Η Σοπολιώτισσα
Συγγραφέας:
Φιλολογική Ηχώ, Περίοδος Β΄, Αρ. 3, 17 Φεβρουαρίου 1896.


Ἐκεῖ κοντὰ 'στὸ ρέμα, κάτου 'στὰ Σοπόλια,
ἡ κόρη κατοικεῖ, παιδιὰ, ποῦ λαχταρῶ·
λουλοῦδι πιὸ δροσᾶτο μεσ' 'στὰ περιβόλια,
κλωνάρι δὲν ἀνθεῖ πιὸ τρυφερό.

Ἀνούσια 'στὸ κορμί της τῆς Φραγκιᾶς στολίδια
ἡ κόρη ποῦ μ' ἀρέσει ἐμένα δὲ φορᾷ·
τὰ καστανά της μάτια, τὰ σμιγμένα φρύδια,
καὶ τὰ μαλλιά της ἔχει τὰ σγουρά.

Ἀπὸ Φραγκιᾶς δασκάλες, δρόμων κατακάθια,
δἐν ἔμαθε τὸ ψέμα καὶ τὴν πονηριά·
ἀλάθεφτα ὅσα νιώθει 'στῆς ψυχῆς τὰ βάθια
μεσ' τὴ γλυκιά της λάμπουν τὴ θωριά.

Ἔτσι ὅπως 'στοῦ Φαλήρου τὸ λιμάνι κάτω,
ὅταν ἀνέμου γύρω χνῶτο δὲ φυσᾷ,
παντοῦ θωρᾷς σπαρμένα 'στοῦ γιαλοῦ τὸν πάτο
τὰ πράσινα του χόρτα καὶ χρυσᾶ.

Ἀπὸ Φραγκιᾶς βιβλία φάβλα μαθημένη
δὲν ξέρει τὰ φιλιά της ν' ἀλαφροσκορπᾷ,
δὲν ξέρει ὅπιον 'στὴ στράτα σμίξει νὰ γλυκαίνῃ,
χωρὶς ψυχὴ ποτές της ν' ἀγαπᾷ.

Μιὰ τὸ 'βγαλε φορὰ τὸ«σ' ἀγαπῶ» ἀπ τὸ στόμα
-σ' ἐμένα ἀπ' τῆς καρδιᾶς της τὸ 'πε τὸ βυθὸ-
κι' ἐμένα θὰ λατρέβει ὡς νὰ ταφῇ 'σ τὸ χῶμα,
ἀφτὴ κι' ἐγὼ ὡς νὰ σβύσω θὰ ποθῶ.

Ἀθήνα, 1895