Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
Η ΠΑΡΑΦΡΩΝ.


(Ἐπεισόδιον τῶν ἐν Βιζύῃ καταστροφῶν.)

Φορεῖ μυρτόπλεκτο στεφάνι
στ’ ἀπόπλεγά της τὰ μαλλιά·
περνάει ἀπ’ ἔξ’ ἀπὸ τὴν στάνη
δειλά κι’ ἀργά ἡ κοπελιά,
καὶ τραγουδάει ἀφαιρεμένη
στὴν συμφορά της τὴν βαρειά,
—Φέρτε τὰ στέφανα! Φέρτε κεριά,
γιατ’ ὁ γαμβρὸς μὲ περιμένει!

Τὴν στάνη βλέπ’ ἐρημωμένη,
τ’ ἀρνιὰ ’σὲ χέρι τουρκικό·
μὰ δὲν ’θυμᾶται πιά, ἡ καϋμένη,
πῶς τὴς ’σκοτῶσαν τὸν βοσκό!
Καὶ τραγουδάει, καὶ διαβαίνει
μὲ τὴν νεκρόχλωμη θωριά,
—Φέρτε τὰ στέφανα! Φέρτε κεριά,
γιατ’ ὁ γαμβρὸς μὲ περιμένει!

Ἀπὸ παιδὶ τὸν ἀγαποῦσε·
κ’ ἦταν ὁ γάμος Κυριακή.
Λευκονδυμένη ’καρτεροῦσε
νὰ μαζευθοῦν οἱ χωρικοί,
νἀρθοῦν οἱ φίλ’ οἱ καλεσμένοι
ἀπὸ τὰ ’λόγυρα χωριά.
—Φέρτε τὰ στέφανα! Φέρτε κεριά,
γιατ’ ὁ γαμβρὸς μὲ περιμένει!

Θωροῦν καπνούς, ἀκοῦν τουφέκια—
Ἔρχετ’ ἡ νυμφικὴ πομπή.
Ἀκοῦν φωναὶς καὶ τουμπελέκια:
Ἀνοίξτ’! Ἀνοίξετε νὰ ’μβῇ!
Εἶν’ οἱ παππάδες φορεμένοι,
κ’ εἶναι πολλή ἡ ἀργοποριά,
—Φέρτε τὰ στέφανα! Φέρτε κεριά,
γιατ’ ὁ γαμβρὸς μὲ περιμένει!

Ἀνοίγ’ ἡ θύρα καὶ κυττάζουν—
Βόηθα Χριστὲ ἀπ’ τὸν οὐρανό!
Δεξιὰ ζερβιά οἱ Τοῦρκοι σφάζουν
ὅποιον εὑροῦνε Χριστιανό!..
Τοὺς Ῥούσσους φεύγουν νικημένοι,
καὶ καίγουν τ’ ἄφταιστα χωριά—
Κρύψτε τὰ στέφανα καὶ τὰ κεριά,
γιατ’ εἴμασθ’ ὅλοι ’σκοτωμένοι!

Ἡ στάνη ’γένηκ’ ἄνου κάτου,
ἄνου καὶ κάτου τὸ χωριό!
Τρέχ’ ὁ γαμβρὸς μὲ τ’ ἃρματά του,
τρέχ’ ὅλο τὸ συμπεθεριό,
γιὰ νὰ γλυτώσουν τὴν κλεμμένη
ἀπὸ τ’ ἀνήμερα θεριά.
—Ποὖναι τὰ στέφανα καὶ τὰ κεριά,
καὶ ποὖν’ ἡ νύφ’ ἡ παινεμένη;

Τοὺς ’μέθυσεν ὁ στολισμός της,
τ’ ὡραῖο σῶμά της καὶ νιό·
’σκοτῶσαν τὸν γαμβρὸν ἐμπρός της,
’σφάξαν τὸν γέρο της γονιό·
καὶ τὴν ἐσύραν ζαλισμένη
μέσ’ στὰ βουνὰ τὰ μακρυά!
—Ποὖναι τὰ στέφανα καὶ τὰ κεριά;
Ποὖν’ ὁ γαμβρὸς ποῦ περιμένει;

Τὸν εἶδε λείψανο ’μπροστά της,
σὰν τὴν ἐσέρναν μὲ σπουδή.
Ἐσάλεψαν τὰ λογικά της,
θαρρεῖ πῶς ζῇ, καὶ τραγουδεῖ:
—Παρακαλῶ γονατισμένη,
πάρετε μ’ ὅλα τὰ φλουριά,
καὶ φέρτε στέφανα! Φέρτε κεριά,
γιατ’ ὁ γαμβρὸς μὲ περιμένει!

Κι’ ἂν θέτε κι’ ἄλλα, αὐτός, τ’ ὀμόνω,
θὰ σᾶς τὰ φέρῃ στὴν στιγμή.
Ἀφῆστε τὴν ζωή μου μόνο,
ἀφῆστε μόνο τὴν τιμή!
Γιατὶ μιὰ κόρη κολασμένη
πῶς νὰ καλέσῃ στὰ χωριά:
—Φέρτε τὰ στέφανα, φέρτε κεριά,
γιατ’ ὁ γαμβρὸς μὲ περιμένει;—

’Ψηλὰ στὴν ὄχθη γονατίζει,
νομίζει κάποιος τὴν κρατεῖ.
Κάποιος τὴν μάχεται νομίζει,
νὰ τὸν ξεφύγ’ ἀδυνατεῖ.
Καὶ κράζει, μ’ ὄψ’ ἀπελπισμένη
καὶ μὲ νεκρόχλωμη θωριά:
—Φέρτε τὰ στέφανα! Φέρτε κεριά,
γιατ’ ὁ γαμβρὸς μὲ περιμένει!

Ἀπὸ τὴν ὄχθη ξεπετιέται,
πέφτει στῆς λίμνης τὰ νερά!
Ἡ λίμν’ ἀνοίγει καὶ σκορπιέται,
καὶ ξανακλείει θλιβερά!..
Κ’ ἔξ’ ἀπ’ τὴν ἄβυσσο δὲν μένει
παρὰ ἡ φωνή της ἡ βαρειά:
—Φέρτε τὰ στέφανα! Φέρτε κεριά,
γιατ’ ὁ γαμβρὸς μὲ περιμένει!..