἴτα ἠκούσθησαν αἱ φωναί των, φωναὶ ἀλαλαγμοῦ καὶ βεβαίας νίκης.

Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἀπεῖχεν ἀκόμη ὡς δέκα βήματα ἀπὸ τὸν Ἀϊ-Σώστην.

Δὲν εἶχε πλέον ἔδαφος νὰ πατήση· ἐγονάτισεν. Εἰς τὸ στόμα τῆς εἰσήρχετο τὸ ἁλμυρὸν καὶ πικρὸν ὕδωρ.

Τὰ κύματα ἐφούσκωσαν ἀγρίως, ὡς νὰ εἶχον πάθος. Ἐκάλυψαν τοὺς μυκτήρας καὶ τὰ ὦτα της. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὸ βλέμμα τὴ Φραγκογιαννοὺς ἀντίκρυσε τὸ Μποστάνι, τὴν ἔρημον βορειοδυτικὴν ἀκτήν, ὅπου τῆς εἶχον δώσει ὡς προίκα ἕνα ἀγρόν, ὅταν νεανίδα τὴν ὑπάνδρευσαν καὶ τὴν ἐκουκούλωσαν, καὶ τὴν ἔκαμαν νύφην οἱ γονεῖς της.

- Ὤ! νὰ τὸ προικιό μου! εἶπε.

Αὐταὶ ὑπῆρξαν αἱ τελευταῖαι λέξεις της. Ἡ γραία Χαδούλα εὗρε τὸν θάνατο εἰς τὸ πέραμα τοῦ Ἁγίου Σώστη, εἰς τὸν λαιμὸν τὸν ἐνώνοντα τὸν βράχον τοῦ ἐρημητηρίου μὲ τὴν ξηράν, εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ δρόμου, μεταξὺ τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης δικαιοσύνης.


ΤΕΛΟΣ