Η τιμή και το χρήμα
Συγγραφέας:
Κεφάλαιο ΙΒ'



Είτανε οχτώ η ώρα της αυγής. Η χαραχτηριστική κι όμορφη πλατεία της Σπηλιάς είταν γιομάτη κόσμο: εμπόρους που εκάναν τες δουλειές τους, βαστάζους που εκουβαλούσαν τσουβάλια και βαρέλια, κάρα, που άλλα τα σέρναν άλογα, άλλα άνθρωποι, φορτωμένα δέρματα, σακιά, σανίδες, βαρέλια, κάσες ή και άδεια επηγαινοερχόνταν κάνοντας μεγάλον πάταγο, που ενωνότουν με τη βαβούρα των ανθρώπων. Στα μαρμαρένια σκαλοπάτια της αγοράς, ή του Μαρκά όπως την λεν οι Κορφιάτες, εκείνην την ώρα ανεβοκατέβαιναν καλοντυμένος κόσμος: παλαιοί αρχόντοι, νιόπλουτοι, έμποροι, γιατροί, δικηγόροι· είταν η ώρα που οι καλοστεκάμενοι εψώνιζαν. Μέσα, κάτου από ένα πλατύ πλακόστρωτο περιστύλιο επουλούσαν κρέατα και ψάρια, και κάτου από τη γυαλουσκέπαστη αυλή λάχανα, οπωρικά και σπάνια λουλούδια. Οι φωνές των πουλητάδων αντηχούσαν απ' όλα τα μέρη. Οι ψαράδες πίσω από το πέτρινο πλακόστρωτο πεζούλι, που ετρογύριζε γύρω γύρω το περιστύλιο, ψηλότερο και σκεπασμένο με ξύλο εκεί που είταν τα κρέατα, που εκρεμόνταν κόκκινα και κίτρινα κομμάτια μικρά και μεγάλα, από σιδερένια αγκίστρια, επαινούσαν φωνάζοντας τα ψάρια τους, που κάποια, κόκκινα, μαυριδερνά, ή ασημένια, ελαχταρούσαν ακόμα ψοφώντας απάνου στες πλάκες, άλλα είχαν τσιρώσει κ' είταν γυρτά σα δοξάρια, κι άλλα τέλος είταν μαλακά, χτυπημένα στα δίχτυα και ψόφια από πολλές ώρες.

«Πενήντα λεφτά τα ψάρια! Πενήντα η ανεμότρατα! Πέντε δεκάρες!» έλεγε μία όμορφη μεταλλική φωνή· και στον ίδιο καιρό ο λαχανάς τραγουδιστά επρόσφερνε το είδος του, ραντίζοντας τα πράσινα χόρτα που είταν απλωμένα στην αυλή, πάνου σε ξύλινα κατηφορητά κρεβάτια: «Σέσκλα, σέλινα, πετροσέλινα, σινάπια, σπανάκια, πάρτε, πάρτε!» Και παρέκει ένας άλλος επουλούσε τα οπωρικά του που είταν απλωμένα και κείνα στα ίδια ξύλινα κρεβάτια, μέσα σε κανίστρια και κοφίνια: χρυσά πορτοκάλια και κινέτα, κίτρινα λεμόνια, φρούτα ξερά, κ' εφώναζε ως κ' εκείνος με βραχνιασμένη φωνή: «Πάρτε, πάρτε! Γλυκά νεράντζια, λεμόνια, κινέτα!» Κι όλες αυτές οι φωνές ανακατεύονταν με τους μονότονους χτύπους της μαχαίρας των χασάπηδων, που στες ψηλές τους τες εξέδρες, σιωπηλοί εκείνοι, ελιάνιζαν τα κρέατα χαμογελώντας στους μουστερήδες τους, και με τη βοή των ανθρώπων που εμιλούσαν αναμεταξύ τους και που επαζάριαζαν ό,τι εψώνιζαν.

Οι ψαράδες εγνώριζαν όλον τον κόσμο. «Κόντε μου!» έκραζαν έναν ψηλό, λιγνό, μισόκοπον άντρα, που βιαστικός επερνούσε, «κόπιασε· σού 'χω ψάρι για το τραπέζι σου.» «Γιατρέ, κόπιασε!» «Ψυχάρη μου, σού 'χω ό,τι θέλεις.»

Μία βαριά μυρωδιά από ψαρίλα, από νωπά κρέατα, από σάπια λαχανικά εφούντωνε όλον τον αέρα, μα κανένας δεν την επρόσεχε. Όλοι όσοι εψώνιζαν εγνωριζόνταν συνατοί τους, γιατί κάθε μέρα εβλεπόνταν, κ' εχαιρετιόνταν μ' ευγένεια· οι σπάνιοι, από τους λίγους παλαιούς αρχόντους που απομνήσκαν ακόμα, με αδερφικά χαιρέτια συνατοί τους σε ιταλική γλώσσα, οι νιόπλουτοι και οι έμποροι περήφανοι και καλοντυμένοι εκοίταζαν πρώτα κατάματα και επρόσμεναν το χαιρετισμό, οι γιατροί κ' οι δικηγόροι καθένας με ξεχωριστό τρόπο, σύμφωνα με το χαραχτήρα τους, με τα συφέροντά τους και με τες ιδέες τους. Κι όλον αυτόν τον κόσμο τον ακολουθούσε, κάθε άνθρωπο, κ' ένα παιδί δώδεκα ως δεκατεσσάρω χρονώ ξυπόλητο, κακοντυμένο, με σκούφο ή με ψάθα στο κεφάλι, μ' ένα κοφίνι κρεμασμένο στο χέρι όταν εψώνιζαν, περνασμένο από το λαιμό και πισώπλατα όταν εμπαίναν στην αγορά, ψηλά απάνου στο κεφάλι όταν εφεύγαν.

Ένας παλαιός άρχοντας, ένας γέρος, ψηλός, ωραίος, ασπρογένης και μέτρια ντυμένος, εσεργιάνιζε, όπως τό 'κανε κάθε μέρα, στο περιστύλιο, ανάμεσα στον κόσμο που τον ήξερε, με τον υπασπιστή του, έναν άλλον ηλικιωμένον άνθρωπο, πλιο παχύ, πλιο μικρό, με πλιο μεγάλα και πλιο άσπρα γένια, πλιο προστυχότερα ντυμένον, και που περπατούσε στο πλάι του με τα χέρια στες τσέπες, κρατώντας από μέσα από τη μία τσέπη του ορθό το χοντρό του μπαστούνι, σαν οι αξιωματικοί το σπαθί τους. Από χρόνια και οι δυο τους ερχόνταν αυτήν την ώρα στην αγορά για να βλέπουν τι εψώνιζε ο κάθε νοικοκύρης για το σπίτι του.

Εμιλούσαν ιταλικά μεταξύ τους και καθώς εδιάβαιναν άκουσαν έναν έμπορο να παζαρεύει περήφανα ένα ακριβό ψάρι. “Magna ben questo qua!” (Τρώει καλά αυτός!) είπε ο άρχοντας στο σύντροφό του. “Xe in tochi falio” (Είναι καταχρεωκοπημένος) του απάντησε ο υπασπιστής, κ' εσηκώθηκε στες μύτες των ποδιών για να ιδεί τι είχε ψωνίσει κάποιος που επερνούσε σιμά τους και που τους είχε χαιρετήσει. “Adaseno?” (Αλήθεια;) έκαμε ο άρχοντας, ενώ εκαλημέριζε χαμογελώντας έναν πλούσιο που, ως έλεγαν, είχε πέντε εκατομμύρια, και που διάλεγε πάντα τα φτηνότερα πράγματα για το σπίτι του, κλαίοντας τη φτώχεια του, την πολυτεκνία του και ζητώντας χάρισμα ένα ψαρούλι από τον πουλητή του. “No el se vergogna; e el gha tanti tesori!” (Δεν ντρέπεται· κ' έχει τόσο βιος!) είπε ο άρχοντας. “No la ghe pensa” είπε ο άλλος, “el sona ogni giorno tante strapazae dai pescaori!” (Έγνοια σου και μαζεύει κάθε μέρα βρισιές από τους ψαράδες!)

Αυτήν τη στιγμή ήρθε στην αγορά κι ο Αντρέας. Τον ακολουθούσαν δύο βαστάζοι που βιαστικοί ερχόνταν κατόπι του, φέρνοντας στο κεφάλι μεγάλα στρογγυλά κοφίνια παρόμοια σε δίσκους πλεχτούς, γιομάτα ψάρια, βαστώντας στα δόντια το καπέλο τους και κρατώντας σε ισορροπία το φόρτωμά τους με τα δυο τους χέρια. Εβημάτιζαν με λυγισμένα γόνατα σα να εχόρευαν, ξυπόλητοι και ξεμανίκωτοι. Μπροστά στους ψααρολόγους εξεβοήθησαν· και τώρα οι τρεις τους τα αράδιαζαν είδος είδος, σελίδες σελίδες, απάνου στες πλάκες, ενώ οι πουλητάδες αρχίζαν να φωνάζουν τα παζάρια τους. «Τα μπαρμπούνια, οι μπακαλάροι της ανεμότρατας τέσσερις δεκάρες!»

Είταν ψάρι πολύ στην αγορά και επηγαινοερχόνταν ο κόσμος, κι όλο εσεργιάνιζε ανάμεσα στους ανθρώπους ο παλαιός ο άρχοντας κουβεντιάζοντας ιταλικά με τον υπασπιστή του. Και να σου τώρα ήρθε στην αγορά και η κυρά Επιστήμη. Είταν η πρώτη φορά στη ζωή της, που έμπαινε εκεί μέσα. Ψηλή, λιγνή, λυγερή, με ζαρωμένο πρόσωπο, αχνή λίγο, μ' ένα μαύρο μαντήλι στο κεφάλι. Τα ζωερά της τα μάτια, που είταν ακόμα νέα, επρόδιναν την ανησυχία τους και εκοίταζαν τριγύρου αναζητώντας τον Αντρέα, που ανυποψίαστος ακολουθούσε το έργο του. Όταν τον είδε τέλος, επροχώρησε προς απάνου του, εκαλημέρισε χαμηλόφωνα όλους και τού 'πε: «Θα σου μιλήσω.» «Δεν αδειάζω τώρα» της αποκρίθηκε μπερδεμένος και με ανυπομονησία· «το βλέπεις!» Και με μία χειρονομία τής έδειξε τον εαυτό του, σα νά 'θελε να της ειπεί, πως αν είτουν εκεί αυτήν την ώρα, ξυπόλητος, με ανασκουμπωμένα ως το γόνα τα βρακιά, χωρίς γιακέτα, ξεμανίκωτος, της το χρωστούσε εκείνης μονάχα. «Για το καλό σου, για το καλό σου ήρθα» του απάντησε πειραγμένη και δαγκάνοντας το ξεθωριασμένο της χείλι. «Για το καλό σας!»

Τώρα της αποκρενότουν ο μπάρμπας που είταν ένας από κείνους που είχαν φέρει τα ψάρια: «Σου μίλησε, συμπεθέρα, πως δεν αδειάζουμε τώρα. Κόπιασε στην ευκή του Θεού και μιλείς μίαν άλλη βολά. Είναι τόπος εδώ για κουβέντες;» Τον αγριοκοίταξε με θυμό και τού 'πε: «Απόφτου του δίνεις πάντα τσι καλές ορμήνειες.»

Μερικοί άνθρωποι διαβαίνοντας τους εκοίταξαν περίεργοι, μα οι ψαράδες ακολουθούσαν το θέλημά τους. «Πάμε να σου πω!» ξανάπε η κυρά Επιστήμη στεναχωρημένη. «Να πουλήσω το ψάρι. Έτσι μ' εκαταντήσατε!» «Κάμε, μωρέ Αντρέα» είπε ο μπάρμπας, «τη δουλειά σου – στο Θεό σου. Κι άφησέ τηνε να λέει. Δε θά 'ναι καλά αυτή η καημένη η γυναίκα. Μωρέ μπελιάς εσήμερα!» «Καλά» είπε η γυναίκα κουνώντας το κεφάλι, σα να φοβέριζε. «Θα μιλήσω εδώ κι ας μας ακούνε.» Κάποιοι επρόσεξαν· ο άρχοντας με το σύντροφό του από μακριά εστάθηκαν ν' ακούσουν. «Αύριο πουλιέται το σπίτι σου» του ξανάπε στενοχωρημένη. «Καλύτερα» πεισμωμένος και σταυρώνοντας τα χέρια του· «έτσι θα πάρεις τη θυγατέρα σου οπίσω, κ' εγώ θά 'μαι ελεύτερος.» «Αφόντις την απάτησες» του απολογήθηκε, ενώ το αίμα ανέβαινε στα μάγουλά της από θυμό και ντροπή, «έχεις καρδιά να το λες! Άκου· σού 'φερα τα εξακόσια για να το ξαγοράσεις, όσα μου ζήτησες σου τα δίνω.» «Τίμια μιλεί η γυναίκα» είπαν με συμπάθια καμπόσα στόματα τριγύρου της. Μα τώρα ο μπάρμπας αποκρενότουν: «Σου μίλησε πως εδώ δεν είναι η ώρα για κουβέντες· όλ' αυτά που λες είναι άγια και καλά, μα δεν είναι για εδώ, νοκοκυρά μου. Κόπιασε στο καλό και τα ματαλέμε.» Μα η κυρά Επιστήμη δεν εσάλευε. «Στά 'φερα» του ξανάπε. «Τα οβολά σου δεν τα θέλουμε» είπε ο μπάρμπας· «ας τά 'δινες ετότες· βάσταξε τα η ίδια που σου χρειάζονται, και βάσταξε και τη θυγατέρα σου· εβρήκαμε αλλού καλύτερα. Το σπίτι ας πάει στο διάολο· κάνουμε άλλο!» «Ναι» είπε ο Αντρέας· «τι να πρωτοκάμω με τα εξακόσια; δε βλέπεις τα κατάντια μου;» «Δεν έχω άλλα» του αποκρίθηκε με μουγκή φωνή γρικώντας να βράζει το αίμα στην καρδιά της. «Δεν την παίρνω! Εβρήκα αλλού τα τρίδιπλα!» «Ω αν μ' είχε θελήσει εμένα!» είπε ο Αντώνης, που ήταν ο άλλος βαστάζος, «εγώ αυτήνε ήθελα, όχι τα χρήματά της. Μα πού να τολμήσω να τση το πω!»

Τώρα η κυρά Επιστήμη έτρεμε, τα μάτια της ελαμπύρισαν, το μαντήλι του κεφαλιού της εγλίστησε στες πλάτες. «Οι άτιμοι!» εσυλλογίστηκε· «θέλουνε να μας γδάρουνε· αλλιώς την παρατάει για να πάρει τα περσότερα! Οι άτιμοι!» Και κάτι την έσπρωχνε να ριχτεί απάνου τους να τους βγάλει τα μάτια με το δάχτυλο, να τους ξεσκίσει με τα νύχια και με το στόμα, κ' επιθυμούσε τώρα νά 'χει χέρια διπλά, δύο στόματα, νά 'ναι αυτή η ίδια δύο άνθρωποι, για να τους αδράξει και τους δύο την ίδια στιγμή και να τους κακοποιήσει, όπως τους έπρεπε: το δολερό το μπάρμπα και τον άτιμον άνθρωπο που της είχε καταστρέψει τη θυγατέρα.

«Μου τη στέρνεις» του είπε βραχνά «να γεννήσει σπίτι μου!» «Δε τη θέλουμε! Έσωσε!» την αντίκοψε ο μπάρμπας. «Άδικο, άδικο!» είπαν κάποιοι που τώρα ακολουθούσαν περίεργοι τη συνομιλία. «Να γεννήσει σπίτι μου τσου μούλους σου!» του φώναξε η γυναίκα παίρνοντας θάρρος από την προστασία του κόσμου, που ολοένα περσότερος τους τρογύριζε. «Έτσι τό 'καμε κι ο ψόφιος ο πατέρας σου. Γι' αυτό επήγατε και καλά.» Ο Αντρέας εθύμωσε και ηθέλησε να τη σπρώξει. «Κόπιασε στον γέρον το διάολο!» της είπε.

«Τι έχει αυτή η λάμια;» ερώτησε ιταλικά το σύντροφό του ο άρχοντας που σταματημένος από μακριά εκοίταζε. «Μα δεν ξέρω» αποκρίθηκε ο άλλος σα να τού 'λεγε: Άφησέ με ν' ακούσω.

«Δώσε τόπο τσ' οργής» είπε ο μπάρμπας· «άμε να φύγεις κι άφησέ με να κάμω εγώ, μωρέ, για να γλυτώσουμε σήμερα.» Ο Αντρέας είταν έτοιμος ν' ακολουθήσει την ορμήνεια του, μα, πεισμωμένος καθώς είταν, ηθέλησε ακόμη να την πειράξει: «Ούτε όλο το βιος των Κορφώνε να τση δώκεις δεν τήνε παίρνω.»

Και η γυναίκα τώρα εκατάλαβε πως αληθινά της έφευγε· κ' εσυλλογίστηκε πως η θυγατέρα της είτανε χαμένη, και πως απόμνησκε στη ντροπή το σπίτι της. Οι δοκιμασίες, ο ξεπεσμός είχαν σκληρύνει την καρδιά του Αντρέα, τον είχαν σπρώξει στην ατιμία· και τό 'βλεπε: τό 'χε αποφασίσει τώρα, για να διορθώσει τη θέση του, να πάρει την άλλη την πλούσια και να παρατήσει για πάντα τη Ρήνη. Έπρεπε να τον αφήσει ατιμώρητος να φύγει από μπρος της; Τα μάτια της μάνας άστραψαν. Ερίχτηκε προς τον Αντρέα και τον άδραξε από τον ώμο και τον εκρατούσε δυνατά, σφίγγοντας όσο εμπόρειε το χέρι της. «Έλα στο νου σου» τού 'πε απελπισμένα «ως το ύστερο θα επιμείνεις στην ατιμία; Δε μπορώ να σου δώκω περσότερα.»

Ο Αντρέας την εσκούντησε πασκίζοντας να ελευτερωθεί· κ' εκείνη τότες εκατάλαβε που η δύναμή της είχε μεγαλώσει· η καρδιά της της έλεγε πως εμπορούσε να τα βάλει και με δέκα σαν τον Αντρέα, κι ας είταν άντρες και δυνατοί, κι αυτή γυναίκα. Εκοίταξε ολόγυρά της τον κόσμο, κ' εκατάλαβε πως όλοι τη θωρούσαν με συμπάθεια. Και καθώς εκοίταζε γύρω της, το βλέμμα της έπεσε απάνου σ' ένα μικρό μαχαίρι που τό 'χαν εκεί οι ψαράδες για να ξελεπίζουν τα αγκαθερά τα ψάρια. Κ' ενώ ο Αντρέας, που όλο ετιναζότουν για να της φύγει, της ξανάλεγε, θυμωμένος τώρα κ' εκείνος: «Σού 'πα που δεν τήνε παίρνω· τι άλλο θέλεις;» η γυναίκα, χωρίς να ξέρει καθαυτό τι κάνει, άδραξε ξάφνου το μαχαίρι πανούθε από τες ογρές τες πλάκες και κλειώντας τα μάτια της για να μη βλέπει το έγκλημα, του κατάφερε μία μαχαιριά που τον επίτυχε στο μπράτσο. Ο κόσμος εμπήκε στη μέση και τους ξεχώρισαν. Αίμα έτρεξε από την πληγή. Η κυρά Επιστήμη εκοίταξε περίτρομη σαν κουτή το ματωμένο λεπίδι και με φρίκη το πέταξε κατά γης. Ο θυμός της είχε πέσει ολομεμιάς, και στην καρδιά της ευκιότουν νά 'ναι αλαφριά η πληγή που τού 'χε κάμει, κ' ευχαριστήθηκε όταν άκουσε να λεν οι ανθρώποι πού 'χαν περιτρογυρίσει τον Αντρέα και που του εκοίταζαν το μπράτσο: «Δεν είναι τίποτα· το μαχαίρι δεν εμπήκε βαθιά.» Είταν κίτρινη από τη σύγχυσή της. Δύο αστυνομικοί της είχαν πιάσει τα χέρια. «Καλά τού 'καμε» εφώναζε ο κόσμος.

«Τρομερό πράμα!» εφώναξε ο άρχοντας ιταλικά στον υπασπιστή του. «Πώς εκαταντηθήκαμε, αφέντη» του αποκρίθηκε ιταλικά πάλι ο πλούσιος που αγόραζε τα φτηνότερα ψάρια και πού 'χε βρεθεί σιμά του κ' εβιαζότουν τώρα να φύγει γιατί εφοβότουν· «αχ καημένη Αγγλία!» «Τότες δεν είχαμε τέτοια πανηγύρια» είπε ελληνικά ο ακόλουθος του αρχόντου.

Τώρα η δυστυχισμένη νοικοκυρά εδάκρυζε. Αναμετριότουν με θλίψη τα αποτελέσματα: Η κοπέλα της παρατημένη για πάντα· αυτή η ίδια στη φυλακή για μήνες, ίσως για χρόνια το σπίτι της έρημο· τα παιδιά της σαν ορφανά στα χέρια του αδύνατου τ' αντρός της· κ' οι κοπέλες της, μάλιστα τα δύο θεριά που άξαιναν μέρα με τη μέρα, και πρώτα πρώτα η δεύτερη που ήταν αρκετά μεγάλη και που μπορούσε να κάμει τα ίδια.

Οι αστυνομικοί την ετραβούσαν ωστόσο για να την πάρουν. Κ' η δυστυχισμένη εκοίταξε μία στιγμή τον Αντρέα που εχαιρότουν τώρα το γλυτωμό του, και τού 'πε παρακαλεστικά: «Μη μου χάσεις το σπίτι μου. Πάρ' το κλειδί του κομού και σύρε να σου τα δώκει όλα όσα έχω ο άντρας μου· στην τράπεζα είναι βαλμένα στ' όνομά του. Όλα, όλα· μόνο διαφέντεψέ με στο δικαστήριο. Ανάθεμά τα τα τάλαρα!» «Έτσι ναι» είπε ο μπάρμπας μ' ένα χαμόγελο· «τουλάχιστο τη μαχαιριά την πλερώνει.» «Δεν έχω τίποτα» είπε ο λαβωμένος και τα μάτια του άστραψαν. «Δε θά 'μαι άλλο φτωχός. Αφήστε με. Θα πάω να τήνε στεφανώσω.»

Κ' ένας ψαράς που εστεκότουν πίσω από τα ψάρια του, ένας γέρος δυνατός, μεγάλος και κόκκινος, ο μοναχός που εφορούσε ακόμα άσπρη βράκα και φέσι, εφώναξε με περηφάνεια: «Μωρέ χαλάλι σας, μωρές Μαουκιώτες! Κάθε μέρα και παληκαριές εδώ κάτου στο Μαρκά. Τσι προάλλες ο ένας εσκότωσε τον κριτή – μωρέ πασαλειψιά! Κ' η Τρινκούλαινα εσήμερα· τό 'δειξε!»

“Cosa ha dito?” (Τι είπε;) ερώτησε ο άρχοντας τον υπασπιστή του. “Ha parlà de la onfeganda del judice”.