Η Τρίχα
Συγγραφέας:
Μέρος Β'


  Ι
Τὴν ὥρα ποὺ ὁ πόντικας βγαίνει καὶ περπατάει
καὶ βρίσκει τὴν ξυλόγαττα καὶ μέσα ξάφνου πάει
—λέω γιὰ τὴ νύχτα ἐπειδὴ σώζονται κι' ἀπὸ κεῖνα
ποὺ πλατειὰ μέρα σπρώχνει τα ἀπελπισμὸς καὶ πεῖνα—
ἔβλεπα μέσ' τὴ σιωπὴ τὸ φλάρη τὸ μικρούλη
ποὺ σημαδεύει τὸν καιρὸ τὸ χάρτινο καβούλι
καὶ βγαίνει ἕνα ψιθύρισμα καὶ καπνισμένη ζέστη·
σὰν ὅταν χύνουν κρύο νερὸ εὶς τὸν ἁψὸν ἀσβέστη.
Ὀμπρός του βρίσκεται ἕνας ωιὸς μὲ γλυκάδα περίσσια·
ψηλὸ ταβλί, μικρὸς ὁ νιὸς κι' ἔρχεται ὁ φλάρης ἴσια,
κι' ὦ θᾶμα! ἀνεῖ τὰ μάτια του, τοῦ τρέμουν τὰ γενάκια
κι' ἀστράψαν στὸ χαμόγελο τὰ μαργαριταράκια·
καὶ μισοκλεῖ τὰ βλέφαρα καὶ τὸ παιδὶ κοιτάει
καὶ ξεροβήχει τρεῖς φορὲς καὶ τέλος ἀρχινάει
—Καλό, παιδί μου, εἶναι κανεὶς νὰ σκάφτῃ τὸ μνημούρι
καὶ νὰ χτυπάῃ τὰ κόκκαλα στοῦ ζωντανοῦ τὴ μούρη!

  ΙΙ
Τὰ μάτια ὑψώνει καὶ καλὰ εἰρωνικὰ κοιτάει,
σφυρίζει ὡσὰν τὸν ἄνθρωπο ποὺ καβουρολογάει.

  ΙΙΙ
Ἄρχισε λέγω νὰ φανῇ μιὰ + γυναῖκες
κι' ἦταν ἡ μάννα τοῦ παιδιοῦ μὲ + +
ξέπλεκη καὶ μισόξυπνη + + ἡ θωριά της
εἶχε στὸ στόμα της ἀφρὸ κι' ἐτρέμαν τὰ βυζιά της.

  IV
Ὡς καθὼς κάνει ἡ μαϊμοῦ ποὺ σέρνουνε δεμένη
νὰ πάῃ νὰ ἰδῇ καὶ νὰ χαρῇ ὁ κόσμος τὴν παρμένη.

  V
—Κυρά, συμπάθησε ἂν ἐγὼ χωρὶς τὸ θέλημά σου
ἐξάφνιασα τὸν Ἔρωτα μέσα στὴν ἀγκαλιά σου.

  VI
Τὴν ἐφοβήθηκα πολὺ κι' ἐμπῆκε σ' ὑποψία
ὁποὺ σκυλὶ τὴ δάγκασε ὁπού 'χε ὑδροφοβία.

  VII
Σέρνει ἄλλη μιὰ σφυρηματιὰ κι' ὁ κόσμος κυματίζει
καὶ τ' ἄστρα σκοτεινιάζουνε κι' ἡ θάλασσα μουγκρίζει.
Κι' ἰδοὺ ὀμπρός της ἕνας νιὸς σὰν πὄχουνε συνήθεια
οἱ πελαγήσιοι νὰ κεντοῦν στὰ χέρια καὶ στὰ στήθια
εἰκόνες ὁποὺ κάνουνε γιὰ ξόρεξι ἢ γιὰ τάμα
καὶ τοῦ κρεμιόταν στὸ λαιμὸ δυὸ τρεῖς μηνῶνε πρᾶμα.
Κάτι γραφὲς ἐτίναξε στοῦ φλάρη τὰ ποδάρια
καὶ ἔτρεμε τὸ δύστυχο σὰν τρέμουν τὰ κλωνάρια.

  VIII
Κι' αὐτὸς τὰ πῆρε, τ' ἂπλωσε κι' ὁ νιὸς ξανοίγει ἐμπρός του
κάτι γραφὲς ἐρωτικὲς πού 'τανε τῆς μητρός του.

  IX
Σέρνει ἡ γυναῖκα μιὰ φωνὴ ψιλὴ καὶ τρομασμένη
κι' ἐφάνηκε στὸ πρόσωπο σὰν νά 'ταν κολασμένη.

  Χ
Κι' ὁ φλάρης ἀφοῦ χάθηκε ὁ νιὸς καὶ ἡ γυναῖνα
λέει χειροπιάνοντας τὸ νιὸ «πέντε καὶ πέντε δέκα»

  ΧΙ
Χειροκροτεῖ κάποιος τρελὸς κι' ἀμέσως ὅλοι οἱ ἄλλοι
χειροκροτοῦν τὸ δρόμο ὁμοῦ καὶ γέλωτες μεγάλοι.
Εὖγε! καὶ μὴ σὲ γνοιάζῃ δὰ τὸ πρᾶμα νὰ ταιριάζῃ
γιατὶ καλὰ μοιάζεις αὐτὴ ὁποὺ κακὰ μᾶς μοιάζει.
Γιὰ τσ' ἄλλες δυὸ παράξενες λέξες θέλ' ἔρθει ἡ ῶρα
ἡ τρίτα κρέμεται ἀπὸ μέ, ὡς τόσο Θεκὲλ τώρα.