Ἡ Πρωτοχρονιά
Συγγραφέας:


Ἔντονε! μαμουριασμένος
στὰ γαμόπιστα γυρμένος...
Βρέ; ἄφισε τα τὰ σκατά...
Κάμε στρόμπες, ἔλα δά...
Σπούδαζε νὰ σὲ στιμάρουνε!
Βλέπω ’γὼ πῶς μὲ τρατάρουνε!
Τρέχα λάουρες νὰ πάρεις—
νὰ πετιέται ὁ Ταβουλάρης
στὰ πλιὸ ὄμορφα, ποὺ λές,
νὰ σοῦ κάνει δυσκολιές,
ἢ νὰ κάνει χὰ χὰ χὰ
τὸ παιδὶ τοῦ Μεσσαλᾶ!
Μοναχὸ νὰ τ' ἀπαντήξω!
στὸν ἀκούτη θὰ τοῦ σφίξω
νὰ τοῦ πῶ τὴν κακὴ μέρα του·
ἂς γελάῃ μὲ τὸν πατέρα του,
πού 'ναι κόντες ἀπ' τὴ Μάνη
κι' ἔχει χέρια γιὰ νὰ κάνῃ...
Χὰ χὰ χὰ... ἀνανοήθηκα·
νά στὴν ὥρα ποὺ ἐγεννήθηκα!
Ἔσμπλαξα καὶ τὸν Τερτσέττη
νὰ κοιτάζῃ τὸ Γρασσέττη
—τόμου σπάω τὸ λαρυγγά μου
λέοντας τὰ σπροπόζιτά μου—
τὸ Γρασσέττη νὰ κοιτάει
καὶ νὰ τοῦ χαμογελάῃ!
Νὰ τσοὺ φίλους ποὺ ἐγκαινιάστηκα
καὶ pour δὲν ἐξεκουτιάστηκα!
Γιατί, πιστεψέ μου, ἐγώ,
τόμου ἰδῶ γέλοιο κρυφό,
τόμου ἰδῶ κρυφὴ ματία,
μπαίνω πάντα σ' ὑποψία.
Ἀγκαλά μου, ἐγὼ τὰ φταίω·
—Πές μας βέρσα. Κι' ἐγὼ λέω.
Αἴ! dottore! μπρέ, νὰ ζῇς,
πές μας πρόζες. Κι' ἐγὼ εὐθύς.
—Πές μας κι' ἄλλα, dottor caro.
Μπρέ, ἔχω κάψα καὶ κατάρρο!
—Θὰ μᾶς πῇς, δὲν εἶν' τὸ caso
καὶ λέω τόσο ποὺ βραχνιάζω,
καὶ ξυπνάω μέσ' στὴν αὐγή...
Ἄ, ἄ, γύρευε φωνή!
Ὅρσε, μὲ τὸ ρετσιτάρισμα
στὸ λαρύγγι τέτοιο χάρισμα.
Χοῦ, χοῦ, ἀκοῦς; Ἀπομονή!...
καὶ γιὰ μῆνες. Μὰ πὲς τί
γιὰ φωτίκι εὶς πλερωμή μου
τί μοῦ δίνουνε οί νουνοί μου;
Μὲ φορτώνουνται οί sciocconi,
καὶ παινοῦνε τὸ Μαρώνη!
Τί παινέσματα! Μαχαίρι
νὰ παινᾶς τέτοιο χρυσάφι!
—Ἀγκαλά μου, ὁ Θεὸς τὸ ξέρει
καὶ γιὰ κείνους πόσα γράφει.—
Αἴ. Ἀποφάσισα, θὰ σκάψω
ὅσα ἔχω νὰ τὰ θάψω
καμμία νύχτα σκοτεινὴ
νὰ μὴ λάχῃ καὶ τὰ ἰδῆ
ὁ Ἀντώνης, ἢ μὲ σπλάξη
il mio Nume καὶ τ' ἀδράξη.
Κι' ἂς γυρεύῃ στὸ ταβλί μου
ὅποιος θέλει ἢ στὴν αὐλή μου!
Τὰ τρυπώνω; Κι' ἂς τοῦ πῇ
τοῦ Τερτσέττη, ἂν εἶν'καλὴ
τῆς αὐλῆς μου τὰ κρυφὰ
τοῦ κοκκόρου ἡ κουτσουλιά.
Μὰ τὸ Θέο, Τοῦρκος θὰ γένω·
μὲ τσιμπούκι θὲ νὰ βγαίνω,
θὰ φορέσω καὶ σαρίχι
γιὰ νὰ ἰδῶ ἂν ἀλλάξω τύχη.
Τὶ πιλιὸ νὰ ραγιονάρω
μὲ τοῦ Σάρτζη τὸ ρεπάρο.
Ποὺ πουλιό μου ἐγὼ νὰ ρίχνω
βέρσα ὁλοῦθε καὶ νὰ δείχνω
κάθε μέρα το hic, hoc, haec!
θὲ νὰ λέω—Σελὰμ - Ἀλέκ!
Εἶναι ἀδειανοὶ στὸ φόρο
νὰ μοῦ λένε—Σιὸρ δεττόρο.
Εἶμαι ὁ Ἰσούφ· μπέη παιδί!
δὲν τὸ ξέρεις; τοῦ μουφτῆ
Εἶμαι μπέης, νὰ σὲ χαρῶ,
δὲ μὲ βλέπεις τί φορῶ;
Ἀπὸ ἐννιὰ χρονῶν καὶ πρίχου
ξέρω τὸ Ἀλκορὰν ξεστίχου·
καὶ φαρσὶ τὸ ξέρω· νά,
θὲς νὰ ἰδῇς; Ἀμὰν Ἀλλᾶ·
κι' ἄλλα κι' ἄλλα ἕνα σωρὸ
ποὺ βαριοῦμαι νὰ στὰ πῶ.
Δὲν μποροῦνε νὰ μὲ ἰδοῦνε·
καὶ τί τσὄκαμα: ἂς τὸ ποῦνε.
Τί νὰ κάμω; δίκιο ἔχουνε...
ὅλοι ξέρουν τὰ κακά μου·
ποιός δὲν ξέρει τὴ γενειά μου;
Κειὸ τὸ ξέρει κάθε μπάμπαλο,
ποὺ ἐγὼ εἶμαι ἕνα σκυλί.
Εἶμαι μὲ τὸν Eliogabalo
πάντα μου φιλὶ—κλειδί.
Ὁ Τιμπέριος ξαδερφός μου
τόμου ἔρχεται ὀμπρός μου
μ' ἀγκαλιάζει ἀδερφικά,
καὶ λιγώνει ἀπὸ χαρά.
Κάθε νύχτα μήπως πέφτω;
Πάντα προβατῶ καὶ κλέφτω.
Ἔχω ψεύτικα κλειδία
γιὰ νὰ γδένω τὰ μαγαζία,
καὶ πετάω, πρὶν πάω σπίτι,
ἕνα αὐτὶ ἢ καμμία μύτη!
Ὦ, ἔχω πάθος, ἔχω λύσσες
γιὰ ν' ἀββελεωάρω βρύσες.
Γιαμὰ ρώτα τὸ Nerone
—Buon compagno e buon pardone—
ρώτα τόνε ἂν ποτὲ
ἔμεινε χωρὶς ἐμέ!
Νἆχε λείψω ἔμνεσκε in aria.
Ἆ! μὲ τάιζε κουκουνάρια!
θέλει τὄχετε ἀκουστά.
Ἐγὼ τοὖπα, τοὖπα· Ἄ,
πρέπει, Νέρωνα, τσὶ μάννας σου
τὰ μυαλὰ νὰ τσὶ πετάξῃς
καὶ τὸ Σένεκα νὰ σφάξῃς...
Ἂς τἀφίσουμε, γιατὶ
εἶναι ἡ μέρα ἡ σημερινή.
Σοῦ πανε πολλοὶ τὰ κάλαντα;
Ὥρα δείπνου ἐπῆγα στὴν Κλαδαινα
—ὅτι ἐφέρναν τὴν ἁπλάδαινα—
καὶ γυρίζοντας ἀπάντησα
ταμπουρᾶδες, μαντολιὰ
καὶ κιτάρες καὶ βιολιά.
Κάπου - κάπου ἄκουα per via
καὶ καμμία σιδεροστία·
μ' ἕνα σίδερο σονάρουνε
τὰ βρομόπαιδα τὸ ζάρουνε.
Παίρνουν ὄβολα ὡστόσο
κι' ἐγὼ παίρνω un catriosso

Ἐγὼ πάω νὰ κάνω βίζιτες;
νἄχω φτώχια, νἄχω πόνους
καὶ νἀκούω: σὲ πολλοὺς χρόνους!
vale a dir: Dottor, νὰ ζήσῃς
κι' ἀπὸ πεῖνα νὰ ψοφήσῃς.
Ξέρω ἐγὼ ἐκεῖνοι οἱ ἄρχοντες
τὸ τί θε΄λανε νὰ κάνω·
τὸ γιατρὸ τὸν τσαρλατᾶνο!
Τσαρλατᾶνος; ἆ! δὲ γένουμαι
ξέρεις τί τοῦ ἀποκραίνουμαι
ὁποιανοῦ μὲ κοσουλτάρει;
—Ἔχω tormini. Χαμάρι,
—Ἔχω βάρος στὸ κεφάλι.
Ἐκειὸ τὄχουν ἄλλοι κι' ἄλλοι.
—Sior dottore, ἔχω θέρμη·
τί νὰ κάμω; γιατὶ σκιάζομαι!
Τί νὰ κάμῃς; σὲ θιαμάζουμαι!
μὲ τὴν κάψα ξεθυμαίνεις!
Θὰ περάσῃ κι' ἔτσι γιαίνεις.
—Μοὔπεσε κι' ὁ Κωσταντῆς.
τὸν ἐσήκωσες εὐθύς,
—Μπᾶ! Ben, ἔκανες τὸ χρέος σου·
μὴ συγχίζεσαι στὸ Θέο σου.
—Μοῦ ἔρχεται νὰ πέσω χάμου.
—Ἔχω μέσ' στὰ σωθικά μου
ἔχω σὰν ἕνα σουγλί.
Μὴ σοῦ καίεται καρφί.
—Ἀμμὴ τούτη ἡ λουλαμάρα
ποὺ μὲ φέρνει στὸ ταβλί μου
νὰ κοιμοῦμαι πάντα; Κοίμου·
ἂς περάσῃ ὁπότε θέλει·
κοίμου ὡς αὔριο· τί σὲ μέλει;
Alle corte, ἡ γιατρρικὴ
εἶναι semplice πολύ.
Σοῦ τὸ λέω χωρὶς μπαρμποῦτα.
Ἂν σοῦ σκαρφιστῇ σὲ τοῦτα
μέτρα ἀλλιώτικα νὰ πάρῃς
δὲν εἶσαι γιατρός, μὰ Τσάρης·
Συφορά σου καὶ μαυρίλα σου,
κάλλιο νἄσουνα στὸ μνῆμα σου.
Ὅποιος θέλει τὰ μυστήρια
νὰ ξαγγλίσῃ, ἔχει ντελίρια
ἐδῶ ἂς ἔρθουνε οἱ γιατροὶ
νὰ μοῦ ποῦνε, ἂν εἶν' 'κανοί,
τί 'ναι κειὸ ποὺ ἀκούω μέσα μου
πάντα, τόμου κομπονέρω·
γιατὶ ἀκόμα δὲν τὸ ξέρω.
Ἕνα βζὶτ μέσ' στὰ μυαλά,
κι' ὄξω ἐπίθετα... ἀπὸ κειά.
Βζὶτ καὶ βγαίνει λέξι, γιέ μου,
ποὺ δὲν ἄκουσα ποτέ μου.
Βζὶτ καὶ πράματα καινούργια
ποὺ μερτάρουνε κουλούρια,
βζὶτ κι' ἡ πέννα πρᾶμα ρέει
ποὺ κάνει ἄθρωπο καὶ κλαίει.
Βζὶτ καὶ λόγο νοστιμεύεσαι
ποὺ ἀφ' τὰ γέλοια ξεκουτιένεσαι.
Βζὶτ κι' ἡ πέννα ὀμπρός, ὀμπρός,
καὶ τελειώνεται ὁ χορός.
Στέκω λίγο... γιαμὰ παίρνω
στουμπωμένο τὸ κουϊντέρνο
ἀπὸ βζὶτ καὶ τὸ κοιτάζω
καὶ πατόκορφα θαυμάζω.
Μωρὲ τί νἆν' τούτη ἡ μπατόστα:
ἐτρελάθηκα de posta!
Τί μπαράκα βλέπω ἐδῶ
ποὺ δὲν ἔχει τελειωμό.
Πρέπει ἐδῶ γιὰ ν' ἀγροικήσουνε
ἐξ ἀρχῆς νὰ ξενυχτήσουνε!
Πρίχου γράψω ἐγὼ δὲν εἶχα
εἰς τὸ νοῦ μου οὔτε τρίχα,
ὄξω ἕνα ἀνεμοστρόγγυλα
ἀπὸ βζὶτ μέσ' στὰ μυαλά,
γιαμὰ βλέπω ἐδῶ ὁλοστρόγγυλα
τοῦτα τὰ πολλὰ κακά
Τὰ ξαναδιαβάζω πάλι
καὶ μὲ gorga ἔτσι μεγάλη
ποὺ ξανακουφαίνω δὰ
οὕλη μου τὴ γειτονιά!
Κι' ἀφοῦ εἶδα καὶ ξαναεῖδα
ποὺ δὲ λείπει μιὰ κουκκίδα,
τὰ μπουρσώνω, ἀντιποδάω
γιὰ τὸ Νιόνιο, κι' ἂς πεινάω.
Οὗλοι οἱ γιατροὶ τοῦ κόσμου
τώρα ἂς ἔρθουνε—μὰ ὀμπρός μου!
νἄρθουνε νὰ μ' ὁνοράρουνε
καὶ τὸ βζὶτ ν' ἀναλιτσάρουνε.
Νὰ ἐκουνιόντανε μιὰ νά ρθουνε!
καὶ νὰ μὴν ξημερωθῶ
ἂ δὲν ἤθελα τσοὺ πῶ·
Πρὶν τσοὶ σκάλες ἀνεβῆτε
νὰ μοῦ προββεντεριστὴτε
γιὰ ν' ἀκοῦστε... τί τηράζετε;
Tromba acustica χρειάζεται.
Ἔτσι γε, Sior Gullen, στρώσου
Sior Morgagni, ἀνασκουμπώσου·
Signor Scarpa vsit che è?
quando sentesi e perchè?
Μίλειε, δὲν εἶσαι μαρμόττα
καὶ, ἂν ὁρίζῃς, βῆξε πρῶτα,
Sior Cottugno, Signor Valles;
Signor Zimmerman; Sior Wit;
Signor Gall, μὲ τσοὶ καρκάλες
ἔσμπλαξες κανένα βζὶτ;
Ὅρσε τώρα... ἡ γιατρικὴ
μαζωμένους ἔχει ἐκεῖ
Οὕλουτσι τσοὺ διαλεχτού τσι·
τί ἀποκραίνουνται; παπούτσι!
παίρνουν τὰ σοράντα ὄρατα
φεύγουνε μὲ τὰ μετσίλια·
οὗλοι, σὰ νὰ μὴ τσοὺ μίλια·
Concludiamo: ἡ φλυαρία
per gli effetti μοναχα!
sulle cause, τσιμουτία,
οὔτε λίγα οὔτε πολλά.
Μὴ γυρεύῃς τί εἶναι βζὶ
oh! gli effetti, signor si
ἀπὸ βζὶτ τὸ Passio βγαίνει
ποὺ τὸ τύμπανο κουφαίνει
βζὶτ καὶ βγαίνει ἠ Mottoneide
μ' ἕνα φάσκελλο all' Eneide.
Ἀπὸ βζὶτ μὲ τσοὶ κορῶνες
βγαίνουν οἱ dissertationes,
κι' εὐθὺς πᾶνε καὶ κουρνιάζουνε
σίου, σίου, καμαρωτὰ
στὸ Demostene κοντά.
μὲ τὸ βζὶτ πετιέται tutto
il sonetto στὸ χαρτί,
ξάφνου ξάφνου come un rutto
ποὺ γιὰ νἄβγῃ δὲν ἀργεῖ.
Τὸ βζὶτ τά 'χει γεναμένα
ὅσα ἔχω καμωμένα·
Οὗλα μου εἶν' τοῦ βζὶτ παιδία,
οὗλα μά τὴν Παναγία!
Μὴ le cause, γιατὶ χάνεσαι.
Σοῦ τὰ λέω γιατὶ τὰ αἰσθάνεσαι·
τέτοια ἂς λένε, ἂν ὁρίζουνε,
γιατὶ ἀλλιῶς μοῦ φλυαρίζουνε.
Μὰ σὲ σκότισα: Σηκώνου
κάπου κάπου. Καὶ τοῦ χρόνου!