Ἡ Νιόβη
Συγγραφέας:


Δὲν ἔβγαλ' ἕνα δάκρυ· στὸν ἀέρα
μοιρολόϊ δὲν ἀσήκωσε κἀνένα,
σὰν εἶδε τοῦ Ταντάλου ἡ θυγατέρα
τὰ ἑφτὰ κ' ἑφτά της τέκνα ὅλα σβυσμένα.

Ἔμεινε ἡ μαύρη μάνα ὁλόρθη ξέρα
στὰ αἵματα, ποῦ γύρω ἦταν χυμένα
μήτ' ἐσείστη ἀπὸ τότε ὣς τέτοια μέρα,
ὅσα στοιχεῖα καὶ ἂν εἶδε μανιωμένα.

Λένε πῶς οὔτε ἡ μακρυνὴ συνήθεια
κάνει αὐτὸς ποῦ περνάει νὰ μὴ δακρύσῃ
γιὰ τ' ἄχαρου κορμιοῦ τὰ ξερολίθια·

καὶ πῶς, ἂν ὁ καϋμός του αὖρα ξυπνήσῃ,
ἀπὸ τῆς μάνας τὰ πέτρινα στήθια,
ἑφτὰ κ' ἑφτὰ φοραὶς πρέπει νὰ ἡχήσῃ.