Η Φυγή
Ἡ Φυγή Συγγραφέας: |
«Τ᾿ ἄλογο! τ᾿ ἄλογο! Ὁμὲρ Βριόνη,
τὸ Σούλι ἐχούμησε καὶ μᾶς πλακώνει.
Τ᾿ ἄλογο! τ᾿ ἄλογο! ἀκοῦς, σουρίζουν
ζεστὰ τὰ βόλια τους, μᾶς φοβερίζουν.
»Γιὰ ἰδές, σὰ δαίμονες μᾶς πελεκᾶνε!
Κάτου ἀπ᾿ τὸ βράχο τους πῶς ροβολᾶνε!
Δὲς τὰ κεφάλια μας, δὲς τὰ κουφάρια
κυλᾶνε ἀνάκατα σὰν νά ῾ν᾿ λιθάρια.
»Τ᾿ ἄλογο! τ᾿ ἄλογο! Ἀκοῦς πῶς σκούζουν!
Οἱ λύκοι φθάσανε, ρυάζονται, γρούζουν.
Ἄνοιξ᾿ ἡ κόλαση καὶ μοῦ ξερνάει
τὸν μαῦρον κόσμο της γιὰ νὰ μὲ φάει.
»Βριόνη, πρόφθασε· ἀκόμη ὀλίγο,
κι ἀπὸ τὰ νύχια τους δὲ θὰ ξεφύγω.
Τ᾿ ἄλογο!... Γνώρισα τὴ φουστανέλα
τοῦ ἐχθροῦ μου τ᾿ ἄσπονδου Λάμπρου Τζαβέλα.
»Δὲν τόνε βλέπετε, σὰ Χάρος φθάνει
ψηλ᾿ ἀνεμίζοντας τὸ γιαταγάνι.
Νιώθω τὸ χέρι του μὲς στὴν καρδιά,
ποὺ πάει σπαράζοντας τὰ σωθικά.
»Ἀνεμοστρόβιλος, θεοποντή,
ὅλα σὰ σίφουνας θὰ καταπιεῖ.
Τὸ μάτι ἐπάνω μου ἄγρια στυλώνει,
μαχαίρι δίκοπο μέσα μου χώνει.
»Κρύο τὸ σίδερο χωνεύει, σφάζει.
Ἀκοῦτε, ἀκοῦτε τον πῶς μοῦ φωνάζει.
Νιώθω τὸ χνότο του φωτιὰ ζεστό,
πὄρχετ᾿ ἐπάνω μου σὰ νά ῾ναι φιό.
»Τ᾿ ἄλογο! τ᾿ ἄλογο, Ὀμὲρ Βριόνη.
Ὁ ἥλιος ἔπεσε, νύχτα σιμώνει...
Ἄστρα, λυτρῶστε με· αὐτὴ τὴ χάρη
ζητάει ὁ Ἀλήπασας, πιστὸ φεγγάρι.»
Ἐμπρός του στέκεται καμαρωμένο,
μαῦρο σὰν κόρακας, χρυσὰ ντυμένο,
ἄτι ἀξετίμωτο, φλόγα, φωτιά,
καθάριο ἀράπικο, τὸ λὲν Βοριά.
Χτυπάει τὸ πόδι του, σκάφτει τὸ χῶμα,
δαγκάει τὸ σίδερο πὄχει στὸ στόμα.
Ρουθούνια διάπλατα καὶ τεντωμένα
ἀχνίζουν κόκκινα σὰν ματωμένα.
Ἀκούει τὸν πόλεμο καὶ χλιμιτάει.
Τ᾿ αὐτιά του τέντωσε, ἄγρια τηράει.
Ὁλόρθ᾿ ἡ χήτη του, ὁλόρθ᾿ ἡ ὁρά,
λυγάει τὸ σῶμα του σὰν τὴν ὀχιά.
Σκώνεται λαίμαργο στὰ πισινά του.
Λάμπουν τὰ νύχια του, τὰ πέταλά του.
Λὲς καὶ δὲν ἔγγιζε κάτου στὴ γῆ...
Κρῖμα ποὺ τό ῾θελαν γιὰ τὴ φυγή!...
Ὁ Λάμπρος τό ῾βλεπε κι ἀπὸ τὴ ζήλεια
κρυφ᾿ ἀναστέναξε, δαγκάει τὰ χείλια:
«Ἄτι περήφανο, νὰ σ᾿ εἶχα ἐγώ,
μέσα στὰ Γιάννινα ἤθελα μπῶ».
Ὡστόσ᾿ ὁ Ἀλήπασας, ἀπὸ τὸν τρόμο,
τὰ χήτη του ἅρπαξε, πετάει στὸν ὦμο...
Σὰ βόλι γλήγορο, σὰν ἀστραπή,
τὸ ἄτι χάθηκε μὲ τὸν Ἀλή.
Φεύγουνε, φεύγουνε! Δίκαιη κατάρα!
Τοὺς ἐκυνήγαε ἀχνὴ τρομάρα·
νύχτα κατάμαυρη καὶ συγνεφιὰ
γύρω τους στέκονται γιὰ συντροφιά.
Λόγκους περάσανε, χαντάκια μύρια.
Αἵματα στάζουνε τὰ φτερνιστήρια·
ἀφροὺς σὰ θάλασσα τ᾿ ἄλογο χύνει,
σκιάζεται ὁ Ἀλήπασας, καιρὸ δὲ δίνει.
Καθὼς διαβαίνουνε, τρίζει ἕνα ξύλο,
φυσάει ὁ ἄνεμος, πέφτει ἕνα φύλλο,
πουλάκι ἐπέταξε, φεύγει ζαρκάδι,
νεράκι πὄτρεχε μὲς στὸ λαγκάδι·
ὅλα ὁ Ἀλήπασας, ὅλα τρομάζει,
κρύος ὁ ἵδρωτας βρύση τοῦ στάζει.
Τ᾿ ἄλογο αὐτιάζεται, δὲν ἀνασαίνει,
τὰ πόδια ἐστύλωσε, λύκος διαβαίνει,
καὶ κειὸς τὰ δάχτυλα σφίγγει στὴ σέλα,
τὰ μάτια του ἔβλεπαν παντοῦ Τζαβέλα.
Παντοῦ τοῦ φαίνονται πὼς εἶν᾿ κρυμμένα
σπαθιὰ ποὺ λάμπανε ξεγυμνωμένα.
Μακριὰ τὰ γένια του, ἄσπρα σὰ χιόνι,
τὰ παίρνει ὁ ἄνεμος, σκόρπια τ᾿ ἁπλώνει
ἐμπρὸς στὸ στόμα του καὶ στὸ λαιμό,
λὲς καὶ τὸν ἔχουνε γιὰ πινιμό.
Καθὼς τὰ κύματα μὲ τὴ νοτιὰ
τὴ νύχτα χάνονται στὴ σκοτεινιά,
καὶ δὲν χωρίζουνε παρὰ οἱ ἀφροί των
ψηλὰ ποὺ ἀσπρίζουνε στὴν κορυφή των,
ἔτσι καὶ τ᾿ ἄλογο κεῖνο τὸ βράδυ
σὰν κῦμα διάβαινε μὲς στὸ σκοτάδι,
κῦμα ὁλοφούσκωτο καὶ σκοτεινό,
πὄχει τ᾿ Ἀλήπασα τὰ γένια ἀφρό.
Φεύγουνε, φεύγουνε! Πάντα τρεχάτοι.
Φθάνει, κ᾿ ἐδείλιασε τὸ μαῦρο τ᾿ ἄτι,
φθάνει, καὶ τρέμουνε τὰ γόνατά του·
ἀκοῦς πῶς βράζουνε τὰ σωθικά του!
Λυσσάει ὁ Ἀλήπασας καὶ βλαστημᾷ.
Τὸ φτερνιστήρι του χώνει βαθιά.
Τὸ ἄτι φούσκωσε, βαριὰ μουγκρίζει,
δίνει ἕνα πήδημα καὶ γονατίζει.
Ἡ καρδιὰ μέσα του χτυπάει σφυρί,
τ᾿ αὐτιά του γέρνουνε, πέφτει στὴ γῆ.
Σπαράζει, ἀνδρειεύεται καὶ ροχαλιάζει,
ἀπ᾿ τὰ ρουθούνια του τὸ αἷμα στάζει.
K᾿ ἐκεῖ ποὺ τ᾿ ἄλογο ψυχομαχάει,
βουβὸς στὴ λύσσα του ὁ Ἀλῆς τηράει,
τηράει ἀνήσυχος, ἀχνός, νὰ ἰδεῖ.
Τ᾿ αὐτιά του ἐτέντωσε ν᾿ ἀκουρμαστεῖ.
Ἀκόμα σκιάζεται τοῦ ἐχθροῦ τὰ βόλια,
καὶ ἁρπάζει τρέμοντας τὰ δυὸ πιστόλια.
Τ᾿ ἄτι τὸ δύστυχο δίπλα στὸ χῶμα
χτυπιέται, δέρνεται, βογκάει ἀκόμα,
καὶ δὲν τὸν ἄφηνε καλὰ ν᾿ ἀκούσει
ἂν κεῖν᾿ οἱ δαίμονες τὸν κυνηγοῦσι.
Ἄφριασ᾿ ὁ Ἀλήπασας, καίετ᾿, ἀνάφτει,
τὰ βόλια τὄφτεψε μὲς στὸ ριζαύτι.
Τ᾿ ἄτι ἐταράχτηκε σὰν τὸ στοιχειὸ
καὶ μ᾿ ἕνα μούγκρισμα μένει νεκρό.
Τὸ μάτι ἀκίνητο καὶ καρφωμένο
ἔμειν᾿ ἐπάνω του θολό, σβημένο.
Ἀκούει πατήματα, φωνὲς πολλές...
Ἄχ, τὸν ἐπρόδωκαν οἱ πιστολιές!
Σιμώνει ὁ θόρυβος, τὸ αἷμα του πήζει,
ἔπιασε τ᾿ ἄλογο γιὰ μετερίζι.
Γιομίζει τ᾿ ἅρματα, καὶ στὸ μαχαίρι
σιγὰ καὶ τρέμοντας ρίχνει τὸ χέρι.
Ἀκούει ποὺ φώναζαν «Βιζίρη Ἀλῆ».
K᾿ ἐκεῖνος ἕλιωνε σὰν τὸ κερί.
Πάλε φωνάζουνε! Κάθε φορὰ
ἀκούετ᾿ ὁ θόρυβος πλέον σιμά.
Τὸ μάτι ὁλάνοιχτο ὁ Ἀλῆς καρφώνει:
«Βοήθα με,» φώναξε, «Ὁμὲρ Βριόνη!»
Ἔτσι ὁ Ἀλήπασας κυνηγημένος
μπαίνει στὰ Γιάννινα σὰν πεθαμένος.
Ὅσο κι ἂν ἔζησεν, ἡ φουστανέλα
τοῦ Λάμπρου τὄστεκε στὰ μάτια φέλα.