Η τιμή και το χρήμα
Συγγραφέας:
Κεφάλαιο Ε'


Το καλοκαίρι είχε περάσει· οι μέρες είχαν μικρύνει και η καλοκαιριάτικη η κάψα είχε πέσει. Η κυρά Επιστήμη εδούλευε πάντα όλη τη βδομάδα στο εργοστάσιο, έκανε κι άλλες δουλειές και εκέρδιζε, και κάθε Κυριακή ερχότουν στη μικρή πλατεία ξάγναντα στη θάλασσα, όπου τώρα οι μαόνες είταν έτοιμες, και εκουβέντιαζε με τες άλλες νοικοκυρές ως το βράδι. Η θυγατέρα της επιμελιότουν όπως πάντα το σπίτι κ' έπλεκε σφυρίδες, σα να μην είχε γένει τίποτα. Στην ταβέρνα του Τραγούδη ο κόσμος κάθε βράδι έτρωγε, έπινε, εμεθούσε κ' ετραγουδούσε. Ο Αντρέας εφαινότουν πως είχε λησμονήσει την αγάπη του, και αδιάκοπα εταξίδευε με το καΐκι του πηγαίνοντας να φορτώσει λαθραία στην Στεριά, για να διορθώσει τα βάσανά του, όσο ακόμα είταν το κόμμα στην εξουσία, που για λίγο, καθώς όλοι το πρόβλεπαν, θα την κρατούσε.

Είταν αργά. Ένας φρέσκος αέρας εφυσούσε κάνοντας να κυματάει τη μελανή τη θάλασσα και το καΐκι αρμένιζε με φουσκωμένα τα θεόρατα πανιά του. Ο Αντρέας καθισμένος στην πρύμνη εκυβερνούσε, οι δύο του συντρόφοι, ο μπάρμπας και ο Αντώνης, ετραγουδούσαν θαλασσινά τραγούδια στην πλώρη και ανάμεσα σε δύο τραγούδια έτρωγαν μουσκεμένο παξιμάδι κ' έπιναν λιγάκι νερωμένο κρασί από ένα μποτήρι που τό 'χαν σιμά τους.

Το καΐκι έσκιζε τα κύματα με γληγοράδα· η χώρα, με τα αναμένα της φανάρια, που αντίφεγγαν στη θάλασσα, αλάργευε πάντα περσότερο· κι ολοένα το πλοίο εταξίδευε με περσότερη γληγοράδα. «Μάινα το λατίνι, μπάρμπα» επρόσταξε ο Αντρέας· «η θάλασσα φουρτουνιάζει.»

Ο άλλος μαθημένος να πείθεται τό 'καμε αμέσως. Και μόνο όταν είχε τελειώσει το έργο του κ' είχε δέσει το πανί αποκρίθηκε: «Ως να πιάσει η φουρτούνα, μωρέ, είμαστε στη Σαργιάδα. Πάμε πρύμα, μη σκιάζεσαι. Μόνε μη μας κλείσει εκεί ο καιρός.» «Ας πάμε καλά» είπε ο Αντώνης, «κ' έχει ο Θεός και για μας.» Κ' εσώπασαν πάλι κι αρχίσαν και οι τρεις τους ένα θαλασσινό τραγούδι:

Θάλασσα πικροθάλασσα και πικροκυματούσα
όλοι σε λένε θάλασσα κ' εγώ σε λέω γελούσα.

Το πλεούμενο ανεβοκατέβαινε τώρα τα κύματα, καλανταρίζοντας δεξιά και αριστερά, και κάπου κάπου τους εράντιζε ο αρμυρός αφρός τους, και ενότευε τα πανιά και τα σκοινιά που ανάδιδαν οσμή από κατράμι. «Αν εταξιδεύαμε» είπε σε λίγο γελώντας ο Αντώνης «με γυναίκες, θα μας αρρώσταιναν απόψε και θά 'χαμε βάσανα.» «Είμαστε και οι τρεις στρίγγλοι ανύπαντροι» απολογήθηκε ο μπάρμπας γελώντας, «και μιλείς, μωρέ, για γυναίκες!» Και σε μία στιγμή ξακολούθησε: «Δεν τήνε τελειώνεις, μωρέ ανιψιέ, αυτή την κουβέντα, να καζαντίσεις, μωρέ, και συ, κι όχι να δουλεύεις σα ραγιάς μέρα νύχτα! Προψές πάλε μου τό 'πε η Σάββαινα. Τι να τση πω;» «Όρτζα! - Τι να τση πεις; Ξέρω και γω. Να μην είτανε κάνε η άλλη, θά 'λεγα, μα τον Άγιο, το ναι, γιατί οι στεναχώριες τσ' αποχής είναι μεγάλες.» «Δίκιο έχεις» είπε κι ο Αντώνης κακοφανισμένος κομμάτι· «καλά θά 'τανε να μπορεί κανείς να κάμει ό,τι θέλει· μα τι να γένει· κάμε, Αντρέα, το σταυρό σου κι άκουσε το μπάρμπα σου.»

Τα κύματα εγενόνταν τώρα μεγαλύτερα κι άφριζαν. Ο αγέρας τούς εχτυπούσε το πρόσωπο, τους έπαιρνε εδώ κ' εκεί τα φορέματα, και για ν' ακούν τα λόγια τους έπρεπε να φωνάζουν. Το πλοίο εκουνιότουν άταχτα. «Για την άλληνε λες τση Τρινκούλαινας;» ξανάπε ο μπάρμπας· «έμαθα εχτές, μωρέ, το λέγανε γυναίκες στο φόρο, παντρεύεται: παίρνει ένα καλό φτωχόπαιδο.» «Η Ρήνη!» εφώναξε αφήνοντας το τιμόνι και αναπηδώντας· «η Ρήνη παίρνει άλλονε!»

Το πλοίο, που μία στιγμή εβρέθηκε χωρίς κυβέρνιο, εκιντύνεψε. Ο αγέρας το γύρισε· και το πανί εχτυπήθηκε εδώ κ' εκεί φουσκώνοντας και ξεφουσκώνοντας. «Παναγία βόηθα!» εφώναξε ο μπάρμπας κ' ερίχτηκε να μάσει το πανί. «Θα μας πνίξεις απόψε, μωρέ, με τη Ρήνη σου! Έχε το νου σου, καημένε, δεν είναι μπουνάτσα, το γλέπεις.» Και σε μία στιγμή βλέποντας πάλε τον Αντρέα στη θέση του ξακολούθησε: «Τι ήθελες, μωρέ, να τήνε κάμουνε οι γονέοι της; Να την αφήκουνε να μουχλιάσει ανύπαντρη; Έχει τρακόσια τάλαρα: ο φτωχός το βάζει κατά μέρος αυτό που ακούστηκε με σένανε.» «Τι ακούστηκε και ξακούστηκε· αξίζει μοναχή τση για όλες τσ' άλλες.» «Καλά λες» είπε ο Αντώνης. «Λησμόνησέ τηνε, μωρέ· δε σ' εσύφερνε» τού 'πε ο μπάρμπας.

Εσώπασαν πάλι. Το καράβι γοργά εταξίδευε ανεβοκατεβαίνοντας τα κύματα που τώρα είταν μεγαλύτερα και περσότερα και που τους έβρεχαν και περσότερο, γιατί ο Αντρέας δεν εγνοιαζότουν να τα ξεφεύγει. Ο νους του εδούλευε αλλού. Στην πλώρη οι δύο ναύτες έτρωγαν παξιμάδι μουσκεμένο στην άρμη κ' έπιναν κάπου κάπου κρασί κ' ετραγουδούσαν θαλασσινά τραγούδια:

Καταμεσίς στη θάλασσα είναι ένα πηγαδάκι,
Πίνουν οι ναύτες το νερό κι αρνούνται την αγάπη.

Κι ωστόσο ο Αντρέας εσυλλογιότουν: «Τι, ένας άλλος, χειρότερος του του την έπαιρνε την κορασιά που αυτός αγαπούσε και που θα τον ευτύχιζε; Ω πόσο του τάραζε αυτή η ιδέα όλα τα σπλάχνα, πόσο τού 'σφιγγε την καρδιά που δυνατά του χτυπούσε στα στήθη!» Κι ο αγέρας εσφύριζε τώρα ανάμεσα στα σκοινιά και στ' άλμπουρα, και η θάλασσα όλο αγρίευε, σα να ανταριαζόνταν και τα στοιχεία από τη θλίψη του. «Η Ρήνη θα επήγαινε σ' άλλα χέρια, άλλος θα εμάλαζε το παρθενικό κορμί της, άλλος θα την είχε γυναίκα του, γιατί αυτός ο ίδιος δεν είχε τα χρήματα να ξαγοράσει το πατρικό του το σπίτι και γιατί η κυρά Επιστήμη δεν επειθότουν να δώσει τα περσότερα που του εχρειαζόνταν.»

Κι όλο άψυωνε ο αέρας κι όλο εσφύριζε με περισσότερο θόρυβο, κι όλο ανακατωνότουν αφρισμένο το πέλαγο, και συχνά το κύμα έσπαινε απάνου στο καΐκι, καθώς επέρσευε κιόλας η ταραχή της καρδιάς του. «Ω να μην τον έβλεπε αυτόν το γάμο τελειωμένον! Δεν θα μπόρειε πλια να ζει στον τόπο του. Θα ζήλευε· και η ζωή του ολάκερη θά 'ταν αδιάκοπη λάβρα, αδιάκοπη θαλασσοταραχή, θα εμισούσε, θα εδιψούσε να χύσει αίμα, δε θά 'χε ποτέ του γλυκιά καρδιά!» «Ανάθεμά τα τα τάλαρα» εφώναξε. Κι αυτήν τη στιγμή ένα κύμα τον εκατάβρεξε και το καΐκι έκλινε περσότερο προς τη θάλασσα. «Μάινα το πανί» εφώναξε. «Μα χρειάζονται» του αποκρίθηκε ο μπάρμπας, κάνοντας ό,τι τού 'χε προστάξει. «Χρειάζονται» εξανασυλλογίστηκε ταραγμένος σα νά 'βλεπε μπροστά του το θάνατο· «και η άλλη τά χει κι ας μην είναι μήτε όμορφη, μήτε καλή, μήτε τίμια σαν τη Ρήνη. Η άλλη τά 'χει, έχει και περσότερα· και μ' αυτά πλερώνονται όλα τα χρέγια, μένουν τα σπίτια ελεύτερα, διορθώνονται όλες οι δουλειές, αρχίζει η ζωή και η καλοπέραση. Κι αντίς με τη Ρήνη, αχ, η καταφρόνια! Μα και η αγάπη, η χαρά, η αναγάλλιαση. Στο σπίτι με τη Ρήνη πάντα σα σε πανηγύρι: χαρές, τραγούδια, φιλιά, ευτυχία! Ω πού να βρεθούν στη ζωή τέτοια πράματα χωρίς αγάπη;» Κι αναστέναξε. «Κι αντίς θα την έπαιρνε ένας άλλος! Θα του την έπαιρνε ένας άλλος· και θα τού 'παιρνε έτσι όλης του της ζωής την ευτυχία. Ω πώς να το υπομείνει, πώς θα μπόρειε να το βλέπει, ή και από μακριά να το ακούει, ή και μόνο να το φαντάζεται; Κι αντίς νά 'χει στο πλευρό του μίαν άλλη που θα την έπαιρνε μόνο και μοναχά για το πουγγί της!» «Ανάθεμά τα τα τάλαρα» εξαναφώναξε.

Ένα δυνατό φύσημα κ' ένα μεγάλο κύμα έκαμαν να τρίξει φοβερά το καΐκι. Ο αγέρας έκανε να βράζει όλη η θάλασσα· τ' αστέρια στον ουρανό είχαν σβήσει· από μακριά βροντές εμούγκριζαν, και χοντρές σταξιές βροχής επέφταν από τα σύγνεφα. Το καΐκι εκαλαντάριζε, ανέβαινε, εκατέβαινε μεγάλα βουνά, ταξιδεύοντας με γληγοράδα. «Χρειάζονται, μωρέ, τα βλοημένα» του αποκρίθηκε ο μπάρμπας από την πλώρη, «και η θυγατέρα τση Σάββαινας τά 'χει. Η αγάπη μοναχά δε χορταίνει. Ήξερέ το!»

Τό 'ξερε· και για τούτο είχε ξεφύγει ως τώρα τη Ρήνη, κ' είχε πασκίσει να πνίξει και να νικήσει την αγάπη στην καρδιά του. Και να που τώρα η ζήλεια την έκανε να προβάλλει με πλιο μεγάλη δύναμη, αψυά, φλογερή, χαλάστρα, σαν το πέλαγο το ταραγμένο, σαλεύοντάς του το λογικό, σπρώχνοντάς τον αβάσταχτα ως και στη φτώχεια. «Όχι· ένας άλλος δε θα του την έπαιρνε! Α κυρά Επιστήμη, κυρά Επιστήμη!»

Το πλοίο αρμένιζε πάντα στην τρικυμία, και οι δύο ναύτες στην πλώρη ετραγουδούσαν αδιάφορα θαλασσινά τραγούδια κοιτάζοντας τη μελανή τη θάλασσα. Μα τώρα είχαν φανεί της Στεριάς τα φανάρια. «Θα σου την πάρω!» είπε πάλι ο Αντρέας αποφασιστικά με το νου του. «Εγώ θα την πάρω κι όχι ο άλλος. Και πρέπει να μου δώκεις όσα σου ζήτησα: τα εξακόσια. Τι τα χρειάζομαι και χωρίς αυτά πνίγομαι κ' είμαι χαμένος άθρωπος. Πρέπει να μου τα δώκεις. Κι από την εκκλησιά θα την έπαιρνα, από τα ίδια τα χέρια του γαμπρού, όχι να γένει γυναίκα του!»

Τώρα που η γης ήταν σιμά, η θάλασσα κι ο αγέρας επράαιναν, και το πλοίο ησυχότερα έσκιζε τα κύματα που εγενόνταν μικρότερα. «Τόσον καιρό γιατί δεν τό 'κανα;» ξακολούθησε ο Αντρέας με το νου του· «γιατί δεν ήθελα να σε βιάσω να μου τα δώκεις. Μα τώρα ήρθε ο κόμπος στο χτένι. Την πάντρεψες αλλού και μ' αυτό μου χαλάς τη ζωή μου. Α! κυρά Επιστήμη, δεν την άξιζα μία μικρή θυσία;»

Ο άνεμος είχε πέσει πλια και η θάλασσα είταν ήσυχη. Οι δύο ναύτες στην πλώρη ετραγουδούσαν θαλασσινά τραγούδια και ήσυχα το καράβι αρμένιζε. Και η καρδιά του Αντρέα παρόμοια είχε ησυχάσει μέσα στα στήθη του, γιατί τώρα είχε πάρει την απόφαση. «Ρίξε άνκορα» επρόσταξε. Κ' είπε με το νου του: «Είναι δική μου, κι ας πέσει ο κόσμος!»