Η Τρίχα
Συγγραφέας:
Μέρος Δ'


  Ι
Στὴ ζέστη ὁ φλάρης τοῦ χοροῦ μία ματιὰ μοῦ ρίχνει
κι' ἔπειτα εἰς τὸ πάτωμα κάτι τάχα μοῦ δείχνει
κι' ἐγὼ ποὺ λέω πὼς μὲ καλεῖ στὸ ζύγιασμα μὲ βάλῃ
μέσα ἡ ψυχή μου ἐθύμωσε, σέρνω φωνὴ μεγάλη
καὶ βρίσκομ' ἔξυπνος γυμνός, ἔξω ἀπὸ τὸ κλινάρι
καὶ μὲ τὰ χέρια ποὺ ἔτρεμαν στὸ λάρυγγα τοῦ φλάρη.
Ἀκίνητος, ἀμίλητος, στὸν τόπο του στημένος
δὲν εἶν' τὰ ζύγη πλέον ἐκεῖ, δὲν εἶν' ὁ ζυγιασμένος.
Ἔμεινα, ἐστέναξα βαριά, τὸ πᾶν ἐσιωποῦσε·
μέσ' στὴν αὐλή μου ὁ κόκορας βραχνόφωνα λαλοῦσε.
χτυπῶ τὸ μέτωπο, ἐδῶ μοῦ 'πρεπε μὲ τσ' ἀμάδες
ξανοίγω κάτου τὰ μαλλιά! τὲς τρίχες τὲς γραφάδες.
Τ' ὄνειρο πρῶτα ἐπίστευα καὶ τώρα δὲν πιστεύω·
τρίβω τὰ μάτια, τὰ θωρῶ, τὰ πιάνω, πασπατεύω.
(Κι' ὅμως τὸ πρᾶμα εἶν' ἔτσι «ἔτσ' εἶναι ὁ ἄνθρωπος»)
τὰ σήκωσα ὅλα + + όμου
τὰ κοίταξα καλὰ καλὰ κι' ἔκανα τὸ σταυρό μου.
Τὰ συμμαζώνω κι' ἔπειτα ποὺ ἡ κυρὰ πὼς γράφει
κοντὰ στὸ φλάρη τὰ 'βαλα ποὺ ἐμύριζε ἀπὸ δειάφη.
Κι' ὅποιος τολμήσῃ νὰ μοῦ πῇ «Λὲς ψέματα», τὸν κράζω
ὀμπρὸς εἰς τὸ κριτήριο κι' ὅλα τὰ παρεσιάζω.

  ΙΙ
Γιὰ τς ἄλλες δυὸ χαλκαϊκὲς λέξεις μπορ' ἄρθῃ ἠ ὥρα·
"τρίχα κρέμεται ἀπὸ μέ, ὡς τόσο Θέκελ τώρα.

  ΙΙΙ
Ὀνειρατάκι μου καλό, εἰς ὅσους σ' ἀπαντήσουν
νὰ πῇς πὼς τοὺς παρακαλῶ νὰ μὴ σὲ τραγουδήσουν.