Η Παιδούλα
Συγγραφέας:


Έλαμπ' η δροσούλα ανάλαφρη
στης αυγής τον ήλιο αγνάντια
και τον κήπο εμυριοστόλιζε
με τρεμάμενα διαμάντια.
Κι' όλ' οι ανθοί, σαν να τους χάιδευε
λες αθώρητο ένα χέρι,
καμάρωναν κι' αργοσάλευαν
κ' εψιθύριζαν στ' αγέρι:

-"Πού πηγαίνει η κόρη η πρόσχαρη
"με τη νύχτα στα μαλλιά της,
"με τ' αστέρια στα ματάκια της,
"με τα' αηδόνια στη λαλιά της,
"με τα χείλη της, που η μέλισσα
"τα θωρεί κρυφά και θέλει
"ναύρη εκεί -ω ρόδα απάρθενα!-
"Το γλυκύτερο της μέλι;"

Κ' ελαφρά κι' αχνά ανασαίνοντας
αποκρίθηκε τ' αγέρι:
-'Τούτ' η κόρη η γλυκοθόρητη
"που στη γη δεν έχει ταίρι
"πάει με γέλια, πάει μ' ονείρατα,
"πάει με πόθους, πάει τρεχάτη
"απ' την στράτα την ανθόσπαρτη
"στης χαράς τ' ωραίο παλάτι".

Η δροσούλα στάζει ανάλαφρη
και θολή, θολή δεν λάμπει
λες με δάκρυα στολίζονται
όλοι οι κήποι κι' όλοι οι κάμποι...
Κι' όλ' οι ανθοί, σαν να προσπέρασε
άγριο κι' άπονο ένα χέρι,
γέρνουν τη θλιμμένην όψι των
κ' ερωτούν δειλά τ' αγέρι:

-"Πού πηγαίν' η κόρη σήμερα
"με κλεισμένα τα ματάκια της,
"με τα χέρια σταυρωμένα,
"με τα χείλη αχνά κι' αμίλητα
"που τριγύρω των κι' απάνω
"το χαμόγελο εκρυστάλλωσε
"κρύο κι' άχαρο και πλάνο;"

Και πικρά, βαρειά ανασαίνοντας
αποκρίθηκε τ' αγέρι:
-"Τούτ' η κόρη η πολυπόθητη,
"που στη γη δεν είχε ταίρι,
"πάει νυφούλα ανθοστεφάνωτη,
"πάει με το στερνό κρεββάτι
"απ' τη στράτα την αγύριστη
"μέσ' του Χάρου το παλάτι".