Η Φόνισσα/Κεφάλαιο Ε

(Ανακατεύθυνση από Η Φόνισσα/Κεφάλαιο Ε')
Η Φόνισσα
Συγγραφέας:



Ἅμα ἀπῆλθεν ἡ Ἀμέρσα, ἡ Φραγκογιαννού, ζαρωμένη πλησίον τῆς γωνίας, μεταξὺ τῆς ἑστίας καὶ τοῦ λίκνου, ἔχασεν ἐκ νέου τὸν ὕπνον της, καὶ ἤρχισε νὰ συνεχίζη τοὺς πικροὺς καὶ πόρρω πλανωμένους διαλογισμούς της. Ὅταν λοιπὸν ἐξενιτεύθησαν εἰς τὴν Ἀμερικὴν οἱ δυὸ μεγαλύτεροι υἱοί, καὶ ἡ Δελχαρῶ ἐμεγάλωσεν, ἀνάγκη ἧτο αὐτὴ ἡ μήτηρ νὰ φροντίση διὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῆς κόρης, καθότι ὁ γέρων, ὁ «Λογαριασμός», δὲν διέπρεπεν ἐπὶ δραστηριότητι. Λοιπὸν ἠξεύρει ὅλος ὁ κόσμος τί σημαίνει μία μήτηρ νὰ εἶναι συγχρόνως καὶ πατὴρ διὰ τὰς κόρας της, καὶ νὰ μὴν εἶναι τουλάχιστον μήτε χήρα. Ὀφείλει ἡ ἰδία καὶ νὰ ὑπανδρεύση καὶ νὰ προικίση καὶ προξενήτρια καὶ πανδρολόγισσα νὰ γίνη. Ὡς ἀνὴρ ὀφείλει νὰ δώση οἰκίαν, ἄμπελον, ἀγρόν, ἐλαιώνα, νὰ δανεισθῆ μετρητά, νὰ τρέξη εἰς τοῦ συμβολαιογράφου, νὰ ὑποθήκευση. Ὡς γυνή, πρέπει νὰ κατασκευάση ἢ νὰ προμηθευθῆ «προίκα», τουτέστι παράφερνα, ἤτοι σινδόνας, χιτώνια κεντητά, μεταξωτᾶς ἐσθήτας μὲ χρυσοΰφαντα ποδογύρια. Ὡς προξενήτρια πρέπει ν' ἀνιχνεύση γαμβρόν, νὰ τὸν κυνηγήση, νὰ τὸν ἀλιεύση, νὰ τὸν ζωγρήση. Καὶ ὁποῖον γαμβρόν!

Ἕνα ὠσὰν τὸν Κωνσταντήν, ὅστις ἐρρογχάλιζε τώρα, πέραν τοῦ μεσοτοίχου, εἰς τὸν πλαγινὸν θαλαμίσκον, ἄνθρωπον σπανόν, «ἀΐσκιωτον», ἄγαρμπον. Καὶ ὁ τοιοῦτος νὰ ἔχη «καπρίτσια», ἀπαιτήσεις, πείσματα· σήμερον νὰ ζητῆ τοῦτο καὶ αὔριον ἐκεῖνο· τὴν μίαν ἡμέραν νὰ ζητῆ τόσα, τὴν ἄλλην περισσότερα καὶ συχνὰ «νὰ τὸν βάζουν στὰ λόγια» ἄλλοι ἰδιοτελεῖς ἢ φθονεροί, ν' ἀκούη ἐντεῦθεν κ' ἐκεῖθεν διαβολάς, ραδιουργίας, «μαναφούκια» καὶ νὰ μὴ θέλη «νὰ ταιριασθῆ». Καὶ νὰ ἐγκαθίσταται μετὰ τὸν ἀρραβώνα στῆς πενθερὰς τὸ σπίτι, καὶ νὰ «σκαρώνη» ἔξαφνα «πρωιμάδι». Κι ὅλον τὸν καιρὸν «κόττα-πίττα».

Κι αὐτὸν τὸν γαμβρόν, μὲ μυρίους κόπους, μὲ ἀνεκδιήγητα βάσανα, μόλις, μετὰ πολὺν καιρόν, νὰ τὸν πείθη τις νὰ στεφανωθῆ ἐπὶ τέλους. Κ' ἡ νύφη νὰ καμαρώνη, φέρουσα στολισμὸν πολυτελή, καρπὸν πολλῆς νηστείας καὶ οἰκονομίας, κ' ἡ νύφη νὰ μὴν ἔχη πλέον μέση, διὰ ν' ἀναδεικνύεταί το πάλαι λιγυρὸν ἀνάστημά της.

Καὶ τρεῖς μήνας μετὰ τὸν γάμον νὰ γεννᾶ κόρην - μετὰ τρία ἀκόμη ἔτη ἕναν υἱὸν - μετὰ δυὸ ἔτη πάλιν κόρην - αὐτὴν τὴν νεογέννητον, χάριν τῆς ὁποίας ἠγρύπνει τώρα τόσας νύκτας ἡ γηραιὰ μάμμη.

Καὶ δι' ὄλ' αὐτὰ τὰ θυγάτρια νὰ μέλλη νὰ ὑποφέρη ἡ μήτηρ τῶν τόσα - κι ἄλλα τόσα - κι ἄλλα τόσα, ἀπὸ ὅσα ἔχει ὑποφέρει ἡ μάννα τῆς δι' αὐτήν.

Ἔμεινεν ἡ καημένη, ἡ ἀνδροκόρη, ἡ Ἀμέρσα, ἀνύπανδρη (ἂς ἔχη τὴν εὐχήν της). Εἶδε τὴν γλύκα. Τῷ ὄντι, φρόνιμη νέα. Τί θ' ἀπήλαυεν ἀπὸ τὰ βάσανα τοῦ κόσμου; Καὶ οὔτ' ἐζήλευε κᾶν! Τί νὰ ζηλέψη; Ἔβλεπε τὴν μεγάλην ἀδελφήν της καὶ τὴν ἐλυπεῖτο - τὴν ἐκαίετο.

Ὅσον διὰ τὴν μικράν, τὴν Κρινιῶ, ἄμποτε κι αὐτὴν ὁ Θεὸς νὰ τὴν φωτίση! Ὅπως καὶ ἂν ἔχη, ἡ μάννα της δὲν ἔχει σκοπὸν - δὲν βαστὰ πλέον, δὲν ἀντέχει - νὰ ὑποφέρη διὰ νὰ τὴν ὑπανδρεύση καὶ τὸ πολλοστημόριον ὅσων διὰ τὴν μεγάλην ἀδελφὴν τῆς ὑπέφερε. Ἀλλά σας ἐρωτῶ, ἔπρεπε πράγματι νὰ γεννῶνται τόσα κοράσια; Καὶ ἂν γεννῶνται, ἀξίζει τὸν κόπον ν' ἀνατρέφωνται; «Δὲν εἶναι», ἔλεγεν ἡ Φραγκογιαννού, «δὲν εἶναι χάρος, δὲν εἶναι βράχος;» Καλύτερα «νὰ μὴ σώνουν νὰ πᾶνε παραπάνω». «Σᾶ σ' ἀκούω γειτόνισσα!»

Μεγάλην καὶ ἱερὰν ἀνακούφισιν ἠσθάνετο ἡ πολυπαθῆς γυνή, ὅταν συνέβαινε, μετὰ τῆς μικρᾶς πομπῆς τοῦ ἱερέως, προπορευομένου τοῦ Σταυροῦ, ν' ἀκολουθῆ βαστάζουσα εἰς τὰς χείρας της ἡ ἰδία, ὡς φιλεύσπλαγχνος καὶ συμπονετικὴ ὀποῦ ἤτον, τὸ ἐν εἴδει λίκνου μικρὸν φέρετρον. Προέπεμπε τὸ θυγάτριον μιᾶς γειτόνισσας, ἢ μακρινῆς συγγενοῦς, μέχρι τοῦ τάφου. Δὲν ἠμποροῦσε νὰ καταλαμβάνη τί ἐμορμύριζεν ὁ ἱερεὺς μασῶν τὰς λέξεις μὲ τοὺς ὀδόντας του. «Οὐδὲν ἐστι πατρὸς συμπαθέστερον, οὐδὲν ἐστι μητρὸς ἀθλιώτερον... Πολλάκις γὰρ τοῦ μνήματος ἔμπροσθεν τοὺς μαστοὺς συγκροτούσι καὶ λέγουσιν· Ὢ υἱέ μου καὶ τέκνον γλυκύτατον, οὐκ ἀκούεις μητρός σου τί φθέγγεται; Ἰδοὺ καὶ ἡ γαστὴρ ἡ βαστάσασα σέ. Ἵνα τί οὐ λαλεῖς ὡς ἐλάλεις ἠμίν. Ἀλληλούια!» Καὶ πάλιν. «Ὢ τέκνον, τὶς ποτὲ μὴ θρηνήσει βλέπων σου τὸ ἐμφανές, πρόσωπον εὐμάραντον, τὸ πρὶν ὡς ρόδον τερπνόν!»

Ἀλλὰ μεγάλως εὐφραίνετο ὅταν ἡ μικρὰ πομπή, μετὰ δέκα λεπτῶν τῆς ὥρας δρόμον ἔφθανεν εἰς τὰ «Μνημούρια». Ὡραία ἐξοχή, παντοτινὴ ἄνοιξις, θάλλουσα βλάστη, ἀγριολούλουδα, ἐμύριζε κῆπος. Ἰδοὺ ὁ περίβολος τῶν νεκρῶν! Ὤ! ὁ Παράδεισος, ἀπ' αὐτὸν τὸν κόσμον ἤδη, ἤνοιγε τὰς πύλας διὰ νὰ δεχθῆ τὸ μικρὸν ἄκακον πλάσμα, τὸ ὁποῖον ηὐτύχησε νὰ λύτρωση τοὺς γονεῖς του ἀπὸ τόσα βάσανα. Χαρῆτε, ἀγγελούδια, ποὺ πετᾶτε γύρω-τριγύρω μὲ τὰ φτερά σας τὰ χρυσόλευκα, καὶ σεῖς, ψυχαὶ τῶν Ἁγίων, ὑποδεχθῆτε το!

Ὅταν ἐπέστρεφεν εἰς τὴν νεκρώσιμον οἰκίαν ἡ γραία Χαδούλα, διὰ νὰ παρευρεθῆ τὴν ἑσπέραν εἰς τὴν παρηγορίαν, -παρηγορίαν καμμίαν δὲν εὕρισκε νὰ εἴπη, μόνον ἧτο χαρωπὴ ὅλη κ' ἐμακάριζεν τὸ ἀθῶον βρέφος καὶ τοὺς γονεῖς του. Καὶ ἡ λύπη ἧτο χαρά, καὶ ἡ θανῆ ἧτο ζωή, καὶ ὅλα ἦσαν ἄλλα ἐξ ἄλλων.

Ἅ! ἰδού... Κανὲν πράγμα δὲν εἶναι ἀκριβῶς ὅ,τι φαίνεται, ἀλλὰ πᾶν ἄλλο - μᾶλλον τὸ ἐναντίον.

Ἀφοῦ ἡ λύπη εἶναι χαρά, καὶ ὁ θάνατος εἶναι ζωὴ καὶ ἀνάστασις, τότε καὶ ἡ συμφορὰ εὐτυχία εἶναι καὶ ἡ νόσος ὑγίεια. Ἄρα ὅλαι αἱ μάστιγες ἐκεῖνες, αἱ κατὰ τὸ φαινόμενον τόσον ἄσχημοι, ὅσαι θερίζουν τὰ ἄωρα βρέφη, ἡ εὐλογιὰ κ' ἡ ὀστρακιὰ κ' ἡ διφθερίτις, καὶ ἄλλαι νόσοι, δὲν εἶναι μᾶλλον εὐτυχήματα, δὲν εἶναι θωπεύματα καὶ πλήγματα τῶν πτερῶν τῶν μικρῶν Ἀγγέλων, οἵτινες χαίρουν εἰς τοὺς οὐρανοὺς ὅταν ὑποδέχωνται τὰς ψυχὰς τῶν νηπίων; Καὶ ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ἐν τῇ τυφλώσει μας, νομίζομεν ταῦτα ὡς δυστυχήματα, ὡς πληγάς, ὡς κακὸν πράγμα.

Καὶ χάνουν τὸν νοῦν των οἱ ταλαίπωροι γονεῖς, καὶ πληρώνουν τόσον ἀκριβὰ τοὺς ἠμιαγύρτας ἰατροὺς καὶ τὰ τριωβολιμαία φάρμακα, διὰ νὰ σώσουν τὸ παιδί τους. Δὲν ὑποπτεύονται ὅτι, ὅταν νομίζουν ὅτι «σώζουν», τότε πράγματι «χάνουν» τὸ τεκνίον. Καὶ ὁ Χριστὸς εἶπεν, ὅπως εἶχεν ἀκούσει ἡ Φραγκογιαννοὺ νὰ τῆς ἐξηγῆ ὁ πνευματικός της, ὅτι ὅποιος ἀγαπᾶ τὴν ψυχήν του, θὰ τὴν χάση, κι ὅποιος μισεῖ τὴν ψυχήν του, εἰς ζωὴν αἰώνιον θὰ τὴν φύλαξη.

Δὲν ἔπρεπε τῷ ὄντι, ἂν δὲν ἦσαν τυφλοὶ οἱ ἄνθρωποι, νὰ βοηθοῦν τὴν μάστιγα, τὴν διὰ πτερῶν Ἀγγέλων πλήττουσαν, ἀντὶ νὰ ζητοῦν νὰ τὴν ἐξορκίσουν; Ἀλλ' ἰδού, τ' Ἀγγελούδια δὲν μεροληπτοῦν οὔτε χαρίζονται, καὶ παίρνουν ἀδιακρίτως εἰς τὸν Παράδεισον ἀγόρια καὶ κοράσια. Περισσότερα μάλιστα ἀγόρια -πόσα χαδευμένα καὶ μοναχογέννητα!- ἀποθνήσκουν ἄωρα. Τὰ κορίτσια εἴν' ἐφτάψυχα, ἐφρόνει ἡ γραία. Δυσκόλως ἀρρωστοῦν καὶ σπανίως ἀποθνήσκουν. Δὲν ἔπρεπεν ἡμεῖς ὡς καλοὶ χριστιανοί, νὰ βοηθῶμεν τὸ ἔργον τῶν Ἀγγέλων; Ὤ, πόσα ἀγόρια, καὶ ἀρχοντόπουλα μάλιστα, ἁρπάζονται ἄωρα. Ἀκόμη καὶ τ' ἀρχοντοκόριτσα εὐκολώτερον ἀποθνήσκουν -ἂν καὶ τόσον σπάνια μεταξὺ τοῦ φύλου- πάρ' ὅσον τὰ ἀπειράριθμα θηλυκὰ τῆς φτωχολογιᾶς. Τὰ κορίτσια τῆς τάξεως ταύτης εἶναι τὰ μόνα ἐφτάψυχα! Φαίνονται ὡς νὰ πληθύνωνται ἐπίτηδες, διὰ νὰ κολάζουν τοὺς γονεῖς των, ἀπ' αὐτὸν τὸν κόσμον ἤδη. Ἅ! ὅσον τὸ συλλογίζεται κανείς, «ψηλώνει ὁ νοῦς του»!

* * *

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ἄρχισε τὸ θυγάτριον νὰ βήχη καὶ νὰ κλαυθμυρίζη. Ἡ γραία ἀφοῦ εἶχε συλλογισθῆ ὅλα τ' ἀνωτέρω, ὅσον καὶ ἂν εἶχεν ἐξαφθῆ ἀπὸ τὰ κύματα τῶν ἀναμνήσεων, ἠσθάνθη αἴφνης ζάλην, ἀπὸ τὸν σάλον οἰονεῖ καὶ τὴν ναυτίαν τῆς ζωῆς της καὶ ἄρχισε νὰ ναρκώνεται, κ' ἐνύσταζεν ἀκρατήτως.

Τὸ μικρὸν κοράσιον ἔβηχε κ' ἔκλαιε κ' ἐθορύβει «ὡς νὰ ἤτον μεγάλος ἄνθρωπος». Ἡ μάμμη τοῦ ἐσκίρτησεν, ἐστράφη, κ' ἔχανε πάλιν τὸν ὕπνον της.

Ἡ λεχώνα ἐκοιμάτο βαθέως, καὶ οὔτε ἤκουσε τὸν βήχα καὶ τὰ κλαύματα.

Ἡ γραία ἤνοιξε βλοσυρὰ ὄμματα, κ' ἔκαμε χειρονομίαν ἀνυπομονησίας καὶ ἀπειλῆς.

- Ἕ! θὰ σκάσης; εἶπε.

Τῆς Φραγκογιαννοὺς ἄρχισε πράγματι «νὰ ψηλώνη ὁ νοῦς της». Εἶχε «παραλογίσει» ἐπὶ τέλους. Ἑπόμενον ἧτο, διότι εἶχεν ἐξαρθῆ εἰς ἀνώτερα ζητήματα. Ἔκλινεν ἐπὶ τοῦ λίκνου. Ἔχωσε τοὺς δυὸ μακρούς, σκληροὺς δακτύλους μέσα εἰς τὸ στόμα τοῦ μικροῦ, διὰ νὰ «τὸ σκάση».

Ἤξευρον ὅτι δὲν ἧτο τόσον συνήθεια «νὰ σκάζουν» τα πολὺ μικρὰ παιδία. Ἀλλ' εἶχε «παραλογίσει» πλέον. Δὲν ἐνόει καλὰ τί ἔκαμνε, καὶ δὲν ὡμολόγει εἰς ἑαυτὴν τί ἤθελε νὰ κάμη.

Καὶ παρέτεινε τὸ σκάσιμον ἐπὶ μακρόν· εἴτα ἐξάγουσα τοὺς δακτύλους της ἀπὸ τὸ μικρὸν τοῦ ὁποίου εἶχε κοπῆ ἡ ἀναπνοή, ἔδραξεν ἔξωθεν τὸν λαιμὸν τοῦ βρέφους, καὶ τὸν ἔσφιγξεν ἐπ' ὀλίγα δευτερόλεπτα.

Αὐτὸ ἧτο ὅλον.

Ἡ Φραγκογιαννοὺ δὲν εἶχεν ἐνθυμηθῆ τὴν στιγμὴν ἐκείνη τὸ ὄνειρον τῆς Ἀμέρσας, τὸ ὁποῖον αὔτη ἐλθοῦσα πρὸ μιᾶς ὥρας, μεταξὺ τοῦ δευτέρου καὶ τοῦ τρίτου λαλήματος τοῦ πετεινοῦ, εἶχε διηγηθῆ εἰς τὴν μητέρα της!

Εἶχε «ψηλώσει» ὁ νοῦς της!