Η Σημαία μας
Συγγραφέας:
Μετά την υποστολή της τουρκικής σημαίας στην Άρτα επρόκειτο να γίνει η έπαρση της ελληνικής, που θα συνοδευόταν από πυροβολισμούς. Οι τουρκικές αρχές ζητούν να μην ριχτούν πυροβολισμοί και η ανύψωση της σημαίας αναβάλλεται μέχρι να δοθούν οδηγίες από την ελληνική κυβέρνηση. Η κυβέρνηση τελικά δέχεται να μην πέσουν πυροβολισμοί. 2 Ιουλίου 1881.


Μὴ ρίξετε, Γκιαούρηδες, οὔτ' ἕνα κἂν κανόνι,
γιατὶ μπορεῖ τὰ νεῦρα μας αὐτὸ νὰ ἐρεθίσῃ,
κι' ὁ Τοῦρκος ὅλοι ξέρετε πὼς εὔκολα θυμόνει,
καὶ ἔπειτα... ὁ πόλεμος στ' ἀληθινὰ θ' ἀρχίσῃ.
Μὴ ρίξετε μιὰ κανονιά, γιατί, μὰ τὸν Προφήτη,
σᾶς κόβουμε τὴ μύτη.

Αὐτὰ μᾶς εἶπαν παστρικὰ οἱ Τοῦρκοι γιὰ φοβέρα
κι' ἐμεῖς ἀπὸ εὐγένεια καὶ ὄχι ἀπὸ τρόμο
μιὰ κανονιὰ δὲν ρίξαμε γιὰ τὴν πτωχὴ παντιέρα,
κι' οὔτε κουμποῦρι βρόντησε σὲ σπῆτι ἢ σὲ δρομο.
Στὴν Ἄρτα τὴν στηλώσαμε μὲ ζήτω, μὲ μυρσίναις,
καὶ κάμποσαις ρετσίναις.

Κι' ἂν μᾶς ἀπαγορεύατε καὶ τῇς φωναῖς ἀκόμα,
καὶ ἂν τὸ ζῆτω βλέπαμε τ' αὐτιά σας πὼς πειράζει,
εἰς τὴ στιγμὴ θὰ κλείναμε τ`ο φλογερό μας στόμα,
κι' ἕνας Ρωμηὸς δὲν θἄθελε τὸ ζήτω νὰ φωνάζῃ·
κι' ἂν κατοχὴ τῆς Ἄρτας μας δὲν θέλατε νὰ γίνῃ,
καὶ τοῦτο θὰ τὸ κάναμε ἀπὸ ἁβροφροσύνη.

Ὄχι πῶς σᾶς φοβόμαστε γι' αὐτὸ καὶ σᾶς ἀκοῦμε,
εἴμαστε τόσον εὐγενεῖς καὶ τόσο ντελικάτοι,
ὅπου ποτὲ δὲν θέλομε κι' ἐχθροὺς νὰ ἐνοχλοῦμε...
ἐμεῖς μὲ τὴν εὐγένεια σᾶς μπαίνομε στὸ μάτι.
Ἐσεῖς μᾶς φοβερίζετε κι' ἐμεῖς σᾶς χαιρετοῦμε,
ἐσεῖς φωνάζετε σικτὶρ κι' ἐμεῖς δὲν σᾶς μιλοῦμε.

Καὶ ἔπειτα γιατί πομπὴ κι' ἐπίδειξις νὰ γίνῃ,
γιατί νὰ πέσουν μερικὰ κανόνια στὸν ἀέρα,
ἀφοῦ στὴν Ἄρτα μπήκαμε λεβέντικα μ' εἰρήνη,
καὶ στήσαμε στὸ κάστρο της Ἑλληνικὴ παντιέρα;
Εὐχαριστοῦμε μάλιστα γιὰ τὴ φοβέρα τούτη,
γιατί δὲν ἐξωδέψαμε οὔτε ὀκᾶ μπαροῦτι.

Ἀφῆστε, Τοῦρκοι, τ' ἅρματα, ἀφῆστε τῇς φοβέραις,
κι' ἐλᾶτε εἰς τὸ πλάϊ μας σὰν τοὺς Ἰσραηλίταις,
μ' εἰρήνη νὰ σκοτώνουμε τῇς πονηραῖς ἡμέραις,
καὶ νὰ κτυποῦν ἡ μύταις μας μὲ τῇς δικαῖς σας μύταις.
Ἐλᾶτε ν' ἀγαπήσωμε, νὰ πιοῦμε καὶ νὰ φᾶμε
κι' ἐμεῖς γιὰ τὸ χατῆρι σας καὶ τὰ κανόνια σπᾶμε.