Η Φόνισσα/Κεφάλαιο ΙΒ

(Ανακατεύθυνση από Η Φόνισσα/Κεφάλαιο ΙΒ')
Η Φόνισσα
Συγγραφέας:



Ἡ Μαροῦσα τῆς εἶχε δώσει τὸ κλειδὶ τοῦ μικροῦ κατωγείου, τῆς εἶπε νὰ ἐξέλθη διὰ τῆς ἰδιαιτέρας θύρας τούτου πρὸς τὴν ὁδόν, νὰ κλειδώση ἔξωθεν, καὶ νὰ πάρη τὸ κλειδὶ μαζί της, διὰ νὰ τὸ μεταχειρισθῆ πάλιν τὴν ἄλλην νύκτα, ἂν ἔμελλε νὰ ἐπανέλθη. Ὅσον δι' αὐτήν, ἂν ἐλάμβανεν ἀνάγκην νὰ κατέλθη εἰς τὸ κατωγάκι, θὰ κατήρχετο διὰ τῆς ὁδοῦ, δι' ἧς εἶχεν ὀδηγήσει ἐκεῖ τὴν ξένην της, τῆς ἐσωτερικῆς σκάλας καὶ τῆς θύρας τοῦ μεσοτοίχου.

Τῷ ὄντι, ἡ Φραγκογιαννοὺ ἠσθάνετο πλέον μεγάλην σφλομονήν, καὶ τὸ στενὸν κατωγάκι μὲ τὸν ὑγρὸν ἀέρα του τὴν ἐστενοχώρει. Καιρὸ ἧτο ν' ἀναπνεύση πλέον τὸν ἀέρα τοῦ βουνοῦ, πρὶν οἱ διῶκται χωροφύλακες τὴν κλείσωσιν, ἴσως διὰ βίου, εἰς τὰ ὑγρὰ καὶ ἀνήλια ὑπόγεια τῆς ἀνθρωπίνης θέμιδος.

Ἐξῆλθε, καί, κάτω εἰς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς της, ἐμινύριζεν ἀκόμη ἡ θρηνώδης φωνὴ τοῦ βρέφους, τοῦ μικροῦ κορασίου τοῦ ἀδικοθανατίσαντος. Ἐστάθη εἰς τὸ χάσμα τῆς θύρας, ἐκοίταξε μετὰ προφυλάξεως ἔξω, δεξιά, ἀριστερά, ἄνω, κάτω τοῦ δρόμου· δὲν εἶδε ψυχὴν οὔτε σκιάν. Ἔβαλε πτερὰ εἰς τοὺς πόδας της.

Δὲν ἧτο πρώτη φορὰ καθ' ἢν ἤκουε μέσα εἰς τὴν ψυχήν της, ὅπου ὑπῆρχε σκοτεινή, σπηλαιώδης ἠχώ, τὸ πένθιμον ἐκεῖνο κλαῦμα τοῦ βρέφους. Κ' ἐνόμιζεν ὅτι ἔφευγε τὸν κίνδυνον καὶ τὴν συμφορᾶν, καὶ τὴν συμφορᾶν καὶ τὴν πληγὴν τὴν ἔφερε μαζί της. Κ' ἐφαντάζετο ὅτι ἔφευγε τὸ ὑπόγειον καὶ τὴν εἰρκτήν, καὶ ἡ εἰρκτὴ καὶ ἡ Κόλασις ἧτο μέσα της.

Ὥρα ἧτο ὡς δυὸ μετὰ τὰ μεσάνυκτα, νὺξ ἀσέληνος, ἀστροφεγγής. Ἀρχὰς Μαΐου, δευτέραν ἑβδομάδα μετὰ ὄψιμον Πάσχα. Ἡ ἐξοχὴ εὐωδίαζεν, ἡ αὔρα ἐμυροβόλει. Ὀλίγα ἄγρυπνα πουλάκια ἔμελπον τὸ ὄρθιον ἐπάνω εἰς τὰ κλαδιά. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐπῆρε τὸν δρομίσκον, τὸν λίαν γνωστὸν εἰς αὐτήν, στενὸν καὶ ἔρποντα, ὄπισθεν τῶν κήπων καὶ κάτωθεν τῶν βράχων. Ὁ δρομίσκος μόλις ἤτον ὁρατὸς εἰς τὴν ἀστροφεγγιᾶν, καλυπτόμενος ἐν μέρει ἀπὸ τοὺς προεξέχοντας ράμνους τῶν θάμνων καὶ τῶν βάτων, οἵτινες προέκυπτον ἀπὸ τοὺς φράκτας τῶν κήπων. Ἡ εὐκίνητος γραία ἐπάτει ἐπὶ χόρτων καὶ χαμαιμήλων, κ' ἐπὶ χλωρῶν ἀκάνθων, ἀνήρχετο δὲ μὲ βῆμα κόρης, νεαρᾶς βοσκοπούλας τοῦ βουνοῦ, τὸν ἀνηφορικὸν δρομίσκον.

Εἶχε τελειώσει ἡ μακρὰ σειρὰ τῶν κήπων καὶ τῶν περιβολίων πρὸς τὰ δεξιά της, ἐνῶ ἀριστερὰ τῆς παρετείνετο ἀκόμη ὁ μικρὸς βραχώδης λόφος, τὰ Κοτρώνια, μὲ τὰς τρεῖς γραφικὰς κορυφάς των τὴν μίαν κατόπιν τῆς ἄλλης, τὰ ἐπιστεφομένας ἀπὸ ἀνεμομύλους καὶ μικρὰ λευκὰ καλύβια καὶ σπιτάκια, ἔρποντα γύρω των. Τώρα πλέον ἔφθασεν εἰς μέρος ὅπου ἄρχιζαν ἀμπέλια, ἀγροὶ μὲ ὀπωροφόρα δένδρα, ὅσον ἤτον ἀκόμη πλαγινὸς ὁ ἀνήφορος, καὶ ἐλαιῶνες, ἢ ἀγροὶ μὲ ὑψηλοὺς στάχυς, σειομένους ἀπὸ τὴν νυκτερινὴν αὔραν, ἐκεῖθεν, ὅπου ὁ ἀνήφορος καθίστατο ἀποτομώτερος, καὶ ἄνω. Ἡ Φραγκογιαννού, μὲ ἐλαφρὸν ἄσθμα, ἔτρεχεν, ἔτρεχε, μαστιζομένη τὸ πρόσωπον ἀπὸ τὸ ἀπόγειον τὸ πρωινόν, τὸ ἀντίπνοον, τοῦ Βορρᾶ τὸ χαϊδευμένον ἑωθινὸν τέκνον.

Ἔσπευδε νὰ φθάση τὸ ταχύτερον, πρὶν ἀνατείλει ἡ ἡμέρα, εἰς τὰ μέρη τὰ ὁποῖα αὐτὴ ἐγνώριζε. Ὑπῆρχον, κατὰ τοὺς βορείους αἰγιαλοὺς τῆς νήσου, πολλοὶ κλεφτότοποι, μέρη ἀπάτητα, σπήλαια καὶ βράχοι ὅπου ἐφύτρωνε τὸ ἀγριοβότανον καὶ ἡ κάππαρις, καὶ τὰ κρίταμα καὶ ἡ ἀρμυρήθρα, καὶ ὅπου τοὺς ὑπάρχοντας ὀλίγους δρόμους κατέστρεφον καθημερινῶς τὰ κοπάδια τῶν ἐρίφων καὶ τῶν αἰγῶν. Ἐκεῖ θὰ ἧτο τὸ ἄσυλόν της, ἐκεῖ ὀποῦ ἦσαν αἱ ἀναμνήσεις τῆς παιδικῆς ἡλικίας της. Εἰς ἐκείνους τοὺς βορείους αἰγιαλούς, σιμὰ εἰς τὸ ἄγριον καὶ γαλανὸν πέλαγος, εἰς τὸ παλαιὸν Κάστρον, τὸ κτισμένον ἐπὶ γιγαντιαίου θαλασσοπλήκτου βράχου, ἐκεῖ εἶχε γεννηθῆ ἡ Χαδούλα, κ' ἐκεῖ εἶχεν ἀνατραφῆ ὡς δέκα ἐτῶν κόρη.

Εἴτα, ὅταν εἰρήνευσαν τὰ πράγματα, καὶ ἡ νέα πολίχνη ἐκτίσθη εἰς τὸν λιμένα τὸ μεσημβρινόν, ἡ μάννα της, ἡ μάγισσα, ἡ πολυκυνηγημένη ἀπὸ τοὺς κλέφτες καὶ τοὺς λιάπηδες, συχνὰ τὴν εἶχεν ἐπαναφέρει εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα, τῆς εἶχε δείξει ὅλους τοὺς κλεφτότοπους, τοὺς ἄβατους βράχους καὶ τὰ ἄντρα, καὶ τῆς εἶχε διηγηθῆ δι' ἕνα ἕκαστον τῶν τόπων ἐκείνων ἀνὰ μίαν ἱστορίαν, φανταστικὴν ἢ ἀληθῆ. Εἰς ἐκεῖνα τὰ μέρη, ὅταν τὴν ὑπάνδρευσαν καὶ τὴν «ἐκουκούλωσαν», καὶ τὴν «ἐνεκροβλόγησαν» κατὰ τὴ συνήθη φρασεολογίαν τῆς μητρός της, τῆς εἶχαν δώσει ἀκόμα καὶ τὴν προίκα της. Τὸ σπίτι, στὸ Κάστρο τὸ ἔρημο, καὶ τὸ χωράφι στὸ Μποστάνι, στὸν ἀπάτητον κρημνόν. Ὕστερον, ὅταν αὐτὴ ἐνοικοκυρεύθη, κ' ἔμαθε πολλά, κ' ἐπρόκοψεν εἰς γυναικείαν σοφίαν, κ' ἐσυνήθισε νὰ θηρεύη τὰ βότανα καὶ τὰ τρίφυλλα καὶ τὰς δρακοντιᾶς εἰς τοὺς λόγγους καὶ τὰ βουνά, πολὺ συχνὰ εἶχεν ἐπισκεφθῆ τὰ μέρη ἐκεῖνα, χάριν τῶν ἐρευνῶν της.

Ἐκεῖ λοιπὸν ἐπήγαινε καὶ τώρα, ἂν ἔδιδεν ὁ Θεὸς νὰ φθάση ἀσφαλῶς, ἀλλ' εἰς ποιὰν δεινοτάτην περίστασιν. Καὶ ποιὰ ἄρα θὰ ἤτον ἡ τύχη της ἀπὸ τοῦδε; Μόνος ὁ θεὸς τὸ ἤξευρε.


Πρὶν φθάση εἰς τὸ μέρος, ὅπου ὁ δρόμος ἀποτόμως ἀνηφόριζε, καθὼς διήρχετο ἔξω ἀπὸ ἕνα περιβόλι, φραγμένον μὲ πυκνοὺς βάτους καὶ θάμνους ὑψηλοὺς καὶ ἐν μέρει μὲ τοιχογύρισμα, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ὑπῆρχον πολλῶν εἰδῶν ὀπωροφόρα δένδρα, ἡ Φραγκογιαννοὺ κατὰ τύχην ἐσκόνταψεν εἰς τὸν δρόμον, ἔκαμε δὲ μικρὸν θροῦν, πεσοῦσα ἐλαφρῶς ἐπάνω εἰς ἕνα θάμνον. Ἀφῆκε μικρὰν φωνὴν ὁμοίαν μὲ στεναγμόν.

Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἤκουσε πολὺ πλησίον της, ἀλλ' ἔσωθεν τοῦ φράκτου, δυνατὸν γαύγισμα σκύλου. Ἀνωρθώθη, καὶ μὲ ταχύτερον βῆμα ἐξηκολούθησε τὸν δρόμον της.

- «Ποιὸς νὰ εἶναι;» εἶπε μέσα της.

Ἠκούσθη τότε μία φωνὴ βραχνὴ καὶ νυσταλέα, ἀλλ' ἀπότομος.

- Ἕ! βάρδ' ἀπ' τὰ περιβόλια! Ἀνοιχτά!... Ἀνοιχτά!

Ἀνεγνώρισε τὴν φωνὴν τοῦ Ταμπούρα, τοῦ δραγάτη. Ἐνόησε τότε τί συνέβαινε. Τὸ περιβόλι, ἔξωθεν τοῦ ὁποίου εἶχε σκοντάψει, ἀνῆκεν εἰς τὸν τότε Δήμαρχον τοῦ τόπου. Ἐντὸς αὐτοῦ, σιμὰ εἰς τ' ἄλλα δένδρα, ὑπῆρχον καὶ ὀλίγαι κερασέαι, μὲ καρποὺς σχεδὸν ὡρίμους ἤδη καὶ περκάζοντας, μελανωποὺς εἰς τὴν ἀστροφεγγιᾶν, ἀνάμεσα εἰς τὰ μαυροπράσινα φύλλα. Ὁ Ταμπούρας, μὴ ἔχων τί ἄλλο νὰ φυλάξη, ἐπειδὴ δὲν ἧτο ἀκόμη ἡ ὥρα τῶν ὀπωρῶν οὔτε τῶν καρπῶν, ἐκοιμάτο εἰς τὸ περιβόλι τοῦ Δημάρχου, ἐντὸς μικρὰς καλύβης μὲ τὸν σκύλον του, κ' ἐφύλαγε τὰ κεράσια, μὴν τὰ κλέψουν οἱ δημόται τοῦ ἄρχοντος.

Φεύγουσα, ἤκουεν ἀκόμα τὸ γαύγισμα τοῦ σκύλου, συγχρόνως δὲ «αὐτιάσθη» καὶ τῆς ἐφάνη ὅτι ἤκουεν ἀνθρώπινα βήματα. Ἀλλ' ἠπατήθη. Ἴσως ἧτο μᾶλλον ἀντίκτυπος καὶ ἠχὼ τῶν ἰδίων βημάτων της. Φαίνεται ὅτι ὁ ἀγροφύλαξ μόλις εἶχε μισοξυπνήσει, κ' ἔβαλεν, ὡς ἐν ὑπνοβασίᾳ, μηχανικῶς, τὴν συνήθη φωνήν του. Εἴτα εὐθὺς πάλιν ἀπεκοιμήθη.

Ἡ Χαδούλα ἔγινεν ἄφαντη εἰς τὸ ὕψος τοῦ λόφου, ὄπισθεν τῶν δένδρων. Ἐκεῖ ἐστάθη μίαν στιγμὴν κ' ἔτεινε τὸ οὖς. Τίποτε δὲν ἤκουεν εἰμὴ τὸ λάλημα ἑνὸς πουλιοῦ, τὸ σύριγμα ἑνὸς νυκτερινοῦ ἐντόμου, καὶ τὸ φύσημα τῆς αὔρας. Τότε τῆς ἦλθαν εἰς τὸν νοῦν τὰ κεράσια, τὰ ὁποῖα εἶχε διακρίνει ἀμυδρῶς στίλβοντα εἰς ἕνα κρεμάμενον κλώνα, ἐξέχοντα ὀλίγον ἔξω τοῦ φράκτου τοῦ δημαρχικοῦ περιβολίου, σιμὰ ἐκεῖ ὅπου εἶχε σκοντάψει, καὶ εἶπεν:

- Ἄχ! Καὶ δὲν ἔκαμα νὰ φτάσω ἕνα κεράσι, νὰ δροσίσω τὸ στόμα μου, ποὺ εἶναι φαρμάκι. Ξέχασα νὰ πιω μιὰ σταξιὰ νερὸ πρὶν φύγω... Ἂς φτάσω στὴ βρύση, μιά!

Τότε μόνον ἐνθυμήθη ὅτι δὲν εἶχε πίει νερὸν πρὶν ἐξέλθη ἀπὸ τὸ κατωγάκι, ὅπου εἶχε διέλθει ὀλίγας ἀλλὰ τόσον μακρᾶς ἐναγωνίους ὥρας. Ἡ Χαδούλα ἀνελογίσθη μετὰ πικρίας ὅτι ὅλα, καὶ τὰ μικρότερα πράγματα, πρωθύστερα καὶ ἀνάποδα τῆς ἤρχοντο εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον. Ἐὰν εἶχε προμελετήσει νὰ κλέψη ὀλίγα κεράσια ἀπὸ τὴν κερασιὰ τοῦ Δημάρχου, θὰ ἐπάτει μετὰ προσοχῆς, θὰ ἐπλησίαζε μετὰ προφυλάξεως, καὶ τότε πιθανῶς οὔτε ὁ δραγάτης ἤθελεν ἐξυπνήσει, οὔτε ὁ σκύλος ἴσως θὰ ἐγαύγιζε. Ἀλλὰ διὰ νὰ εὑρεθῆ ἀπρόσεκτη καὶ ἀλλοφρονοῦσα, διὰ νὰ μὴν κοιτάξη καλὰ ποὺ πλησίον εὑρίσκετο, ἐπαραπάτησεν, ἔκαμε μικρὸν θόρυβον, ἀρκοῦντα διὰ νὰ ξυπνήση τὸν σκύλον καὶ τὸν ἄνθρωπον. Ὅλα ἔτσι τῆς ἤρχοντο!

Ἄλλως, ἡ δίψα της τώρα εἶχεν ἐρεθισθῆ μὲ τὸν δρόμον τὸν ἀνωφερῆ. Ἔκοψε φύλλα ἐλαιοδένδρων καὶ τὰ ἔβαλε μὲς στὸ στόμα της.



Ἐβάδισεν ἐπὶ μίαν ὥραν ἀκόμη. Ἤτον ἤδη χαραυγή. Ἀφοῦ ἔφθασεν εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ λόφου, κατῆλθε πάλιν εἰς τὸ ρεῦμα, εἰς τὴν ὑπώρειαν τοῦ βουνοῦ μὲ τὰς πολυσχιδεῖς πλευρᾶς, τὸ ὁποῖον ἐκαλεῖτο οἱ Βίγλες. Τὶς οἵδε ποιοὶ παλαιοὶ κλέφτες ἐφύλαγαν ἄγρυπνοι καραούλια ἐκεῖ, καὶ ἐντεῦθεν εἶχε λάβει τὸ ὄνομα. Ἔφθασεν εἰς τὴν μικρὰν βρύσιν, εἰς τὴν ρίζαν τοῦ βουνοῦ. Ἔφεγγεν ἤδη. Ἔπιε νερόν, ἐδροσίσθη, κ' εὐθὺς ἔφυγεν. Εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο ἐσύχναζον πολλοὶ ἄνθρωποι, βοσκοὶ καὶ ξωμερίται κι ἄλλοι. Ἡ Γιαννοὺ ἤθελεν ὅσον τὸ δυνατὸν νὰ μείνη ἀόρατος. Ἐκατηφόρισεν ἀκόμη, εἰσῆλθεν εἰς τὸ κάτω ρεῦμα τὸ βαθύ, τὸ βαῖνον πρὸς τὴν θάλασσαν, τὸ καλούμενον Λεχούνι.

Ἐκεῖ ἔφθασε μικρὸν πρὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου. Ὑπῆρχον ἐκεῖ δυὸ ἢ τρεῖς νερόμυλοι, μᾶλλον παλαιοὶ καὶ ἄχρηστοι, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ εἰς μόνον ἐδούλευε, καὶ τοῦτο σπανίως. Ὅλα ἐδείκνουν τὴν ἐρημίαν, δὲν ἐφαίνετο ἴχνος ἀνθρώπου ἐκεῖ. Ἡ Φραγκογιαννού, ἀπὸ περισσὴν προφύλαξιν, δὲν ἠθέλησε νὰ πλησιάση. Ἀπέφυγε τὸ μέρος ἐκεῖνο, ἐβάδισεν ὄπισθεν λόχμης, κ' ἔφθασεν εἰς γούρναν βαθείαν, μὲ διαυγὲς νερόν, γνωστὴν εἰς ὀλίγους. Ἧτο μέρος κρυφὸν καὶ ἀπάτητον. Ἐσχηματίζετο ἐκεῖ οἰονεῖ ἄντρον, ἀποτελούμενον ἐκ χλόης, ἐκ κορμῶν καὶ κισσοῦ. Ἄντρον νύμφης, Δρυάδος τῶν παλιῶν χρόνων ἢ Ναϊάδος, εὑρούσης ἴσως καταφύγιον ἐκεῖ.

Διὰ νὰ κατέλθη τις εἰς τὴν μικρὰν πτυχὴν τῆς γῆς, ὅπου ἧτο ἡ γούρνα τοῦ νεροῦ, ἔπρεπε νὰ ἔχη τὴν τύχην διώκτριαν καὶ τοὺς πόδας τῆς Φραγκογιαννούς, τοὺς ἀνυποδήτους, τοὺς σχισμένους κ' αἰματωμένους ἀπὸ τὰ κνίδας καὶ τὰς ἀκάνθας. Ἐκεῖ ἐκάθισε ν' ἀναπαυθῆ. Ἔβγαλεν ἀπὸ τὸ καλάθι της τὸ ψωμὶ καὶ τὸ τυρὶ καὶ ὀλίγον κρέας, τὰ ὁποῖα τὴν εἶχε φιλεύσει ἡ Μαροῦσα, ἐπειδὴ τὴν ἑσπέραν δὲν εἶχε δυνηθῆ νὰ φάγη τίποτε, μετὰ τὸν καφὲ ὀποῦ εἶχε πίει εἰς τὸ μαγειρεῖον. Ἐφύλαξε μόνον τὰ δίπυρα, τὰ ὁποῖα εἶχε λάβει ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς κόρης της, τῆς Δελχαρῶς. Ἔφαγεν, ἔπιε δροσερὸν νερόν, κ' ἔλαβεν μικρὰν ἀναψυχήν.

Ἐκείνην τὴν στιγμήν, ἀνέτελλεν ὁ ἥλιος. Ὁ δίσκος τοῦ ἐφάνη ν' ἀναδύεται ἀπὸ τὰ κύματα, ἀντικρύ, εἰς τὸ μακρινὸν πέλαγος, τοῦ ὁποίου μίαν λωρίδα ἔβλεπεν ἀπὸ τὴν κρύπτην της ἡ Χαδούλα. Τὰ ὄρνεα τοῦ βουνοῦ, τοῦ πετρώδους καὶ ἠχώδους, τὸ ὁποῖον ἠγείρετο ὄπισθέν της, ἔρρηξαν μακροὺς κρωγμούς, καὶ τὰ πουλάκια τῆς κοιλάδος, τῆς λόχμης, τοῦ μικροῦ δάσους, ἀφήκαν φαιδρὰς μελωδίας.

Μία ἀκτὶς θερμή, ἐρχομένη μακράν, ἀπὸ τὸ φλεγόμενον πέλαγος, διέσχιζε τὴν πυκνὴν φυλλάδα καὶ τὸν κισσὸν τὸν περισκέποντα τὸ ἄσυλον τῆς ταλαιπώρου γραίας, καὶ ἔκαμνε νὰ στίλβη ὡς πλῆθος μαργαρίτων ἡ δρόσος ἡ πρωινή, ἡ βρέχουσα τὸν πλούσιον σμαράγδινον πέπλον, κ' ἐφυγάδευεν ὅλον τὸ ρίγος τῆς ὑγρασίας, καὶ ὅλον τὸ κρύος τοῦ φόβου τοῦ πελιδνοῦ, φέρουσα πρόσκαιρον ἐλπίδα καὶ θάλπος.

Ἡ Γιαννοὺ ἔβγαλε τὸ χράμι τὸ μάλλινον, τὸ διπλωμένον εἰς πολλὰς πτυχᾶς, ἀπὸ τὸ καλάθι της, τὸ ἐξεδίπλωσεν, ἐτυλίχθη μ' αὐτό, κ' ἔκλινε τὴν κεφαλὴν πρὸς τὴν ρίζαν τοῦ γηραιοῦ πλατάνου. Ἀπεκοιμήθη.


Τῆς ἐφάνη εἰς τὸν ὕπνον της ὅτι ἤτον νέα ἀκόμα· ὅτι ὁ πατήρ της καὶ ἡ μάννα της τὴν ὑπάνδρευον, ὅπως τὴν εἶχαν ὑπανδρεύσει καὶ τὴν εἶχαν «νεκροβλοήσει» τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, καὶ τὴν ἐπροίκιζαν, δίδοντες αὐτὴ καὶ τὸν κῆπον τὸν πατρῶον, ὅπου αὐτὴ ἐσκάλιζε κ' ἐπότιζε τὰ κουκιὰ καὶ τὰ λάχανα, ὅταν ἤτον μικρή· καὶ ὁ πατήρ της τὴν ἐφίλευε τάχα, διὰ τὸν κόπον της καὶ τῆς ἔδιδε «τέσσερα κεφάλια», κεφάλια ἀπὸ λαχανίδες. Ἡ Χαδούλα μετὰ χαρὰς ἔλαβε τὰ τέσσερα φυτὰ εἰς τὰς χείρας, ἀλλ' ὅταν τὰ ἐκοίταξε, εἶδεν ὢ φρίκη! ὅτι ἦσαν τέσσαρα μικρὰ κεφάλια ἀνθρώπινα νεκρικά....

Ἀνεταράχθη, ἐσκίρτησεν, εἶπε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ!...» Πάλιν ἀπεκοιμήθη. Ὠνειρεύθη ὅτι ἡ μητέρα της τὴν συνελάμβανεν ἐπ' αὐτοφώρω ἐρευνώσαν νὰ εὔρη τὸ κομπόδεμα, κάτω εἰς τὸ ἰσόγειον, ἀνάμεσα εἰς τὰ βαρέλια καὶ τὰ πιθάρια καὶ τὸν σωρὸν τῶν καυσοξύλων· ὡς τὴν εἶδεν, ἐμειδίασε πικρῶς, τὸ σύνηθες μειδίαμά της, καὶ διὰ νὰ τὴν ἐβγάλη τάχα ἀπὸ τὸν κόπον, ἐπῆρε μοναχή της τὸ κομπόδεμα, ἔβγαλε καὶ τῆς ἐχάρισεν ἀπὸ τὰ τόσα τάλληρα, τὰ σκυλοδεμένα, τρία γερμανικὰ τάλληρα, τρεῖς ρηγίνες, ἀπ' ἐκείνας ποὺ εἶχαν καὶ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας ἐπάνω, μὲ τὴν ἐπιγραφὴν «Patrona Bavariae». Ἡ Φραγκογιαννού, μετὰ χαρὰς μεμειγμένης μ' ἐντροπήν, ἐπῆρε τὰ τρία νομίσματα ἀπὸ τὰ χέρια τῆς μητρός της, πλὴν ὅταν τὰ ἐκοίταξεν, εἶδεν ὅτι τὰ τρία ἐκεῖνα νομίσματα, μὲ τὰ πρόσωπα ποὺ ἔφερον ἐπάνω, ἦσαν τρία προσωπάκια, μικρά, πελιδνά, μὲ σβησμένα ματάκια... Ὤ! τρόμος! προσωπάκια μικρῶν κορασίδων!

Ἐξύπνησε περίτρομος, δυστυχής, φρενιασμένη. Ἤτον ἤδη μεσημβρία. Ὁ ἥλιος ἔκαιεν ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς τῆς ἄνωθεν τῆς κορυφῆς τοῦ δροσεροῦ πλατάνου. Μὲ ὅλον τὸ θάλπος τοῦ ἡλίου, καὶ τὴν φαιδρότητα τῆς ἡμέρας τῆς μαγιάτικης, ἡ ἐντύπωσις τοῦ ὀνείρου ἔμεινεν ἐπὶ μακρὸν εἰς τὸν νοῦν της. Τῆς ἐφαίνετο παράξενον μάλιστα πώς, ἐν ἡμέρᾳ, εἶδε τὰ ὄνειρα αὐτά. Ὁσάκις εἶχε κοιμηθῆ ἐν καιρῷ ἡμέρας, εἰς τὴν ζωήν της, δὲν ἐνθυμεῖτο ποτὲ νὰ εἶδεν ὄνειρον.

Ἔβρεξεν εἰς τὴν γούρναν δυὸ δίπυρα, τὰ ἀπέθηκεν ἐπὶ τῆς πέτρας τῆς πλακαρῆς παρὰ τὸ χεῖλος τοῦ λάκκου, καὶ τὰ ἐλησμόνησεν ἐκεῖ ἐπὶ μακρόν, ἐωσότου ἔλυωσαν ἀπὸ τὸ βρέξιμον κ' ἐσάπισαν. Μετὰ ὥραν, ἐγέμισε τὴν φούχταν της μὲ τὰ ψιχία, καὶ τὰ ἔφαγε.

Ὅταν ὁ ἥλιος ἐκρύβη εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βραχώδους βουνοῦ, κ' ἐσκίασεν ἡ κοιλάς, καὶ ἧτο δειλινὸν πλέον, ἐστενοχωρήθη καὶ προέκυψε τὴν κεφαλὴν ἔξω τῆς κρύπτης. Ἐκοίταξεν ἄνω καὶ κάτω, εἰς τὴν κοιλάδα τὴν κατάφυτον ἀπὸ ἐλαιώνας, ἀλλὰ ψυχὴ δὲν ἐφαίνετο. Τότε ἐσκέφθη νὰ πάρη τὸ καλάθι της καὶ τὸ ραβδί της, νὰ ἐξέλθη ἀπὸ τὴν μικρὰν κόγχην, ν' ἀναβῆ ἐπάνω εἰς τὴν λόχμην τὴν σύνδενδρον, καὶ νὰ πάρη σιγὰ τὸ ρέμα-ρέμα, καὶ ν' ἀρχίση πάλιν τὴν Παλαιὰν τῆς τέχνην, νὰ ψάχνη πρὸς ἀνεύρεσιν βοτάνων - τὰ ὁποῖα δὲν ἤξευρε πλέον εἰς τί θὰ τῆς ἐχρησίμευον, ἀφοῦ δὲν εἶχε πλέον εἰς τὸν κόσμον ἄλλο ἄσυλον, εἰμὴ τὴν εἰρκτὴν καὶ μόνην.

Ἀλλ' ὅμως ἔτρεφεν ἀόριστον ἐλπίδα, ὅτι θὰ εὕρισκεν ἴσως ξενίαν εἰς καμμίαν μάνδραν ἢ καλύβην βοσκοῦ, καὶ τότε τὰ βότανα θὰ τὰ ἐπρόσφερεν εἰς τὴν σύζυγον τοῦ φιλοξενοῦντος ὡς μικρὸν ἀντάλλαγμα. Τὸ περισσότερον ὅμως, θὰ τὸ ἔκαμνε διὰ νὰ περάση ἡ βαρεία ἀνία, ἥτις ἐβασάνιζε τὴν ψυχήν της.

Τὴν ὥρα ἐκείνην ἤκουσε μεμακρυσμένους κωδωνίσκους νὰ ἠχοῦν, καὶ συγχρόνως εἶδε μακρόθεν νὰ κατέρχεται ἕνα κοπάδι. Πάραυτα ἐσκέφθη, ὅτι, ἂν δὲν προλάβη εὐθὺς νὰ ἐξέλθη ἀπὸ τὴν μικρὰν χαράδραν, μετ' ὀλίγον ἡ κρύπτη της θ' ἀνακαλυφθῆ ἐξ ἅπαντος. Διότι, καὶ ἂν τὰ πολλὰ τῶν ἀρνίων ἢ τῶν ἐριφίων ἐσκορπίζοντο, κ' ἐπήγαινον νὰ πίωσιν εἰς τὸ μέγα ρεῦμα, τὸ ὁποῖον ἔρρεεν ἐπάνω μέχρι τῆς στέρνας, καὶ ὕστερον κάτω ἀπὸ τὸν νερόμυλον, μερικὰ ἐξ αὐτῶν βεβαίως θὰ κατήρχοντο εἰς τὸ μικρὸν ρεῦμα, τὸ γεῖτον τῆς γούρνας. Εἴτα τὰ ζῶα θὰ ἐσκιάζοντο, θὰ ἐξαφνίζοντο, θὰ ὠπισθοχώρουν πηδώντα, καὶ ὁ βοσκός, ὅστις καὶ ἂν ἧτο, θὰ τὴν ἀνεκάλυπτε, θὰ ἐπαραξενεύετο, καὶ ἴσως θὰ συνελάμβανεν ὑποψίας.

Τὸ καλύτερον ἄρα θὰ ἧτο ν' ἀντιμετωπίση μὲ τὴν ἄφευκτον προσποίησιν, μὲ τὸ ψεῦδος εἰς τὰ χείλη, τὴν παρουσίαν τοῦ βοσκοῦ. Ἄλλως ἧτο πολὺ πιθανόν, ὁ ἀγροδίαιτος ἐκεῖνος νὰ μὴν εἶχε πρὸ ἡμερῶν εἰδήσεις ἀπὸ τὴν πόλιν, καὶ νὰ μὴν ἐγνώριζε τίποτε περὶ τοῦ διωγμοῦ, τὸν ὁποῖον ὑπέφερεν ἡ Φραγκογιαννού.