Η Ναϊάς
Συγγραφέας:


Α΄.

Ὁ Τζὼν Λίττελ περιεφέρετο εἰς τὴν προκυμαίαν τοῦ Θαμέσιος, τὸ σιγάρον εἰς τὸ στόμα, τὰς χεῖρας εἰς τοὺς κόλπους, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν ἀέρα, ἀργὸς καὶ ἀμέριμνος ὡς ὁ πλουσιώτερος Λόρδος τῆς ὁδοῦ Ῥήτζεντ - Στρείτ· καὶ ὅμως οἱ τετριμμένοι ἀγκῶνές του, ὁ μεμαδημένος του πῖλος καὶ τὰ χαίνοντα ὑποδήματά του δὲν ἀπεδείκνυον υἱὸν τῆς μεγαπλούτου ἀριστοκρατίας.

Ὁ Ἰωάννης Λίττελ ἦτο τῷ ὄντι ἐκ γονέων εὐτελῶν καὶ πενήτων. Ἀλλ' αἱ σπουδαί του εἰς τὸ ἐνοριακὸν σχολεῖον τοῦ χωρίου του καὶ ἡ ἀνάγνωσις τινῶν μυθιστοριῶν τοῦ Μαρυάτου, ὕψωσαν τὰς ἰδέας του ὑπὲρ τὴν σφαῖραν τῆς γεννήσεώς του, καὶ ὁ Λίττελ ἐπίστευσεν ὅτι ἦν προωρισμένος εἰς μεγάλα πράγματα.

Πρὶν ἢ γίνῃ ὅμως ἥρως μυθιστορήματος, ἦτον ἀνάγκη νὰ ζήσῃ, καὶ ἵνα ζήσῃ νὰ τρώγῃ, καὶ ἵνα τρώγῃ νὰ ἔχῃ χρήματα, καὶ τέλος ἵνα ἔχῃ χρήματα νὰ ἐργάζηται, ὅπως δήποτε.

Ὁ Λίττελ εὕρισκε τὸν σωρείτην τοῦτον ἀνεπίληπτον, δι' ὃ καὶ συγκατένευσε νὰ δεχθῇ θέσιν γραφέως εἰς ἐμπορικὸν κατάστημα, θεωρῶν αὐτὴν ὡς προοίμιον μόνον, ὡς τὴν κάτω βαθμίδα ἐφ' ἧς πρέπει νὰ πατήσῃ πᾶς ὅστις θέλει νὰ φθάσῃ καὶ εἰς τὴν ἄνω.

Ἡ θέσις αὕτη ἐξεπλήρου τὴν πρωτίστην τοῦ Λίττελ ἀξίωσιν, τουτέστι τὸν ἔτρεφεν. Ἀλλ' ὁ Λίττελ εἶχεν ἀνέκαθεν ἰδιαιτέραν τινὰ συμπάθειαν πρὸς τὸ Αἲλ, τὸν ἐθνικὸν ζύθον, καὶ πρὸς χάριν αὐτοῦ, τὸν μόνον Ἑλληνικὸν στίχον ὃν διετήρησεν εἰς τὴν μνήμην του ἐκ τῶν ὁπωσοῦν ἀτελῶν κλασικῶν του σπουδῶν, ἄριστον μὲν ὕδωρ, παρῴδει συνεχῶς, καὶ ἐστρέβλου εἰς αἰράϊστος μὲν τζιοῦθως (ἄριστος μὲν ζύθος). Προσέτι δὲ καὶ ἠγάπα ν' ἀναπαύηται τὸ ἑσπέρας, ἀπὸ τῆς μηχανικῆς ἐργασίας τῆς ἀντιγραφῆς καταφεύγων εἰς τὴν διανοητικωτέραν διασκέδασιν τῶν χαρτοπαιγνίων.

Ταῦτα ἦσαν ἀδυναμίαι ἀναμφιβόλως· ἀλλ' ἐκ τῶν μυθιστοριῶν του εἶχε μάθει ὅτι ὅλοι οἱ μεγάλοι ἄνδρες, παρελθόντες καὶ μέλλοντες, ἔχουσι τὰς ἰδικάς των. Αἱ ἀδυναμίαι ὅμως αὗται ἐξήντλουν καὶ τὸ ἔσχατον πένυ τοῦ μισθαρίου του, δι' ὃ οἱ τετριμμένοι ἐκεῖνοι ἀγκῶνες, ὁ μεμαδημένος πῖλος, καὶ τὰ χαίνονται ὑποδήματα.

Ἀλλ' ἐκτὸς αὐτῆς, ἐκ τῶν μυθιστοριῶν εἶχεν ἀντλήσει καὶ ἄλλας τινὰς ἀξιολόγους ἀρχὰς περὶ ἀνεξαρτησίας, περὶ ἐλευθερίας, καὶ περὶ τῆς τῶν ἀνθρώπων ἀξίας. Ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν τινὲς τῶν λογαριασμῶν οὓς ἀντέγραφε, τῷ ἐφάνησαν ὡς διφορούμενοι, καὶ τῷ ἐπῆλθεν ὑποψία ὅτι ὁ ἔμπορός του ἀναμίγνυται εἰς ἀνθρωπεμπορίαν.

Κυριευθεὶς ἑπομένως ὑπ' ἀγανακτήσεως, ἔδραμε πρὸς αὐτὸν, καὶ τῷ εἶπεν, ὅτι δὲν θέλει νὰ ὑπηρετῇ πλέον τὸν πωλοῦντα τὸν ὅμοιόν του, τὸν καταπροδίδοντα τὴν ἐλευθερίαν τῶν ἀδελφῶν του! Ὁ δ' ἔμπορος τῷ ἔδωσεν ἓν λάκτισμα, καὶ τὸν ἐκύλισε κάτω τῆς κλίμακός του. Ἰδοὺ διατὶ περιεφέρετο ἀργὸς εἰς τὴν προκυμαίαν, βλέπων τὸν ἀέρα καὶ καπνίζων τὸ σιγάρον του.

Ἐν ᾧ δ' ἦν οὕτως ἠσχολημένος, διελθών τις πλησίον του, τὸν ἐκτύπησε σφοδρῶς εἰς τὸν ὦμον.

- Σᾶς ζητῶ μυριάκις συγγνώμην, κύριε, εἶπεν ὁ ξένος οὗτος.

- Δὲν βλάπτει παντάπασιν, ἀπεκρίθη εὐγενῶς ὁ Κ. Τζὼν Λίττελ.

- Ὦ! πιστεύσατέ με, σᾶς ἐκτύπησα ἐξ ἀπροσεξίας. Δὲν εἶχον τὸν νοῦν μου. Μὲ ἀπησχόλει τὸ ἐξαίσιον θέαμα τῶν ἀναριθμήτων τούτων πλοίων. Καθ' ἡμέραν χιλιάδες στρέφουσι τὴν πρώραν των πρὸς τὰ τέσσαρα σημεῖα τοῦ κόσμου. Ἐσυλλογιζόμην τί εὐτυχεῖς ὅσοι δύνανται νὰ περιέρχωνται τὴν ὑφήλιον ἐπὶ τῶν πτερῶν τῶν θαλασσίων τούτων ὀρνέων. Δὲν εἶσθε τῆς ἰδέας μου, κύριε;

- Ἐντελῶς τῆς ἰδέας σας εἶμαι, κύριε, ἀπεκρίθη ὁ Λίττελ. Ἤθελον νομίσει ἐμαυτὸν εὐτυχέστατον, ἂν μοὶ ἐδίδετο ποτὲ νὰ περιηγηθῶ εἰς τὰς ἀγνώστους ἐκείνας ἀκτὰς, ὅσας σπανίως ἐπισκέπτεται ὁ πολιτισμὸς, νὰ ἰδῶ ὅλα τῆς φύσεως τὰ θαυμάσια, καὶ νὰ σπουδάσω τὸν ἄνθρωπον εἰς ὅλας τὰς καταστάσεις του.

- Ἐννοῶ κάλλιστα, ὑπέλαβεν ὁ ἄλλος, τὸν φιλοσοφικὸν αὐτὸν πόθον σας, καὶ τὸν συμμερίζομαι ἐντελῶς. Φαντασθῆτε τὴν θλίψιν μου! Ἓν ἐκ τῶν ὡραιοτάτων πλοίων ὅσα βλέπετε εἰς τὸν ποταμὸν, ὁ πάρων ἢ τὸ βρίκιον ἐκεῖνο ἐκεῖ, ἡ Ναϊὰς, εἶν' ἕτοιμον ν' ἀναχωρήσῃ δι' ἐπιστημονικὴν τοιαύτην περιοδίαν. Ὁ ἀξιόλογος πλοίαρχος, ὁ φίλος μου Κ. Σπραίϋ, μ' ἐπρότεινε νὰ τὸν συνοδεύσω. Κατὰ δυστυχίαν δὲν μοὶ τὸ ἐπιτρέπουσιν αἱ ὑποθέσεις μου, καὶ ἠναγκάσθην νὰ μὴ δεχθῶ.

- Ὦ! ἔχετε ἄδικον! ἀνέκραξε μετ' ἐνθουσιασμοῦ ὁ Λίττελ. Ἂν ἤμην εἰς τὴν θέσιν σας, κἀμμία ὑπόθεσις δὲν θὰ μ' ἀνεχαίτιζε.

- Καὶ ἔχετε τόσην ἐπιθυμίαν διὰ τοιαύτην ὁδοιπορίαν;

- Ἐρωτᾶτε; Ἀπερίγραπτον ἔχω ἐπιθυμίαν.

- Τότε λοιπὸν, εἶπεν ὁ ξένος, ἴσως μ' ἔφερεν ἀγαθὴ τύχη ἐμπρός σας. Σᾶς εἶπον ὅτι ὁ Κ. Σπραίϋ εἶναι φίλος μου. Τῇ ἀληθείᾳ δὲν ἀπελπίζομαι ὅτι, ἂν τῷ προτείνω, ἐδύνατο νὰ σᾶς δεχθῇ πρὸς χάριν μου. Διατί ὄχι; Τί ἔχει νὰ ζημιωθῇ; Καὶ θ' ἀπολαμβάνῃ καὶ τὴν εὐχαρίστησιν τῆς συναναστροφῆς σας.

- Ὦ κύριέ μου! ἀνέκραξεν ὁ Τζὼν ἐκτὸς ἑαυτοῦ. Εἶναι δυνατὸν νὰ ἐλπίσω ποτὲ τοιαύτην εὐτυχίαν; Ἀλλ' ὄχι· χρεωστῶ νὰ σᾶς ὁμολογήσω εἰλικρινῶς…

- Ἂν δὲν θέλητε… εἶπεν ὁ ξένος.

- Νὰ μὴ θέλω; Πῶς γίνεται! Δὲν εἶναι τοῦτο. Ἀλλὰ, βλέπετε … Σᾶς τὸ ἐξομολογοῦμαι… Δὲν ἔχω νὰ πληρώσω τὸν ναῦλον.

- Καὶ ποίαν χάριν θὰ μοὶ ἐδείκνυεν ὁ ἀγαθὸς Κ. Σπραίϋ, εἶπεν ὁ ξένος, ἂν σᾶς ἐζήτει ναῦλον; Πρέπει, ἐννοεῖται, νὰ σᾶς δεχθῇ ἄναυλον.

- Ἀλλὰ … ὄχι μόνον τοῦτο… Δὲν ἔχω, τοῦτο εἶναι ἡ ἀλήθεια, οὔτε τὴν τροφήν μου πῶς νὰ πληρώσω.

- Ἄ! εἶπεν ὁ ξένος γινόμενος σκεπτικός. Τοῦτο εἶναι ἀληθὴς δυσκολία! Ἴσως ὅμως δὲν ἦτον ἀδύνατον νὰ εὑρεθῇ τρόπος … Εἶσθε νέος εὔρωστος, ὑγιής. Ἴσως ἂν, πρὸς χάριν τῆς ἐπιστήμης, συγκατενεύετε νὰ δίδητε ἐνίοτε χεῖρα βοηθείας… Ὅμως τί λέγω; Βεβαίως δὲν σᾶς ἀρέσκουν αἱ ναυτικαὶ ἐργασίαι.

- Ἐξ ἐναντίας, κύριέ μου, ἀνέκραξεν ὁ Λίττελ περιχαρής. Καὶ μάλιστα ἔχω καὶ μικρὰν πεῖραν. Ἐξ ἐναντίας εἶμαι προθυμώτατος νὰ ἐξαγοράζω δι' ἐργασίας τὸν ἄρτον μου καὶ τὸν ζύθον μου. Σᾶς ὁμολογῶ μάλιστα ὅτι θὰ προσεβάλλετο ἡ φιλοτιμία μου, ἂν ἤξευρον ὅτι εἶμαι εἰς βάρος τοῦ πλοιάρχου.

- Ὤ! τότε, εἶπεν ὁ ξένος, τὸ πρᾶγμα συμβιβάζεται κάλλιστα. Ἠμπορεῖτε μάλιστα ἐκτὸς τροφῆς καὶ ἀφθόνου ζύθου, νὰ ἐλπίσητε καί τινας ἀμοιβὰς, καί τινα ἀντιμισθίαν. Ἂν λοιπὸν θέλητε, φέρετε τὰ φορέματά σας, καὶ ἐγὼ σᾶς περιμένω ἐδὼ, καὶ σᾶς παρουσιάζω ἀμέσως εἰς τὸν φίλτατον Κ. Σπραίϋ.

- Κύριε, εἶπεν ὁ Λίττελ, τὰ φορέματά μου τὰ φέρω ἐπ' ἐμοῦ.

- Τότε λοιπὸν, ἂς ὑπάγωμεν.

Καὶ εἰσῆλθον εἰς τὴν πρώτην λέμβον.

- Καὶ ποῦ θὰ περιοδεύσῃ ἡ Ναϊάς; ἠρώτησεν ὁ Λίττελ.

- Εἰς τὴν Ἀφρικὴν, εἰς τὴν Ἀμερικὴν, ἀπεκρίθη ὁ ἄλλος· παντοῦ ὅπου ἡ φύσις περιέχει τι ἄξιον σπουδῆς καὶ θέας.

Ὁ Λίττελ ἔσφιγξε τὴν χεῖρά του εἰς ἔκφρασιν ἀνωτέρας λόγων εὐγνωμοσύνης.

Ὁ πλοίαρχος Κ. Σπραίϋ ἐδέχθη προσηνέστατα τὸν φίλον τοῦ φίλου του, τὸν κατέταξεν εἰς τὸ πλήρωμά του, καὶ τῷ ὑπεσχέθη ὅτι θὰ ἰδῇ πράγματα ἐξαίσια, πράγματα ὅσα δὲν φαντάζεται.


Β΄.

Τὴν ἐπαύριον ἡ Ναϊὰς ἔπλεεν ὑπερηφάνως ἐκτὸς τοῦ Θαμέσιος, ἀναπετάσασα εἰς τὸν βοῤῥᾶν ὅλα της τὰ ἱστία, καὶ μετὰ ἕνα μῆνα ἡ τρόπις της ὤργωνε τὰ κύματα τῆς Σενεγαμβίας εἰς τὴν δυτικὴν παραλίαν τῆς Ἀφρικῆς.

Ὁ πλοίαρχος Κ. Σπραίϋ ἐφάνη εἰς τὸν φίλον μας Τζὼν κατὰ τὸ διάστημα τοῦ διάπλου ἀποτομώτερος ἀφ' ὅ,τι εἶχε δειχθῇ εἰς αὐτὸν κατὰ τὴν πρώτην ὑποδοχήν του. Πολλάκις τῷ συνέβη νὰ τὸν ἰδῇ, τὸ πιστόλιον εἰς τὴν χεῖρα, ν' ἀπειλῇ ὅτι θὰ χύσῃ τὰ μυελὰ τοῦ πρώτου ὅστις δὲν τὸν ὑπήκουε.

Τοὺς τρόπους τούτους δὲν ἔκρινεν ὁ Λίττελ πολὺ οἰκείους εἰς ἀρχηγὸν ἐπιστημονικοῦ πλοῦ. Ἀλλὰ τοιαῦτα εἶναι τα ἤθη τῶν ναυτικῶν. Ἡ ἕξις τοῦ ἀπολύτως ἄρχειν τοὺς καθιστᾷ πολλάκις τυραννικούς. Ἄλλως τε ὁ ἀγαθὸς Λίττελ, περιοριζόμενος εἰς μόνα τὰ καθήκοντά του, καὶ φιλοτιμούμενος νὰ τὰ ἐκπληροῖ ἀκριβῶς πάντοτε, ἦτο σπανίως ἀντικείμενον τῆς ὀργῆς, καὶ ὡς καὶ αὐτῆς τῆς προσοχῆς τοῦ πλοιάρχου.

Μίαν αὐγὴν ὁ ἥλιος ἀνατέλλων εὗρε τὸν Κ. Σπραίϋ προσερειδόμενον εἰς τὸν ἀριστερὸν τοῖχον τῆς Ναϊάδος, καὶ παρατηροῦντα μετὰ προσοχῆς τὸν ἔρημον λιμένα ὃν παρέπλεον κατὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην, καὶ ἐντὸς τοῦ λιμένος ἡμιολίαν ἢ Γολέττταν, ὡραίας κατασκευῆς, ἥτις ἦν προσωρμισμένη εἰς τὸ βάθος αὐτοῦ, καὶ εἰς τὸν ἄκρον ἱστὸν τῆς ἡμιολίας ἐπισείοντα ὅστις ἐκυμάτει, καὶ ἀπεδείκνυεν ὅτι τὸ πλοῖον ἦτο πολεμικόν.

Φαίνεται δ' ὅτι ἡ ἡμιολία παρετήρησε καὶ αὐτὴ τὸν πάρνωνα· διότι ἔσπευσε ν' ἀνασύρῃ τὴν σημαίαν της εἰς τὸ ἄκρον τῆς κεραίας τοῦ ἐπιδρόμου της, καὶ νὰ τὴν ἀναγγείλλῃ, ἢ νὰ τὴν στηρίξῃ, ὡς λέγουσιν οἱ ναυτικοὶ, διὰ μιᾶς βολῆς πυροβόλου. Ἡ δὲ θαλασσία αὖρα ἀνείλιξε τὰς πτυχὰς τῆς Βρεττανικῆς σημαίας.

Ἡ Ναϊὰς, ἂν εἶχέ τι συμφέρον νὰ μὴ ἀποκριθῇ εἰς τὴν ἐμβληματικὴν ταύτην ἐρώτησιν, ἤθελε βεβαίως σπεύσει νὰ ἐκτείνῃ ὅλας τὰς λευκὰς πτέρυγάς της, καὶ νὰ στρέψῃ τὸ ῥύγχος της πρὸς τὸ πέλαγος. Ἀληθὲς ὅμως εἶναι ὅτι, ἂν ἐπρόκειτο περὶ σταδιοδρομίας μεταξὺ τῶν δύω πλοίων, ἢ μικρὰ, ἐλαφρὰ, καὶ ὡς χελιδὼν ἐπιμήκης ἡμιολία εἶχε πολλὰς πιθανότητας νὰ κερδίσῃ τὸ ἆθλον ἐπὶ τοῦ βαρέως καὶ προγάστορος ἀνταγωνιστοῦ της.

Ἀλλὰ φαίνεται ὅτι οὐδὲν τοιοῦτο συμφέρον ὑπῆρχε, διότι ἡ Ναϊὰς, ὡς πρέπει εἰς πλοῖον σῶφρον καὶ εὐγενοῦς συμπεριφορᾶς, ἀνεβίβασε καὶ αὐτὴ ἐν τῷ ἅμα τὴν ἐμπορικὴν σημαίαν τοῦ αὐτοῦ ἔθνους, καὶ τὴν ἐχαιρέτισε καὶ αὐτὴ διὰ κανονοβολισμοῦ, ἐπιτηδευομένη τοὺς ἀριστοκρατικοὺς τρόπους τῶν βασιλικῶν πλοίων.

Συγχρόνως δὲ, κλίνασα τὴν πρύμνην της ὡς εἰς φιλόφρονα χαιρετισμὸν, ἔστρεψεν αὐτὴν πρὸς τὸ στόμιον τοῦ λιμένος, καὶ μετ' ὀλίγον εἰσέπλευσεν εἰς αὐτὸν, καὶ ἐλθοῦσα ἠγκυροβόλησε πλησίον τῆς ἡμιολίας, καὶ συνέστειλε τὰ ἱστία της μετὰ τοσαύτης ταχύτητος καὶ τοσαύτης ἀκριβείας, ὥστε ἐκίνησε τὸν θαυμασμὸν, ἴσως καὶ τὴν ζηλοτυπίαν τῶν γειτόνων της. Ἐν τῷ ἅμα καὶ ἡ λέμβος τῆς Ναϊάδος ἐῤῥίφθη εἰς τὴν θάλασσαν.

Μετ' ὀλίγα δὲ λεπτὰ ὁ πλοίαρχος Σπραίϋ, ἀκολουθούμενος ὑπὸ τοῦ ναύτου Λίττελ, ἀνέβαινε τὴν κλίμακα τῆς ἡμιολίας.

- Ἔχω τὴν τιμὴν ν' ἀποτείνωμαι πρὸς τὸν πλοίαρχον τοῦ πλοίου τούτου; εἶπε πρὸς νέον ἀξιωματικὸν ἐρχόμενον εἰς προϋπάντησίν του.

- Μάλιστα, κύριε, ἀπεκρίθη οὗτος. Ἀρθοὺρ Φίλθων, πλοίαρχος τῆς Βασιλικῆς ἡμιολίας ὁ Δελφίν.

- Ὁποία εὐχαρίστησις, πλοίαρχε Φίλθων, εἶπε περιπαθῶς ὁ Σπραίϋ ν' ἀπαντῶνται συμπατριῶται εἰς τὰ ἄγρια ταῦτα μέρη, εἰς μέρη τόσον μεμακρυσμένα τῆς κοινῆς πατρίδος, τῆς εὐθύμου Ἀγγλίας; Ἀλλ' ἐπιθυμεῖτε ἴσως νὰ ἰδῆτε τὰ ἔγγραφά μου;

- Ἂν ἔχητε τὴν καλωσύνην… εἶπεν ὁ πλοίαρχος Φίλθων, ἀπαντῶν δι' εὐγενοῦς χαιρετισμοῦ εἰς τὴν πρόθυμον προσφορὰν τοῦ Κ. Σπραίϋ.

Ἐν τῷ ἅμα δ' οὗτος, σύρων ἐκ τοῦ κόλπου του χαρτοφυλάκιον χρυσοκέντητον, ἔλαβεν ἐξ αὐτοῦ διάφορα χαρτία, καὶ τὰ ἐνεχείρισεν εἰς τὸν ἀξιωματικόν.

Ὁ πλοίαρχος τοῦ Δελφῖνος, τ' ἀνέγνωσεν ἅπαξ, καὶ μετὰ ταῦτα ἐπανέλαβε τὴν ἀνάγνωσιν πάλιν καὶ πάλιν, καὶ ἐφάνη δίδων εἰς αὐτὰ περισσοτέραν προσοχὴν ἀφ' ὅ,τι ἀπῄτει ἡ εὐγένεια πρὸς πλοῖον ἀνεπιλήψιμον, ὁποῖον ἡ Ναϊάς. Τέλος δὲ τ' ἀπέδωκεν εἰς τὸν Κ. Σπραίϋ, ὅστις περιέμενε μεθ' ὑπομονῆς.

- Λάβετέ τα, εἶπεν. Εἶναι ἐν τάξει.

Μετ' ὀλίγων δὲ στιγμῶν δισταγμὸν,

- Λοιπὸν, Κύριε Σπραίϋ, εἶπε, προσηλῶν ἐπ' αὐτοῦ ἐταστικὸν βλέμμα, ὁδοιπορεῖτε δι' ἐρεύνας ἐπιστημονικάς; Εἶσθε βέβαιος περὶ τούτου;

- Ἂν εἶμαι βέβαιος! εἶπεν ὁ Σπραίϋ, συστέλλων τὰς ὀφρῦς. Ἀλλ' ἀμέσως ἐμειδίασε μειδίαμα πονηρὸν, καὶ στραφεὶς πρὸς τὸν Λίττελ,

- Ἄφες μας, τῷ εἶπεν· ἐπίστρεψον εἰς τὴν λέμβον.

Ἔπειτα δὲ, πλησιάσας εἰς τὸν πλοίαρχον,

- Πλοίαρχε Φίλθων, τῷ εἶπε μετὰ μυστηριώδους φωνῆς· εἰς ἀξιωματικὸν τῆς Α. Μεγαλειότητος δύναμαι νὰ ἐμπιστευθῶ ἀκινδύνως. Γνωρίζετε αὐτὴν τὴν ὑπογραφήν;

Καὶ τῷ παρουσίασεν ἕτερον ἔγγραφον.

- Τοῦ ὑπουργοῦ τῶν ἀποικιῶν, εἶπεν ὁ Φίλθων.

- Μάλιστα. Βλέπετε. Τὸ μὲν πρόσχημα εἶναι αἱ ἐπιστημονικαὶ ἔρευναι, ἡ δὲ μυστικὴ ἐντολὴ εἶναι νὰ κατασκοπεύσω τὰ Γαλλικὰ Γραφεῖα ἢ καθιδρύματα καθ' ὅλην τὴν παραλίαν τῆς Ἀφρικῆς. Ἐννοεῖτε ὅτι δὲν ἐδύνατο ν' ἀνατεθῇ τοῦτο εἰς πολεμικὸν πλοῖον, χωρὶς νὰ διεγείρῃ ὑποψίας, καὶ τοῦτο σᾶς ἐξηγεῖ ὅ,τι ἴσως ὄχι λίαν κανονικὸν δύναται νὰ ἔχῃ ἡ ὄψις τοῦ πλοίου μου.

- Ἄ! τότε ἐννοῶ… τοῦτο ἐξηγεῖ βεβαίως…

- Καὶ τώρα, εἶπεν ὁ Κ. Σπραίϋ, πλοίαρχε Φίλθων, θὰ μοὶ δώσητε τὴν ἄδειαν νὰ ἐπιστρέψω. Ἀφ' οὗ ὅμως εἶχον τὴν εὐτυχίαν νὰ σᾶς ἀπαντήσω ἐδὼ, ἀποφασίζω νὰ μείνω ὅλην ταύτην τὴν νύκτα. Ἠμπορῶ νὰ ἐλπίσω ὅτι ἀπόψε περὶ τὰς ὀκτὼ, θὰ μοὶ κάμετε τὴν τιμὴν μετὰ τῶν κυρίων ἀξιωματικῶν σας νὰ συμφάγωμεν εἰς τὴν Ναϊάδα ἓν καλὸν ἀγγλικὸν Ῥόστ-Βεὶφ καὶ ἓν Πλὼμ-Πούτιγγ;

Ὁ ἀξιωματικὸς ἐδίστασεν ὀλίγας στιγμάς. Μετὰ ταῦτα δὲ, ὡς ἀποφασίσας,

- Μετὰ πλείστης εὐχαριστήσεως, κύριε, εἶπεν. Εἰς τὰς ὀκτὼ λοιπόν. Καὶ ἡ εὐχαρίστησίς μου εἶναι τόσῳ μεγαλειτέρα, ὅσῳ οὔτε αὔριον θὰ χωρισθῶμεν· διότι, διευθυνόμενος καὶ ἐγὼ πρὸς μεσημβρίαν, θὰ ἔχω τὴν τιμὴν νὰ συμπλεύσω μαζῆ σας.

- Χαρὰ ἀπροσδόκητος δι' ἐμέ! ἀνέκραξεν ὁ πλοίαρχος Σπραίϋ. Πόσον εὔθυμος θὰ ἦναι ἡ θαλασσοπλοΐα μας!

Καὶ ἀνεχώρησε λέγων μεταξὺ τῶν ὀδόντων του·

- Αὐτὸς ὁ κύριος, φαίνεται, ὑποπτεύει τὴν τιμιότητα τῆς πτωχῆς Ναϊάδος μου.

Καὶ ἐλθὼν εἰς τὸ πλοῖόν του, ἔδωκε διαταγὰς διὰ τὴν ὑποδοχὴν τῆς ἑσπέρας.

Ὁ δὲ πλοίαρχος Φίλθων, καλέσας τὸν ὑποπλοίαρχον,

- Τοῦ πλοίου τούτου, ἐκεῖ, εἶπε, δὲν μοὶ ἀρέσκει πολὺ ἡ φυσιογνωμία. Τί λέγετε, ὑποπλοίαρχε Σωλτουάτερ;

- Ναί! τὴν γαστέρα ἔχει ὀγκώδη. Ἔπειτα, θαῤῥῶ, κρεμᾷ ῥάκη εἰς τοὺς ἱστοὺς του περισσότερα ἀφ' ὅσα χρειάζεται πλοῖον ἐμβριθὲς καὶ φρόνιμον. Αἴ! αἴ! δὲν ἔχετε ἄδικον, κύριε πλοίαρχε. Ἀλλὰ δὲν εἴδατε τὰ ἔγγραφά του;

- Εἶναι ἐν τάξει, δὲν λέγω, εἶπεν ὁ πλοίαρχος. Ἔχει καὶ μυστικὰς ὁδηγίας μάλιστα. Ἀλλ' ὅλ' αὐτὰ δὲν μοὶ φαίνονται τόσον καθαρά. Ἓν ἔγγραφον πολλάκις κλέπτεται ἢ παραποιεῖται. Ἀπόψε μᾶς προσεκάλεσε νὰ δειπνήσωμεν εἰς τὸ πλοῖόν του. Θέλω νὰ ὑπάγωμεν. Ἐκεῖ τὸν ἔχω χάριν νὰ μᾶς ἀπατήσῃ.

- Καὶ ἂν μᾶς γλιστρήσῃ τὴν νύκτα;… εἶπεν ὁ ὑποπλοίαρχος Σωλτουάτερ.

- Ἔχεις δίκαιον, ὑπέλαβεν ὁ Κ. Φίλθων. Δὸς διαταγὰς νὰ ᾖναι τὰ πάντα ἕτοιμα, ὥστε, ἅμα ἐπιστρέψωμεν τὴν νύκτα, ν' ἀρθῇ ἡ ἄγκυρα καὶ νὰ μεταβῶμεν εἰς τὸ στόμιον τοῦ λιμένος. Ἀπ' ἐκεῖ, ἐκτὸς ἂν μεταβληθῇ εἰς ἀληθῆ Ναϊάδα, σοὶ ὑπόσχομαι ὅτι δὲν μᾶς διαφεύγει.


Γ΄.

Τὴν ἑσπέραν ὁ πλοίαρχος Σπραίϋ, φιλοτιμούμενος νὰ δεχθῇ καταλλήλως τὸν ἐπίσημον ξένον του, κατεβίβασεν ὅλας τὰς λέμβους του εἰς τὴν θάλασσαν. Ἐπιβὰς δὲ ὁ ἴδιος εἰς μίαν ἐξ αὐτῶν, μετέβη εἰς τὸν Δελφῖνα, νὰ παραλάβῃ αὐτὸς τοὺς κυρίους ἀξιωματικούς.

Ἐκ τῶν τεσσάρων διοικούντων τὸν Δελφῖνα, ὁ πλοίαρχος Φίλθων ἔλαβε τοὺς τρεῖς μεθ' ἑαυτοῦ, τὸν δὲ τέταρτον, ἔχοντα βαθμὸν ἀκολούθου, οὗτινος ἦν ἡ σειρὰ τῆς φρουρᾶς, ἀφῆκεν εἰς τὸ πλοῖον, καίτοι ἐπιμόνως προσκαλοῦντος καὶ αὐτὸν τοῦ φιλοξένου Κ. Σπραίϋ.

- Πότε νὰ στείλω τὰς λέμβους διὰ τὴν ἐπιστροφήν σας; ἠρώτησεν ὁ ἀκόλουθος.

- Ὤ! βεβαίως ὄχι πρὸ τοῦ μεσονυκτίου, ἀνέκραξεν ὁ Κ. Σπραίϋ.

- Τὸ μεσονύκτιον λοιπὸν, εἶπεν ὁ πλοίαρχος Φίλθων.

Ὅταν δ' ἔφθασαν εἰς τὴν Ναϊάδα, εἰς τὸ κατάστρωμα τοὺς ἐδέχθη μουσικὴ παιανίζουσα τὸν βασιλικὸν ὕμνον Γκὸτ Σαὶβ δὴ Κίγγ (Τὸν βασιλέα μας…). Ὁ Κ. Σπραίϋ ἀπήρτισε τὴν συμφωνίαν ταύτην ἐκ τῶν φιλομούσων τοῦ πληρώματός του. Μετὰ ταῦτα δ' ἀνέκαυσε τινὰ πρόχειρα πυροτεχνήματα, ἐκπλήξαντα τὰς ἀγρίας ἐκείνας ἐρήμους. Τέλος κατεβίβασε τοὺς ξένους του εἰς τὸν θάλαμον, ὅλον κατάφωτον, καὶ ὅπου ἦν παρατεθειμένη τράπεζα πολυτελεστάτη.

- Ὡραῖον πλοῖον ἔχετε, πλοίαρχε Σπραίϋ, εἶπεν ὁ Φίλθων. Δὲν θὰ εὐαρεστηθῆτε νὰ μᾶς τὸ δείξητε, νὰ μᾶς ξεναγήσητε εἰς αὐτό;

- Ὡραῖον δὲν εἶναι, πλοίαρχε Φίλθων, ἀπήντησεν ὁ Κ. Σπραίϋ· ὀγκῶδες πολὺ καὶ στρογγύλον. Ἄλλοτε δὲν ἔχω σκοπὸν νὰ τὸ ἐπιβῶ. Εἰς αὐτὴν ὅμως τὴν περίστασιν ἠξεύρετε τί μὲ παρεκίνησε νὰ προτιμήσω αὐτοῦ μᾶλλον τὴν ἄκακον μορφὴν παρ' ἄλλα χαριέστερα καὶ κομψότερα. Περὶ δὲ τοῦ νὰ σᾶς τὸ δείξω, τί λόγος; Σᾶς παρακαλῶ μάλιστα, ἀφ' οὗ ἅπαξ τὸ ἐτιμήσατε διὰ τῆς ἐπισκέψεώς σας, ἐλπίζω ὅτι δὲν θὰ βαρυνθῆτε νὰ τὸ διατρέξητε ἀπὸ τῶν καρχησίων ἕως τῆς τροπίδος. Θὰ ἰδῆτε ὅτι ἡ Ναϊάς μου εἶναι καλλῃτέρα ἀφ' ὅ,τι φαίνεται. Μετὰ τὸ δεῖπνον θὰ μοὶ δώσητε τὴν ἄδειαν νὰ σᾶς συνοδεύσω.

Τὸ δεῖπνον ἦτον ἐξαίσιον, καὶ διήρκεσε μέχρις ὀψίας νυκτός. Μετὰ τὸ τέλος του δὲ, καὶ ἀφ' οὗ αἱ φιάλαι περιῆλθον ἑκατοντάκις τὴν τράπεζαν, ἠγέρθησαν οἱ ἀξιωματικοὶ, καὶ ὁ Κ. Φίλθων ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμίαν νὰ περιέλθῃ τὸ πλοῖον, πρὶν ἐπανέλθῃ εἰς τὸ ἰδικόν του.

- Φῶτα! ἐφώναξεν ὁ πλοίαρχος Σπραίϋ.

Ἐν τῷ ἅμα προῆλθον ὁ Λίττελ καὶ εἷς ἄλλος ναύτης, φέροντες φανοὺς εἰς τὰς χεῖρας, καὶ τούτων προπορευομένων ἤρχισε τοῦ πλοίου ἡ περιοδία.

Ἐκτὸς τοῦ θαλάμου τοῦ πλοιάρχου ὅλη ἡ λοιπὴ ἔκτασις μεταξὺ τῶν δύο καταστρωμάτων, μέχρις αὐτῆς τῆς πρύμνης, ἀπετέλει μίαν καὶ μόνην εὐρυχωροτάτην αἴθουσαν. Εἰς ὅλον αὐτῆς τὸ ἔδαφος καὶ εἰς τοὺς τοίχους της ἦσαν προσηλωμένοι ἰσχυροὶ σιδηροῖ κρίκοι εἰς ἀπόστασιν τριῶν ποδῶν ἀπ' ἀλλήλων.

- Τί εἶναι αὕτη ἡ αἴθουσα, καὶ τί σημαίνουσιν αὐτοὶ οἱ κρίκοι; ἠρώτησεν ὁ πλοίαρχος Φίλθων, ἀτενίζων μετ' ἐκπλήξεως τὸν πλοίαρχον Σπραίϋ.

- Εἰσὶ προσδιωρισμένοι, ἀπεκρίθη οὗτος, διὰ τὰ σπάνια ζῶα τῆς Ἀφρικῆς, ὅσα θ' ἀποκτήσω εἰς τὴν ἐπιστημονικήν μου περιοδίαν, καὶ θὰ μεταφέρω ζῶντα εἰς τὸν ζωολογικὸν κῆπον τοῦ Λονδίνου. Δηλαδὴ, πλοίαρχε Φίλθων, προσέθηκε ταπεινῶν τὴν φωνὴν, αὐτὰ ὅλα εἶναι διὰ νὰ θαμβώσωμεν ἐννοεῖτε ποίους.

- Ἐννοῶ, ἀπεκρίθη οὗτος, καὶ ἔῤῥιψεν ἐκφραστικὸν βλέμμα πρὸς τὸν ὑποπλοίαρχον Σωλτουάτερ, ὅστις ἀπεκρίθη κινῶν τὴν κεφαλήν του καταφατικῶς.

Ἐκεῖθεν δὲ κατέβησαν εἰς τὸν μυχὸν τοῦ πλοίου, εἰς τὴν Ἁγίαν Βαρβάραν· καὶ ἐκεῖ τὸ πρῶτον τὰ βλέμματά των προσβαλὸν ἀντικείμενον ἦν τεράστιος σωρὸς βαρυτάτων καὶ στερεῶν ἁλύσεων.

- Αὐτὰ πάλιν τί εἶναι; ἠρώτησεν ὁ ἀξιωματικός.

- Ὤ! δὲν σᾶς διηγήθην τί μοι συνέβη; ἀπεκρίθη γελῶν ὁ πλοίαρχος Σπραίϋ. Φαντασθῆτε ὅτι ἐπάνω τῆς Σενεγάλης ἀπηντήσαμεν πρό τινων ἡμερῶν πλοῖον, οὗ ἡ μορφὴ ἤλεγχε διφορούμενην διαγωγήν. Δέκα θαλάσσια μίλια μακρὰν ἐμύριζε τὸν σωματέμπορον. Τὸ ἐπλησίασα, χονδρύνων τὴν φωνήν. Ὁ πλοίαρχος μ' ἠρώτησε ποῦ εἶναι ἡ ἐντολή μου, ὥστε νὰ τὸν ἐξετάζω; ἐγὼ δὲ τῷ ἔδειξα τὰ κανόνιά μου, καὶ εἰς τὴν πρότασιν ταύτην δὲν εἶχε τί ν' ἀντιτάξῃ. Τότε ἔλαβον τὸ πηδάλιόν του, ἀπεβίβασα τοὺς μαύρους του εἰς τὸ μέρος ὅθεν τοὺς εἶχε λάβει, κατέσχον καὶ μετέφερα εἰς τὸ πλοῖόν μου τὰς ἁλύσεις αὐτὰς, καὶ αὐτὸν ἀφῆκα νὰ φύγῃ, διότι τῷ ὄντι δὲν εἶχον ἐντολὴν νὰ τὸν κρεμάσω.

- Ἡμεῖς ὅμως ἔχομεν τὴν τοιαύτην ἐντολὴν, πλοίαρχε Σπραίϋ, εἶπεν ὁ ἀξιωματικός.

- Τότε λοιπὸν, πλοίαρχε Φίλθων, ὅταν τὸν συλλάβητε, κρεμάσατέ τον, εἶπεν ὁ Σπραίϋ μετὰ μειδιάματος τὸ μέσον ἐπέχοντος μεταξὺ ἀφελείας καὶ εἰρωνείας.

Ὁ Λίττελ ἐστράφη καὶ εἶδε τὸν πλοίαρχον μετ' ἀπορίας, οὐδ' ἐνόει διατὶ ὅλον τοῦτο τὸ ψεῦδος.

- Ἀλλ' ἠξεύρετε, κύριε Σπραίϋ, εἶπεν ὁ πλοίαρχος τοῦ Δελφῖνος ὅτι δὲν εἶναι φρόνιμον νὰ διατηρῆτε αὐτὰ τὰ λάφυρα εἰς τὸ πλοῖόν σας; Ἠμποροῦν νὰ ἐμπνεύσουν εἴς τινα κακὰς ἰδέας, νὰ βλάψουν τὴν ὑπόληψιν τῆς Ναϊάδος. Ἤθελον σᾶς συμβουλεύσει μᾶλλον νὰ τὰ παρακατεθέσητε εἰς τὸν Δελφῖνα.

- Νομίζω τῷ ὄντι ὅτι ἔχετε δίκαιον, ἀπεκρίθη ὁ Σπραίϋ, καὶ θὰ ὠφεληθῶ τῆς συμβουλῆς σας.

- Τώρα καιρὸς ν' ἀναχωρήσωμεν, κύριοι, εἶπεν ὁ Φίλθων πρὸς τοὺς ἀξιωματικούς του. Αὔριον λοιπὸν, Κ. Σπραίϋ, θὰ συνοδοιπορήσωμεν. Ἴσως ἔχωμεν καὶ περισσοτέραν συντροφίαν μάλιστα. Ἐδὼ κάπου ναυλοχοῦσι τινα βασιλικὰ πλοῖα, καὶ ἐξ αὐτῶν τῶν μεγαλητέρων. Εἰμὶ βέβαιος ὅτι, ἂν τὰ παρακαλέσω διά τινων σημείων, θὰ ἔχουν τὴν εὐγένειαν νὰ μᾶς συνοδεύσουν εἰς τὸν μονότονον πλοῦν μας.

- Ὢ τῆς εὐτυχίας! ἀνέκραξεν ὁ πλοίαρχος Σπραίϋ.

- Ἂς ὑπάγωμεν, εἶπεν ὁ Φίλθων.

- Τὴν λέμβον τοῦ πλοιάρχου Φίλθωνος! ἔκραξε μεγαλοφώνως ὁ Κ. Σπραίϋ.

- Δὲν ἦλθεν ἀκόμη, ἀπήντησεν ὁ φρουρὸς ἐπίσης μεγαλοφώνως.

- Πῶς γίνεται; εἶπεν ὁ πλοίαρχος τοῦ Δελφῖνος. Τὸ μεσονύκτιον ὅμως παρῆλθεν.

- Ὤ! δὲν βλάπτει! εἶπεν ὁ Κ. Σπραίϋ. Περιμείνατε· θὰ ἔλθῃ. Θ' ἀπολαύσω οὕτως ὀλίγας στιγμὰς περισσότερον τῆς παρουσίας σας.

Τότε ἐκάθησαν περὶ τὴν τράπεζαν, καὶ ἐκένωσαν ἀκόμη τινὰς φιάλας τοῦ ἀφρώδους Πόρτερ. Περὶ τὴν μίαν μετὰ τὸ μεσονύκτιον ἡ λέμβος δὲν εἶχεν ἔλθει εἰσέτι. Ὁ ὑποπλοίαρχος Σωλτουάτερ ἐζήτησε τὴν θαλασσίαν σάλπιγγα, καὶ φέρων αὐτὴν εἰς τὸ στόμα του,

- Αἴ! ἀπὸ τοῦ Δελφῖνος! ἐφώναξε τρίς. Τὴν λέμβον τοῦ πλοιάρχου!

Καὶ τρὶς ἡ ἠχὼ τῶν πέριξ ὀρέων ἐπανέλαβε τὰς λέξεις ταύτας.

- Τώρα δὲν ἠμπορεῖ ν' ἀργήσῃ πλέον, εἶπεν ὁ κ. Σπραίϋ. Ἂς καθήσωμεν.

Εἰς πάντα φλοῖσβον τῶν κυμάτων ὁ ὑποπλοίαρχος ἔτρεχε νὰ ἰδῇ, ἀλλ' ἡμίσεια ὥρα παρῆλθεν ἔτι, καὶ ἡ λέμβος δὲν ἐφαίνετο.

- Δὲν ἠξεύρω τί νὰ ὑποθέσω, εἶπεν ὁ πλοίαρχος Φίλθων. Κοιμῶνται ὅλοι εἰς τὸν Δελφῖνα! καὶ ὁ ἀκόλουθος Γρειδυφὶσχ ἀπεκοιμήθη καὶ ἐκεῖνος; Αὔριον θὰ τὸν θέσω ὑπὸ κράτησιν. Πλοίαρχε Κύριε Σπραίϋ, παρακαλῶ, δανείσατέ μοι τὴν λέμβον σας.

- Ἡ λέμβος εἰς τὴν θάλασσαν! ἔκραξε ὁ πλοίαρχος Σπραίϋ.

Μετ' ὀλίγα δὲ λεπτὰ ὁ πλοίαρχος καὶ οἱ ἀξιωματικοὶ τοῦ Δελφῖνος, ἀποχαιρετήσαντες τὸν πλοίαρχον τῆς Ναϊάδος μέχρι τῆς αὔριον, ὅταν, ἐπανέλαβεν ὁ Κ. Φίλθων, θὰ ἔχῃ τὴν εὐτυχίαν νὰ συνοδοιπορήσῃ μετ' αὐτοῦ, κατέβησαν εἰς τὴν λέμβον, καὶ διηυθύνθησαν πρὸς το μέρος ὅπου ἵστατο ὁ Δελφίν.

Οἱ ναῦται τῆς λέμβου ἐκωπηλάτουν εὐρώστως, καὶ ὅμως εἴκοσι λεπτὰ ἔπλεον ἤδη, καὶ δὲν εἶχον φθάσει. Μετ' ἄλλα δέκα λεπτὰ ἦλθον εἰς τὸ παράλιον.

- Τί εἶναι τοῦτο; ἔκραξεν ὀργιζόμενος ὁ Φίλθων. Ὑποπλοίαρχε, κάθησαι εἰς τὸ πηδάλιον, ἀλλὰ κακὰ μᾶς ὡδήγησας, ἀδελφέ. Ὁμολόγησον ὅτι τὸ πόρτερ ἐσύγχυσεν εἰς τὴν κεφαλήν σου τὰ σημεῖα τοῦ ἀνεμοδείκτου. Ἄφες με νὰ πηδαλιουχήσω ἐγώ.

- Κύριε πλοίαρχε, ἀπήντησεν οὗτος ἵν' ἀποδείξῃ ὅτι δὲν ἐμέθυσεν, ἰδοὺ ὁ Θρόνος τῆς Κασσιοπείας, ἰδοὺ ὁ Καρκῖνος. Ἐκεῖ λοιπὸν εἶναι τοῦ Δελφῖνος ἡ θέσις.

- Ἔχεις δίκαιον, εἶπεν ὁ πλοίαρχος, ἐκεῖ θὰ διευθυνθῶ.

Καὶ ἐκεῖ διηυθύνθη, ἀλλ' ἔφθασε σχεδὸν πλησίον τῆς Ναϊάδος χωρὶς ν' ἀπαντήσῃ τὸν Δελφῖνα. Τότε ἤρχισε νὰ λοξοδρομῇ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, ἀλλ' οὐδαμοῦ ἴχνος Δελφῖνος.

- Τί δαίμονα! Τί δηλοῖ τοῦτο; ἀνέκραξεν ὁ πλοίαρχος.

- Μήπως, εἶπεν ὁ Σωλτουάτερ, ὅτε διέταξα τὸν ἀκόλουθον Γρείδυφὶσχ νὰ ἔχῃ τὰ πάντα ἕτοιμα ὥστε νὰ πλεύσωμεν εἰς τὴν εἴσοδον τοῦ λιμένος, ἐξέλαβεν ὅτι τὸν διέταττον νὰ μεταβῇ ἀμέσως ἐκεῖ;

- Ἀναμφιβόλως τοῦτο θὰ ἦναι. Εἶναι τόσον ἐλαφρόνους ὁ Κ. Γρείδυφίσχ! εἶπεν ὁ πλοίαρχος.

Καὶ ἐνταὐτῷ διὰ βιαίου κινήματος ὤθησε τὸ πηδάλιον πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ ἔστρεψε τὴν λέμβον πρὸς τὴν εἴσοδον. Ἀλλ' οἱ ναῦται εἶχον ἤδη ἀπαυδήσει, καὶ ἡ ἀπόστασις ἦτο μακρά· δι' ὃ ἐκ τῶν ἓξ ἔμεινον οἱ τρεῖς μόνοι εἰς τὰς κώπας, καὶ διεδέχοντο οὕτως ἀλλήλους. Ὁ πλοῦς ἑπομένως ἐβραδύνθη κατὰ τὸ ἥμισυ, καὶ ὅτε ἔφθασαν εἰς τὸ στόμιον, ἡ ἡμέρα ἀνέτελλεν ἤδη. Οἱ ἀξιωματικοὶ περιέφερον πέριξ τὰ βλέμματα, ἀλλὰ δὲν εἶδον Δελφῖνα.

Ὁ Φίλθων ἦν ἐκτὸς ἑαυτοῦ. Νὰ ἐξέλθῃ τοῦ λιμένος μετὰ τῆς λέμβου ἐκείνης δὲν ἐδύνατο. Οὔτε ἡ δύναμις τῶν ἀπηυδημένων ναυτῶν, οὔτε ἡ θάλασσα τὸ ἐπέτρεπεν. Ἠναγκάσθη ἑπομένως νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν Ναϊάδα.


Δ΄.

Ὁ Σπραίϋ ἤκουσε μετὰ μεγάλης ἐκπλήξεως το παράδοξον διήγημα τῶν ἀξιωματικῶν.

- Εἶναι προφανὲς, εἶπεν, ὅτι οἱ ναῦταί σας ἐπανεστάτησαν. Ἀλλὰ μείνατε ἥσυχος, φίλτατε κύριε Φίλθων· ἡ Ναϊάς μου, μὴ τὴν βλέπετε σωματώδη, εἶναι ταχύπους. Ὁ Ἀχιλλεὺς δὲν ἐβγαίνει ἐμπρός της. Νὰ προγευματίσουν καὶ ν' ἀναπαυθοῦν ὀλίγον τὰ παιδία ἐδὼ, διότι ἐκοπίασαν ὅλην τὴν νύκτα, καὶ εἶμαι βέβαιος ὅτι θὰ προφθάσωμεν τὸν Δελφῖνα.

Τὸ ἥμισυ τῆς ἡμέρας παρῆλθεν ὡς νὰ προγευματίσωσι καὶ ν' ἀναπαυθῶσι τὰ παιδία, καὶ ὡς ν' ἀρθῇ ἡ ἄγκυρα, καὶ εἰς ἕκαστον λεπτὸν τῶν ἓξ αὐτῶν ὡρῶν οἱ τέσσαρες ἀξιωματικοὶ ἐπρόφερον ἐν χορῷ ἀνὰ ἓν γοτδὲμ· εἰς δὲ τὰ μεταξὺ διαστήματα ἐσκέπτοντο, καὶ δὲν ἐδύναντο νὰ ἐννοήσωσι τὶ ἔγινεν ὁ Δελφίν.

Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ μείνωμεν καὶ ἡμεῖς εἰς τὴν αὐτὴν ἄγνοιαν. Ἡμίσειαν ὥραν ἀφ' οὗ ἀνεχώρησαν οἱ ἀξιωματικοὶ τοῦ Δελφῖνος διὰ τὸ δεῖπνον, λέμβος ἠκούσθη προσπλέουσα εἰς τὴν ἡμιολίαν. Τὸ πλήρωμα αὐτῆς ἐκοιμᾶτο ἤδη. Ἀλλ' ὁ σκοπὸς ἦτον ἐγρηγορῶν, καὶ ἔκραξε τὸ τῆς τάξεως·

- Τίς εἶ;

Ἡ λέμβος προσωρμίσθη ὑπὸ τὸν δεξιὸν τοῖχον τοῦ πλοίου.

- Παρὰ τοῦ πλοιάρχου Φίλθωνος! ἔκραξέ τις ἐκ τῆς λέμβου, νὰ δώσω ἐπιστολὴν εἰς τὸν Κ. ἀξιωματικὸν, καὶ νὰ τὸν ὁμιλήσω.

Ὁ ὁμιλήσας, μετὰ δύω ὀπαδῶν του, ἀνέβησαν ἐκ τῆς λέμβου εἰς τὸ κατάστρωμα, καὶ ἐνεχείρισαν εἰς τὸν Κ. Γρειδυφίσχ, προσελθόντα, ἓν ἔγγραφον. Ἐνῷ ὅμως αὐτὸς τὸ ἤνοιγεν, αἴφνης ὁ ἐκ τῆς λέμβου ἀναβὰς ἐῤῥίφθη ἐπ' αὐτὸν, τὸν ἀνέτρεψε μετὰ δυνάμεως Ἡρακλέους, ἔκλεισε τὸ στόμα του διὰ τῆς μιᾶς του χειρὸς, καὶ διὰ τῆς ἄλλης θέτων πιστόλιον εἰς τὸ στῆθός του,

- Ἂν κινηθῇς ἢ φωνάξῃς, τῷ εἶπεν, ἐχάθης, καὶ σὺ καὶ ὅλον τὸ πλήρωμα.

Συγχρόνως δ' οἱ δύω ὀπαδοί του ὥρμησαν κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον πρὸς τὸν σκοπὸν, τὸν ἀφώπλισαν, καὶ τῷ ἔδεσαν τὸ στόμα καὶ τὰς χεῖρας. Ἐν ᾦ δὲ ταῦτα ἐγίνοντο, δύω ἄλλαι λέμβοι κρυπτόμεναι μέχρι τοῦδε εἰς τὸ σκότος, καὶ ἔχουσαι τὰς κώπας των τετυλιγμένας εἰς τὰ πανία ἵνα μὴ πλαταγῶσιν ἐπὶ τοῦ ὕδατος, ἐκόλλησαν εἰς τὸν ἄλλον τοῖχον τοῦ πλοίου, καὶ ἀπὸ τῶν τριῶν ὁμοῦ ἐχύθησαν εἰς τὸ κατάστρωμα ὑπὲρ τοὺς εἴκοσιν ἄνδρας, ὡπλισμένοι ὡς ἀστακοὶ, καὶ οἱ μὲν, ὁρμήσαντες εἰς τὸ ὁπλοστάσιον, ἥρπασαν ὅλα τὰ ὅπλα τοῦ πληρώματος, οἱ δὲ, εἰς τὸν κοιτῶνα, συνέλαβον καὶ ἔδεσαν τὸ πλήρωμα, μὴ ἔχον οὔτε τίς νὰ τὸ ὁδηγήσῃ, οὔτε πῶς ν' ἀντισταθῇ.

Ἐν τῷ ἅμα δὲ, πλήρωμα, σκοπὸν καὶ ἀκόλουθον, τοὺς ἔκλεισαν ὅλους εἰς τὸν μυχὸν τοῦ πλοίου, τοῖς εἶπον ὅτι ἂν εἷς μόνος δοκιμάσῃ νὰ ἐξέλθῃ, τοὺς σφάζουν ὅλους ἐν στόματι ῥομφαίας, ἐκάρφωσαν τὸ ὀπαῖον, ἔθεσαν ἐπ' αὐτοῦ δύω φρουροὺς, τὰ πιστόλια εἰς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς λύκους ὑψωμένους, ἔμειναν ἄλλοι ὀκτὼ εἰς τὸ κατάστρωμα, καὶ οἱ λοιποὶ, ἐμβάντες εἰς τὰς λέμβους, ἐπέστρεψαν ἀψοφητὶ εἰς τὴν Ναϊάδα, ἐν ᾧ ὁ πλοίαρχος Φίλθων μετὰ τῶν συνδαιτημόνων του ἔπινε τὴν πρώτην φιάλην καμπανικοῦ οἴνου.

Οἱ δὲ ὀκτὼ, οἱ μείναντες εἰς τὸν Δελφῖνα, δι' ἑνὸς κτυπήματος πελέκεως ἔκοψαν τὴν ἄγκυραν, ἔλυσαν ἐν ἀκαρεῖ τοὺς κεροίακας, καὶ εἰς ὀλίγα λεπτὰ ὁ Δελφὶν, προπεμπόμενος ὑπὸ λαμπρᾶς ἀπογαίου αὔρας, ἥτις πάντοτε πνέει διὰ νυκτὸς εἰς τὰ παράλια ταῦτα, ἐξῆλθε τοῦ λιμένος καὶ ἐστράφη πρὸς ἄρκτον.

Ἰδοῦ διατὶ ὁ πλοίαρχος Φίλθων δὲν τὸν εὗρεν ὅτε καὶ ὅπου τὸν ἐζήτει.

Περὶ τὴν μεσημβρίαν τέλος ἡ Ναϊὰς ἐκινήθη καὶ αὐτή. Κατ' ἀρχὰς ἡ ταχύτης της δὲν ἐφαίνετο ἀνταξία τῶν ἐπαίνων τοῦ πλοιάρχου της. Ὑπὲρ τὰς δύω ὥρας παρεδαίρετο βαρέως μέχρις οὗ φθάσῃ εἰς τὸ ἐξώτατον ἀκρωτήριον τὸ κλεῖον τὸν ὁρίζοντα πρὸς βοῤῥᾶν. Ἐντεῦθεν δ' ἔστρεψε τὴν πρώραν πρὸς μεσημβρίαν.

Φαίνεται δ' ὅτι ἐπροτίμα τὸν πλάγιον μᾶλλον ἢ τὸν οὔριον ἄνεμον· διότι, ὡς νωθρὸς ἵππος διὰ μιᾶς αἰσθανόμενος πληγὴν πτερνιστῆρος, ἐῤῥίφθη πρὸς τὴν νέαν ταύτην διεύθυνσιν μετὰ διπλασίας ὁρμῆς, καὶ ἔτρεχεν ὑπὲρ τοὺς δέκα κόμβους, ὡς λέγουσιν οἱ ναυτικοί. Οὕτως ἐξηκολούθησεν ὅλην τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ ὅλην τὴν νύκτα, μέχρι τῆς ἐπιούσης αὐγῆς. Ἀλλ' ὁ Δελφὶν δὲν ἐφάνη οὔτε πλησίον οὔτε μακράν.

- Πλοίαρχε Φίλθων, εἶπεν ὁ Κ. Σπραίϋ πρὸς τὸν ἀξιωματικὸν, ἐνῷ ἔπλεον πλησιέστατα ἑνὸς ἐρήμου ἀκρωτηρίου· ὁ ἐδικός μας πλοῦς διευθύνεται, ὡς ἠξεύρετε, πρὸς μεσημβρίαν, ἐν τούτοις ὁ Δελφὶν δὲν φαίνεται νὰ ἔλαβεν αὐτὴν τὴν διεύθυνσιν, ἄλλως θὰ τὸν ἐφθάνομεν. Ἂν ἐξακολουθήσητε τὴν ὁδοιπορίαν ἐπὶ τῆς Ναϊάδος, πιθανὸν εἶναι ὅτι μακρύνεσθε ἀπ' αὐτοῦ, καὶ τοῦτο βεβαίως δὲν σᾶς συμφέρει. Τὸ ὀρθότερον θὰ ἦτο νὰ τὸν περιμείνητε ἐδὼ πούποτε.

- Ὄχι, κύριε, ἀπήντησεν ὁ Κ. Φίλθων. Ἐν ὀνόματι τῆς βασιλίσσης σᾶς διατάττω νὰ στραφῆτε ὀπίσω, καὶ νὰ διώξωμεν τὸν Δελφῖνα κατ' ἄλλην διεύθυνσιν.

- Φίλτατε κύριε Φίλθων, ἀπήντησεν ὁ πλοίαρχος τῆς Ναϊάδος, ἤθελον νὰ σᾶς εὐχαριστήσω, ἀλλ' ἠξεύρετε, αἱ ὁδηγίαι μου… μοὶ εἶναι ἀδύνατον. Κατὰ δυστυχίαν ἄλλου διαταγὰς δὲν ἠμπορῶ νὰ δεχθῶ παρὰ τὰς ὁδηγίας μου.

Καὶ ἔπειτα ἔκραξε μεγαλοφώνως·

- Τὴν λέμβον εἰς τὴν θάλασσαν!

Καὶ στραφεὶς πρὸς τὸν ὑποπλοίαρχόν του,

- Φρόντισον, εἶπε, νὰ θέσωσιν εἰς τὴν λέμβον ζωοτροφίας διά τινας ἡμέρας. Εἶναι πιθανὸν ὅτι ἐδὼ οἱ κύριοι δὲν θέλουσιν εὕρει πρόχειρον ἀγοράν. Λάβε καὶ ὅπλα ἐκ τοῦ ὁπλοστασίου νὰ τοῖς τὰ δώσῃς ὅταν ἀποβιβασθῶσι. Δὲν ἀμφιβάλλω ὅτι ὁ Κ. Φίλθων ἀγαπᾷ τὸ κυνήγιον. Ἔχετε ὑγείαν, κύριοι. Πιστεύσατε ὅτι πολὺ λυποῦμαι στερούμενος τόσον ταχέως τῆς εὐαρέστου συναναστροφῆς σας.

Οἱ ἀξιωματικοὶ ἐνόησαν ὅτι πᾶσα ἀντίστασις εἰς τὴν περίστασιν ταύτην ἤθελεν εἶσθαι ἀδύνατος καὶ γελοία. Κατέβησαν λοιπὸν εἰς τὴν λέμβον χωρὶς νὰ εἰπῶσι λέξιν, καὶ ἀπεβιβάσθησαν μετὰ τῶν ζωοτροφιῶν καὶ μετὰ τῶν ὅπλων εἰς τὸν πλησιέστερον βράχον τοῦ ἀκρωτηρίου.

Ἀφ' οὗ δ' ἡ λέμβος ἐπέστρεψεν εἰς τὸ πλοῖον, ὁ κ. Σπραίϋ ὕψωσε τὴν σημαίαν του, ἀποδίδων τὰς κεκανονισμένας τιμὰς τοῦ χαιρετισμοῦ εἰς τὸν πλοίαρχον τῆς Βασιλικῆς ἡμιολίας ὁ Δελφίν.


Ε΄.

Μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἡ Ναϊὰς εἰσέπλεεν εἰς βαθὺν καὶ σκολιὸν λιμένα, κρυπτόμενον ὄπισθεν δαιδάλου ἀπειραρίθμων νήσων. Εἰσπλέουσα δὲ, ἐξήρτησεν εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ἱστοῦ της παράδοξον σύμβολον, τόνον κεκομμένον εἰς τὰ δύω, καὶ ἀπ' αὐτοῦ κρεμάμενον μέλαν ῥάκος.

Μετ' ὁλίγον, ἐπὶ τῆς κορυφῆς ἑνὸς τῶν παρακειμένων λόφων, ἐφάνη τὸ ἴδιον σημεῖον ὑψούμενον.

Ὁ πλοίαρχος Σπραίϋ, ἐμβὰς τότε εἰς τὴν λέμβον του, διηυθύνθη πρὸς τὴν ξηρὰν, ἐν ᾧ ὁ πάρνων ἔῤῥιπτε τὴν ἄγκυραν. Αἱ δ' ἄλλαι λέμβοι του τὸν ἠκολούθησαν μετ' ὀλίγον.

Μετὰ πόσης χαρᾶς προσήγγιζε τὸ ἔδαφος ὁ Τζὼν Λίττελ, ὅστις συνώδευε τὸν πλοίαρχον εἰς τὴν ἀπόβασίν του! Ἔμελλε λοιπὸν τέλος νὰ ἰδῇ τὴν ἀπάτητον ἐκείνην γῆν, τὴν παρθένον ἐκείνην φύσιν! Ἔμελλε τέλος νὰ σπουδάσῃ ἐκ τοῦ σύνεγγυς τοὺς ἀγρίους τῆς γῆς αὐτῆς κατοίκους, τοὺς πρωτοτόκους υἱοὺς τῆς φύσεως καὶ τῆς ἐλευθερίας!

Ἀπὸ τοῦ παραλίου ἡ λέμβος προσανέβη ὡς ἡμίσειαν ὥραν μεταξὺ λόφων καὶ θάμνων, ποταμὸν ἱκανῶς εὐρύν. Ἡ λέμβος ἦν πλήρης κιβωτίων. Μετ' ὀλίγον δ' ἀπέβησαν, καὶ ἐξελθὼν τῶν θάμνων εἷς γιγαντόσωμος Μαῦρος, ἦλθεν εἰς προϋπάντησίν των.

- Καλῶς ἦλθεν ὁ Μόγγας! εἶπεν ὁ πλοίαρχος Σπραίϋ. Αἴ! ἔχομεν λοιπὸν τὰ τριακόσια κομμάτια Ἔβενον; Κύτταξ' ἐδὼ, ἐγὼ ἐξεπλήρωσα τὴν ἐδικὴν μου ὑπόσχεσιν.

Καὶ τῷ ἐδείκνυε τὰ κιβώτια.

- Τριακόσια ὄχι! εἶπεν ὁ ἄγριος, τὴν ἀγγλικὴν ὁμιλῶν καὶ διαστρέφων αὐτὴν γελοίως. Τριακόσια ὄχι; Διακόσια ἐννενῆντα μόνον.

- Πῶς Κὺρ Μόγγα; ἡ Μεγαλειότης σου δὲν φυλάττεις τὴν ὑπόσχεσίν σου;

- Μεγαλειότη μου φυλάγει ὑπόσχεσι, ἀπεκρίθη ὁ Μόγγας, ὅμως Μεγαλειότη μου δὲν 'μπορέσει. Πῆγα νύκτα νύκτα βασίλιο Χόλλο-χό. Κοιμοῦνταν καϋμένο Ἔβενος. Ἦταν τριακόσια πενῆντα. Ἔπεσ' ἀπάνω, μὴ πιάσω ζωντανό· διάβολο Ἔβενος ξύπνισε, καὶ πολέμησε σὰν σκυλλί. Εἴκοσι Μόγγα σκοτώθηκε, καὶ σκότωσε Μόγγας ἑξῆντα Χόλλο-χό. Τριακόσια πενῆντα, βγάλ' ἑξῆντα, ἔχει διακόσια ἐννενῆντα. Νά τους ἐδώ.

Καὶ ἔφερε τὸν πλοίαρχον ὀπίσω βράχου, εἰς μέρος ὅπου ὁ Τζὼν Λίττελ ἔφριξεν ἰδὼν εἰς μικρὰν πεδιάδα κειμένους, δεδεμένους χεῖρας καὶ πόδας, τοὺς διακοσίους ἐννενήκοντα Χόλλο-χὸ, τοὺς αἰχμαλώτους τοῦ βασιλέως τῶν Μόγγων, φυλαττομένους ὑπὸ τριάκοντα ὁμοφύλων του.

- Διακοσίους ἐννενῆντα μ' ἔφερες, Μόγγα· ἰδοὺ χιλίας τετρακοσίας πεντήκοντα λίτρας οἰνόπνευμα, πέντε λίτρας τὸ κομμάτι· ἰδοὺ καὶ τὰ πανικὰ ὡς ἐσυμφωνήσαμεν, καὶ τὰ περιδέραια πρώτης ποιότητος, κόκκινον καὶ πράσινον ὕαλον ὅλα.

Ὁ Μόγγας ἔβλεπε τὰ πολύτιμα ταῦτα ἀντικείμενα, καὶ μάλιστα τὸ ἀγαπητὸν του οἰνόπνευμα, γελῶν κτηνώδη γέλωτα.

- Τώρα σεῖς ἐμπρός! εἶπεν ὁ πλοίαρχος Σπραίϋ πρὸς τοὺς ναύτας του, δεικνύων τοὺς κατὰ γῆς κειμένους μαύρους.

Ἐν τῷ ἅμα οἱ ναῦται, ἐξάγοντες τῆς λέμβου μακρὰ ξύλα διαιρούμενα δίχα κατὰ τὸ μῆκός των, καὶ ἔχοντα τρύπας κατὰ ἕνα πόδα ἀπ' ἀλλήλων ἀφισταμένας, ἐπέρων καὶ ἐνέκλειον εἰς τὰς τρύπας ἑκάστου τοὺς λαιμοὺς ὀκτὼ ἢ δέκα δυστυχῶν μαύρων· ἕκαστος δὲ ναύτης, λαμβάνων εἰς τὸν ὦμόν του τὴν ἄκραν ἑνὸς τῶν παραδόξων τούτων ζυγῶν, ἔσυρε κατόπιν του τὴν τοιαύτην τῶν ἀνθρώπων ἀγέλην.

Ὁ Λίττελ ἔμεινεν ἐκπεπληγμένος εἰς τὴν θέαν, καὶ ἤρχισεν ἐννοῶν ὅτι αἱ προπαρασκευαὶ αὗται οὐδὲν εἶχον κοινὸν πρὸς τὰς ἐπιστημονικὰς ἐρεύνας. Πρὸ πάντων ὅμως ἐκορυφώθη ἡ φρίκη του, ὅτε, ἀναχωρούσης τῆς πρώτης τερατώδους αὐτῆς συνοδίας, ὁ πλοίαρχος Σπραίϋ ἔδωσεν εἰς αὐτὸν μίαν μάστιγα, καὶ τῷ εἶπε,

- Συνόδευσον σὺ αὐτοὺς, καὶ ὅταν ὁ Ἔβενος δὲν περιπατῇ καλὰ, κτύπα νὰ αἱματώσῃ.

Ὅ,τι ἀγαθὸν ἐνυπῆρχεν εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ Τζὼν Λίττελ, ἐπανέστη εἰς τὴν στιγμὴν ταύτην.

- Ἐγὼ, εἶπε, νὰ κτυπήσω αὐτοὺς τοὺς δυστυχεῖς;

- Ναὶ, νὰ τοὺς κτυπήσῃς, νὰ τοῖς σχίσῃς τὰ κρέατα. Βλέπεις; ὁ πρῶτος ἐκεῖνος δὲν θέλει νὰ περιπατήσῃ ὀγλήγορα.

- Ἀλλ' ἔχει τοὺς πόδας πρισμένους ἐκ τοῦ σχοινίου, εἶπεν ὁ Λίττελ.

- Κτύπα, καὶ λόγους δὲν θέλω.

- Ποτέ! ἀνέκραξεν ὁ Λίττελ, ῥίπτων μακρὰν τὴν μάστιγα. Δὲν κτυπῶ τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἀνθρώπους, οἵτινες ἐγεννήθησαν ἀνεξάρτητοι καὶ ἐλεύθεροι, ὅλοι ἴσοι καὶ ὅλοι ἀδελφοί.

- Ἄ! δὲν κτυπᾷς;

- Δὲν κτυπῶ, καὶ κάμε ὅπως θέλεις, πλοίαρχε Σπραίϋ.

- Τώρα βλέπομεν! ἀνέκραξεν αὐτὸς ὡς μαινόμενος. Στρώσατέ τον κάτω!

Οἱ ναῦται συνέλαβον ἀμέσως τὸν Λίττελ καὶ τὸν ἔῤῥιψαν κατὰ γῆς.

- Γυμνώσατέ τον, καὶ διακοσίας εἰς τὴν ῥάχιν διὰ τῆς ἀγκυστρωτῆς μάστιγος.

Οἱ ναῦται τὸν ἐγύμνωσαν.

- Συχώρεσε τοῦτο ἄνθρωπο! εἶπεν ὁ Μόγγας πρὸς τὸν πλοίαρχον. Συχώρεσε, ἐμένα χάρι· παρακαλῶ, πλοίαρχε.

- Δὲν εἶδες πῶς μὲ αὐθαδίασε;

- Δὲν ἤθελε δείρει καϋμένο μαῦρο. Συχώρεσε, παρακαλῶ, παρακαλῶ, ἐπανέλαβεν ὁ ἀγαθὸς Μόγγας.

- Ἔστω! πρὸς χάριν τῆς Μεγαλειότητός σου τὸν συγχωρῶ. Φεύγ' ἀπ' ἐμπρός μου. Εἰς τὴν Μεγαλειότητά του νὰ τὸ χρεωστῇς ὅτι μὲ διέφυγες! εἶπεν ὁ πλοίαρχος, ὅστις εἶχέ τι συμφέρον νὰ κολακεύσῃ τὸν ἐβενόχροα βασιλέα.

Κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον ἐπεβιβάσθησαν κατ' ὀλίγον ὅλοι οἱ μαῦροι εἰς τὰς λέμβους, καὶ ἀπ' αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον. Μετὰ τὴν ἐργασίαν δὲ ταύτην ὁ ὑποπλοίαρχος ἐπέστρεψε πάλιν μετὰ τῶν λέμβων, ὡς τὸ εἶχε διατάξει ὁ Κ. Σπραίϋ.

- Ἐστιβάχθησαν; ἠρώτησεν οὗτος.

- Μάλιστα.

- Μένει τόπος πολύς;

- Τῶν δέκα τῶν ἐλλειπόντων.

- Καὶ ὅπου χωροῦν δέκα δὲν νομίζεις ὅτι ἠμποροῦν νὰ χωρέσουν καὶ τριάκοντα;

- Πῶς εἶναι δυνατόν; εἶπεν ὁ ὑποπλοίαρχος. Τοῖς δίδομεν 1 ½ πόδα πλάτος εἰς καθένα, καὶ κατὰ μῆκος ἐγγίζουν κεφαλαὶ καὶ πόδες.

- Αἴ! τώρα! μὴ μὲ κάμνῃς τὸν δύσκολον. Ἂν σφιχθοῦν ὀλίγον, ἀπὸ δύω δακτύλους ὁ καθείς των, - Τί εἶναι δύω δάκτυλοι; - οἰκονομοῦν τετρακοσίους δακτύλους, τριάκοντα τρεῖς πόδας, θέσιν διὰ εἰκοσιδύω κομμάτια.

- Ποῦ ὅμως νὰ τὰ εὕρωμεν τὰ κομμάτια, εἶπεν ὁ ὑποπλοίαρχος, ἤδη πειθόμενος.

- Νὰ ἰδῶμεν! ἀπεκρίθη ὁ Κ. Σπραίϋ, καὶ ἐπέστρεψε πρὸς τὴν Α. Μεγαλειότητα, τὸν βασιλέα τῶν Μόγγων.

- Φίλε Μόγγα, τῷ εἶπε, μοὶ περισσεύει ἀκόμη πύρινον ὕδωρ, αἱ πεντήκοντα λίτραι διὰ τοὺς δέκα ὅπου δὲν μ' ἔφερες. Εἴμεθα φίλοι. Ἂς ἦναι δά! δὲν θέλω νὰ φειδωλεσθῶ. Φώναξ' ἐκεῖ τοὺς ἀνθρώπους σου νὰ τὸ κεράσωμεν.

Οἱ τριάκοντα μαῦροι, ὁ Μόγγας, ἡ γυνή του καὶ ἡ θυγάτηρ του, ἐκάθησαν περὶ τὸν πλοίαρχον Σπραίϋ. Ὁ πίθος τοῦ οἰνοπνεύματος ἠνεώχθη, καὶ τίς νὰ πίῃ τὸ περισσότερον. Μετ' ὀλίγον ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον ἤρχισαν ν' ἁπλώνωνται ῥέγχοντες κατὰ γῆς, ἢ νὰ βυθίζωνται εἰς κτηνώδη ἀναισθησίαν. Αἱ δύω γυναῖκες, μεθυσθεῖσαι, ἐγέλων ὡς παράφοροι. Μόλις δ' ὁ βασιλεὺς, ὢν φύσεως ἰσχυρωτέρας ἢ οἱ λοιποὶ, διετήρει εἰσέτι σπιθῆρας τινὰς λογικοῦ.

- Φίλε Μόγγα, εἶπεν ὁ πλοίαρχος, δὲν σ' ἔδειξα ἀκόμη τὸ πολυτιμότερον προϊὸν τῶν τόπων μας.

Καὶ ἀνοίξας ἄλλο κιβώτιον, ἔλαβεν ἐξ αὐτοῦ φιάλην, καὶ ἔχυσε δύω δάκτυλα ἐρυθροῦ τινος ῥευστοῦ εἰς μικρὸν ποτήριον.

- Δοκίμασον τοῦτο, τῷ εἶπεν.

Ὁ μαῦρος τὸ ἔπιε, καὶ ἔμεινεν ὡς βεβυθισμένος εἰς οὐρανίαν ἔκστασιν.

- Τ' ὀνομάζομεν τοῦτο ῥοσόλι, εἶπεν ὁ πλοίαρχος.

- Δώσει ἔμενα ῥοσόλι φίλος πλοίαρχος, εἶπεν ὁ μαῦρος, ὡς ἂν ἐζήτει τὸ μεγαλῄτερον ἀγαθὸν τῆς γῆς.

- Ὢ, εἶπεν ὁ Σπραίϋ, ὦ φίλε μου. Τοῦτο δὲν γίνεται τόσον εὔκολα! Τὸ ῥοσόλι εἶναι ἀκριβὸν, πολὺ ἀκριβόν· δὲν ἠμπορῶ νὰ τὸ δώσω.

- Μόγγας δώσει ὅ,τι θέλει πλοίαρχος, πλοίαρχος δώσει ῥοσόλι.

- Μόγγας δὲν ἔχει τίποτε νὰ δώσῃ· πλοίαρχος δὲν δώσει ῥοσόλι, ἀπεκρίθη ὁ Κ. Σπραίϋ μιμούμενος τὴν γλῶσσάν του.

- Παρακαλῶ, παρακαλῶ.

- Δὲν ἔχει παρακαλῶ… Ἄκουσον! Μοὶ δίδεις αὐτοὺς ὅπου κοιμοῦνται ἐκεῖ; σοὶ δίδω ῥοσόλι. Μίαν φιάλην ῥοσόλι, πέντε κομμάτια Ἔβενον, διότι εἶσαι φίλος μου.

- Στάσου! στάσου! εἶπεν ὁ Μόγγας, καὶ ἐμέτρησεν εἰς τὰ δάκτυλά του. - Πέντε καὶ πέντε δέκα, καὶ πέντε δεκαπέντε, καὶ δεκαπέντε τριάντα. Λοιπὸν Μόγγας ἔχει ἓξ φιάλας, ἓξ φιάλας!

Καὶ ὁ ἄθλιος ἐκτύπα τὰς χεῖράς του καὶ ἐχόρευε περιχαρής. Ὁ Κ. Σπραίϋ ἔνευσε τότε πρὸς τὸν ὑποπλοίαρχον, ὅστις πλησιάσας μετὰ τῶν ναυτῶν, ἔδεσε τοὺς τριάκοντα μαύρους εἰς τρεῖς ζυγοὺς ὡς τοὺς ἄνω περιγραφομένους, καὶ τοὺς μετέφερεν εἰς τὰς λέμβους.

- Λάβε τὰς ἓξ φιάλας, εἶπεν ὁ πλοίαρχος εἰς τὸν μαῦρον, ὅστις ἠνέωξεν ἀμέσως τὴν μίαν, καὶ τὴν ἐῤῥόφησεν ἀπνευστί. Τὸ ἀμβλὺ λογικόν του ἐπνίγη σχεδὸν ἐντελῶς εἰς τῆς φιάλης τὸ πνευματῶδες περιεχόμενον.

- Δός με κ' ἐμένα, δός με κ' ἐμένα! ἐφώναζον ἡ γυνή του καὶ ἡ θυγάτηρ του, ὡς κυνάρια ὑλακτοῦντα.

- Φύγετε ἀπ' ἐδὼ μὴ σᾶς πνίξω! ἀνέκραξεν ὠρυόμενος ὁ παροινῶν Μόγγας, καὶ ἐξηκολούθησε νὰ πίνῃ.

- Δὸς κ' ἐμένα, δὸς κ' ἐμένα, ἐμιαούριζον αἱ γυναῖκες.

- Φίλος πλοίαρχος δὲν ταῖς παίρνει αὐταῖς; Μόγγας δίνει χάρισμα, ἐξηκολούθησεν ὁ μαῦρος, ἀνίκανος πλέον νὰ ἐκτιμήσῃ τὸ βάρος τῶν λόγων του.

- Ὄχι χάρισμα, εἶπεν ὁ Σπραίϋ, ἔχω ἀκόμη αὐτὰς τὰς δύω φιάλας πράσινον ῥοσόλι. Εἶναι πρᾶγμα ἐξαίσιον! Τὰς θέλεις;

- Πάρεις αὐταῖς, πάρεις αὐταῖς, ἀνέκραξε πάλιν ὁ Μόγγας, σπρώχνων τὰς γυναίκας, αἵτινες δὲν ἔπαυον θέλουσαι νὰ τῷ ἀμφισβητήσωσι τὰ λείψανα τῆς φιάλης του.

- Πάρεις αὐταῖς, δώσεις ἐμένα ῥοσόλι πράσινο.

Ὁ πλοίαρχος τῷ ἐνεχείρισεν ἀμέσως τὰς δύω φιάλας, καὶ ἐν ᾧ αὐτὸς ἀπεγεύετο, αἱ δύω γυναῖκες ἡρπάγησαν ὑπὸ τῶν ναυτῶν, καὶ μετεκομίσθησαν εἰς τὴν λέμβον.

- Ἔχε ὑγείαν, Μόγγα, εἶπεν ὁ πλοίαρχος Σπραίϋ. Τοῦ χρόνου ἔχε με ἕτοιμα τριακόσια κομμάτια, καὶ θὰ σοὶ φέρω πολὺ ῥοσόλι.

Καὶ ἐμβῆκε καὶ αὐτὸς εἰς τὴν λέμβον.

Ὁ Μόγγας τότε ἔῤῥιψε τὰ βλέμματα πέριξ του, καὶ ἐξεπλάγη ἰδὼν ἑαυτὸν μόνον. Ἀκτὶς λογικοῦ ἐφάνη τότε φωτίσασα τὴν μνήμην του. Συγχρόνως δ' ἤκουσε τὴν γυναῖκά του καὶ τὴν θυγατέρα του αἵτινες ἐφώναζον ἀπαγόμεναι. Ὡς βέλος ἐῤῥίφθη πρὸς τὴν ὄχθην τοῦ ποταμοῦ.

- Φίλος πλοίαρχος, ἔκραζε, δόσε με γυναῖκα δική μου, δόσε με Λίγγα μου, κόρη δική μου. Λίγγα μου εἶναι ἥλιο δικό μου, μὴ πέρνῃς ἥλιο δικό μου.

Καὶ ὁ δυστυχὴς ἔτρεχεν εἰς την ὄχθην, παρακολουθῶν μακρόθεν τὴν λέμβον, ὅθεν ἔτεινον πρὸς αὐτὸν αἱ γυναῖκες τὰς χεῖρας, ἀλλ' ὅπου ὁ πλοίαρχος Σπραίϋ ἔκαμνε τὸν κωφόν. Τέλος ἡ λέμβος ἐξῆλθε τοῦ ποταμοῦ καὶ ἔφθασεν εἰς τὸ πλοῖον. Ὁ Μόγγας, ὡς τὴν εἶδε μακρυνομένην, ἐβυθίσθη εἰς τὰ κύματα, καὶ ἤρχιζε νὰ τὰ σχίζῃ μετὰ ταχύτητος δελφῖνος. Τὸ ψυχρὸν ὕδωρ διεσκέδασε διὰ μιᾶς τὴν μέθην του. Οὕτως ἔφθασεν ὑπὸ τὸ πλοῖον καὶ ἐφώναζε,

- Δόσε με γυναῖκα δική μου, δόσε με Λίγγα μου, κόρη δική μου.

- Νὰ τῷ δώσω ἐκείνην ὁποῦ χρειάζεται; ἠρώτησεν ὁ ὑποπλοίαρχος λαμβάνων ἓν πιστόλιον εἰς τὴν χεῖρα.

- Ὄχι δά! τί ἰδέα σὲ ἦλθε! εἶπεν ὁ Κ. Σπραίϋ. Ῥίψε τῳ ἓν σχοινίον ν' ἀναβῇ.

Ὁ Λίττελ ἤκουσεν αὐτὰς τὰς λέξεις, καὶ εἶπε καθ' ἑαυτόν·

- Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ὅλως διόλου κακότροπος.

Τὸ σχοινίον ἐῤῥίφθη εἰς τὴν θάλασσαν, ὁ Μόγγας τὸ ἥρπασεν ἀμέσως καὶ ἀνεῤῥιχήθη ὡς αἴλουρος εἰς τὸ πλοῖον.

- Ἡ ἄγκυρα εἶν' ἑτοίμη; ἠρώτησεν ὁ πλοίαρχος.

- Ἑτοίμη.

- Σύρατέ την.

- Φίλος πλοίαρχος, εἶπεν ὁ Μόγγας, δόσε δική μου γυναῖκα, δόσε κόρη δική μου.

- Αὐτὸν τὸν μαῦρον, εἶπεν ὁ Κ. Σπραίϋ, βάλετέ τον ὁμοῦ μετὰ τῶν δύω γυναικῶν. Ὕπαγε νὰ σὲ δώσουν γυναῖκα δική σου καὶ κόρη δική σου.

Καὶ τῷ ἔδωκεν ἓν λάκτισμα εἰς τὴν κοιλίαν. Ἐνταυτῷ δὲ τέσσαρες ναῦται λαβόντες τον, τὸν ἔφερον εἰς τὸ δεύτερον κατάστρωμα, καὶ ἐκεῖ κατ' ἐξαίρεσιν ἐπέρασαν τοὺς πόδας του εἰς τὴν αὐτὴν ποδοκάκην μετὰ τῆς γυναικός του καὶ μετὰ τῆς Λίγγας εἰς τὸ ἄκρον τῆς αἰθούσης, ὅπου ἔκειντο ἤδη ἁλυσόδετοι οἱ τριακόσιοι εἴκοσι μαῦροι.


ΣΤ΄.

Τὰ αἰσθήματα τοῦ Μαύρου εἶν' εὐκολώτερον νὰ τὰ φαντασθῇ καθεὶς παρὰ νὰ τὰ περιγράψῃ. Αὐτὸς, ὁ βασιλεὺς τῆς φυλῆς του, αὐτὸς ὁ ἀνίκητος μέχρι τοῦδε ὁ ἀδάμαστος ὡς ὁ λέων τῆς Σιέρα Λεόνε, ὁ περιφέρων τρομερὸν τῶν Μόγγων τὸ ὄνομα ἀπὸ τῆς Σενεγαμβίας μέχρι τοῦ Αἰγιαλοῦ τοῦ Πεπέριος, αὐτὸς νικηθεὶς ὑπὸ τοῦ οἰνοπνεύματος, ἀποκτηνωθεὶς ὑπὸ τῆς κραιπάλης, κατέκειτο ἤδη αντικείμενον χλεύης καὶ περιφρονήσεως, καὶ ἐφέρετο δέσμιος νὰ πωληθῇ ὡς ὑποζύγιον εἰς τὴν Ἀμερικὴν, καὶ ν' ἀποθάνῃ ὑπὸ τὴν μάστιγα ἀνιλεῶν δεσποτῶν.

Οἱ ὀφθαλμοί του ἠνεώχθησαν ὑπερμέτρως, καὶ αἷμα ἐφάνη ἐκχυθὲν εἰς αὐτῶν τοὺς βολβοὺς, εἰς δὲ τὰ χείλη του, ἀνασταλέντα ὡς τίγριδος, ἀνέβη ἀφρὸς ὑπέρυθρος. Ἄλλως δὲ ἔμενεν ἀνακαθήμενος, διότι δὲν εἶχε τόπον ν' ἁπλωθῇ, καὶ μόνον εἶδος μυκηθμοῦ ἀναπέμπων, προσήλου βλέμμα ἀτενὲς καὶ ἀπαίσιον εἰς τὴν γυναῖκα καὶ εἰς τὴν θυγατέρα του.

Ἐν τούτοις ἡ Ναϊὰς ἀνείλκυσε τὴν ἄγκυραν, καὶ ἀνήχθη πρὸς τὸ ἑσπέρας. Μετὰ πολλῶν δ' ὡρῶν διάπλουν διὰ τοῦ ἀριχπελάγους τοῦ κλείοντος τὴν ἔξοδον τοῦ λιμένος, ἔφθασε τέλος εἰς τὸ ἀνοικτὸν πέλαγος.

Ὁ ἄνεμος διετηρεῖτο πάντοτε δυτικοβόρειος, καὶ εἶχε μάλιστα λάβει ἐπίτασιν. Ἀλλ' οὔριος ὢν ὅτε ἡ Ναϊὰς ἔπλεεν ἀπὸ βοῤῥᾶ πρὸς μεσημβρίαν, εἶχε γίνει ἀντίπρωρος τώρα, διότι ὁ πλοίαρχος Κ. Σπραίϋ ἤθελε ν' ἀποβιβάσῃ τὸ ἐμπόρευμά του εἰς τὴν Βιργινίαν τῶν ὁμοσπόνδων ἐπαρχιῶν, καὶ ἑπομένως ἔπρεπε νὰ πλεύσῃ πρὸς αὐτὸ ἐκεῖνο τὸ σημεῖον ἐξ οὗ ὁ ἄνεμος ἔπνεε. Διὰ τοῦτο, ζητῶν ν' ἀναβῇ πρὸς βοῤῥᾶν, ὅπως λάβῃ τέλος τὸν ἄνεμον πλάγιον, ἠναγκάζετο πρὸς τὸ παρὸν νὰ λοξοδρομῇ.

Ἡ ἀγρία κίνησις τῆς θαλάσσης, ἡ στενοχωρία τῶν δεσμῶν καὶ τοῦ τόπου, ὁ πνιγηρὸς ἀὴρ ὃν ἀνέπνεον, κατεβασάνιζε τοὺς δυστυχεῖς μαύρους, παρέλυσε πάσας των τὰς δυνάμεις, τοῖς ἐπέφερεν αἰφνιδίαν ἀσθένειαν, καὶ δύω ἢ τρεῖς ἐξ αὐτῶν, οἱ ἀδυνατότεροι, μετά τινων ὡρῶν πάλην ἐξέπνευσαν· ἀλλ' ἔμειναν εἰς τὰ δεσμά των μέχρι τῆς στιγμῆς καθ' ἣν ἐγένετο ἡ ἐπιθεώρησις, καὶ τότε, λυθέντες τῶν ἀλύσεων, ἐῤῥίφθησαν εἰς τὴν θάλασσαν.

- Τὸ δέκατον θὰ σαπήσῃ πάντοτε, εἶπεν ὁ Κ. Σπραίϋ πρὸς τὸν ὑποπλοίαρχον. Ἀλλὰ τὴν τιμήν του ἀναλογίζομεν εἰς τοὺς ἄλλους. Ἐν τούτοις ἀνοίγει ὀλίγον ὁ τόπος.

Αἱ δ' ἐπιθεωρήσεις ἐγίνοντο τρὶς τῆς ἡμέρας, καὶ τρὶς τῆς νυκτός. Περιήρχετο δὲ τότε τὰς ἀράδας τῶν μαύρων ὁ πλοίαρχος μετὰ τοῦ ὑποπλοιάρχου, εἷς ναύτης προηγεῖτο κρατῶν τὸν φανὸν τὴν νύκτα, καὶ εἷς ναύτης εἵπετο. Εἰς τῆς μεσημβρίας καὶ τῆς ἑσπέρας τὴν ἐπιθεώρησιν ἐδίδετο εἰς τοὺς μαύρους μέλας ἄρτος κριθῆς καὶ νερόν.

Εἰς τὴν ἐπιθεώρησιν τῆς πρώτης ἑσπέρας, ὅταν ὁ πλοίαρχος διῆλθε πλησίον τοῦ Μόγγα, αὐτὸς ἔτεινε τὰς ἀνισχύρους του χεῖρας καὶ ἔκαμψε τοὺς δακτύλους, ὡς ἂν ἤθελε νὰ τὸν διασπαράξῃ. Ὁ μεγαλόψυχος Κ. Σπραίϋ ὅμως τῷ ἔῤῥιψε τὸ κομμάτιον τοῦ ἄρτου του καὶ τῷ εἶπε,

- Νὰ, φάγε, Μόγγα!

Ὁ ναύτης ὁ ἑπόμενος τῷ πλοιάρχῳ ἦτον ὁ Λίττελ· ὅταν δὲ διέβη καὶ αὐτὸς πλησίον τοῦ Μόγγα, ἔκλινεν ἀκατανοήτως πρὸς αὐτὸν, καὶ ἔθεσεν εἰς τὴν ἔτι τεταμένην του χεῖρα μικρὸν ἀντικείμενον.

- Ἄ! ἀνεφώνησεν ὁ ἄγριος, ἀναγνωρίσας μικρὸν ῥινίον. Ἀλλ' ὁ Λίττελ, λαβὼν τὴν εἰς τὴν ζώνην του κρεμαμένην μάστιγα, ἐκτύπησε δι' αὐτῆς τὸν ἀέρα ὑπὲρ τὴν κεφαλὴν τοῦ Μόγγα, ὥστε αἱ λωρίδες της ἐπλατάγησαν.

- Τ' εἶναι τοῦτο; ἠρώτησεν ὁ πλοίαρχος.

- Ὁ μαῦρος αὐτὸς ἤρχισε νὰ φωνάζῃ, ἀπεκρίθη ὁ Λίττελ, καὶ τὸν ἐκτύπησα.

- Καλὰ, παιδί μου, εἶπεν ὁ Σπραίϋ. Βλέπω ὅτι τὸ μάθημα σὲ ὡφέλησεν. Ἔκαμες τὴν ἀνατροφήν σου.

Ἀφ' οὗ δ' ἡ ἐπιθεώρησις ἐτελείωσεν, ὁ Μόγγας ἀπέτεινε πρὸς τοὺς δεσμίους μαύρους λέξεις τινὰς εἰς τὴν ἐγχώριον γλῶσσά των, καὶ μετ' ὀλίγον ὅλοι ὁμοῦ ἤρχισαν νὰ ψάλλωσιν εἶδος μυρολογίου, ὥστε ὅλος ὁ μεσόδομος ἀντήχει ἐκ τῆς φωνῆς των. Ἡ φωνή των δ' ἐκάλυπτε τὸν τρυγμὸν τῆς ῥίνης, ἥτις ἐνέδακνεν εἰς τὸ κλεῖθρον τῆς ποδοκάκης τοῦ Μόγγα.

Μετ' ὀλίγον ἠκούσθησαν βήματα ἐπὶ τῆς κλίμακος, καὶ ὁ Μόγγας ἔκρυψε ταχέως τὴν ῥίνην του.

- Τ' εἶναι αὐτὰ τὰ μιαουρίσματα; ἠρώτησεν ὁ πλοίαρχος.

- Καϋμένο μαῦρο κλαίει τόπο δικό του, εἶπεν ὁ Μόγγας μετὰ θλιβερᾶς φωνῆς.

- Εἰπέ τους λοιπὸν νὰ μὴ κλαίουν τόσον δυνατὰ, ἢ θὰ τοὺς κάμω νὰ κλαύσουν ἀλλέως.

Καὶ ὁ πλοίαρχος ἀνέβη νὰ κοιμηθῇ. Ἔκτοτε τὸ μυρολόγιον ἠκούετο ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἐπαναλαμβανόμενον δι' ὅλης τῆς νυκτὸς μετὰ φωνῆς ταπεινοτέρας, καὶ συγχρόνως ἡ ῥίνη ἠργάζετο διακριτικώτερον.

Τὴν δ' ἐπαύριον τὸ ἑσπέρας εἰς τὴν ἐπιθεώρησιν, ὁ ὑποπλοίαρχος πλησιάσας ἀποτόμως πρὸς τὸν Μόγγαν,

- Τί εἶναι τοῦτο ὁποῦ κρατεῖς ἐκεῖ; τὸν ἠρώτησεν.

Ὁ Μόγγας εἰς τὴν μίαν χεῖρα ἐκράτει τὴν ῥίνην, καὶ εἰς τὴν ἄλλην τὸν ἄρτον, ὃν εἶχε λάβει τὴν μεσημβρίαν. Πλησιάσας ἀμέσως τὰς δύω χεῖρας, ἔχωσε τὴν ῥίνην εἰς τὴν ψύχαν τοῦ ἄρτου.

- Ψωμὶ, εἶπε.

- Ἄ! ψωμὶ, ἀπήντησεν ὁ ὑποπλοίαρχος. Λοιπὸν ἀπὸ κακίαν δὲν θέλεις νὰ τὸ φάγῃς. Πολὺ καλὰ, ἂς τὸ ῥίψωμεν εἰς τὴν θάλασσαν, νὰ ἰδῶμεν τί θὰ φάγῃς.

- Δόσε ψωμὶ, εἶπε μετ' οἰκτρᾶς φωνῆς ὁ Μόγγας. Καϋμένο μαῦρο πεινάει. Δόσε φάῃ καϋμένο μαῦρο.

- Ἄ! σὲ ἦλθε λοιπὸν ἡ ὄρεξις; εἶπεν ὁ ὑποπλοίαρχος καὶ τῷ ἐτίναξε τὸν ἄρτον ὡς εἰς σκύλον.

Ὁ Μόγγας τὸν ἥρπασεν ἀμέσως καὶ ἤρχισε να τὸν τρώγῃ.

Ἀλλ' ἐν ᾧ ἐξηκολούθει ἡ ἐπιθεώρησις, αἴφνης ἀπὸ τοῦ καρχησίου τοῦ μεγάλου ἱστοῦ ἠκούσθη ἡ φωνὴ «Πλοῖον! πλοῖον εἰς τὸν ὁρίζοντα!» Ἐν τῷ ἅμα ὁ πλοίαρχος καὶ ὁ ὑποπλοίαρχος ἔτρεξαν εἰς τὸ κατάστρωμα, καὶ ἥρπασαν τὰ τηλεσκόπια.

- Ὤ! κακαὶ εἰδήσεις! εἶπεν ὁ τελευταῖος. Τῷ ὄντι πλοῖον, καὶ πλοῖον ἐκ τῶν μεγαλητέρων! Τρεῖς ἱστοί! Ὤ! ἔχει ἐπισείοντα! Πλοῖον πολεμικόν.

- Ὤ! ὤ! μᾶς εἶδεν, εἶπεν ὁ πλοίαρχος. Ὑψόνει τὴν σημαίαν του. Ἄ! τρίχρους σημαία. Εἶναι Γάλλος ὁ κύριος! Ἰδὲ, ἰδὲ, εἰς τὰ ἴχνη μας ἔχει τὴν μύτην του. Κύτταξε, κρεμᾷ ὅλα του τὰ κουρέλια· φαίνεται ἔχει μεγάλην ἐπιθυμίαν τῆς γνωριμίας μας. - Αἴ σεῖς! ἐφώναξεν εἰς τὸ πλήρωμα. Εἰς τὰς θέσεις σας! προσοχή! Ἔξω ὅλα τὰ πανία! Τὸ πηδάλιον δεξιὰ, ἀκόμη, ἀκόμη! Ἄφες νὰ πηγαίνωμεν μὲ τὸν ἄνεμον.

Ἡ Ναϊὰς, ἥτις εἶχε τὴν πρώραν πρὸς βοῤῥᾶν, τὴν ἔστρεψε διὰ μιᾶς πρὸς μεσημβρίαν, καὶ ἐνδίδουσα εἰς τὴν ἰσχυρὰν πίεσιν ὅλων της τῶν ἱστίων, ἔτρεχεν ὡς ἵππος γενναῖος εἰς τὸ ὑγρὸν στάδιόν της. Ἀλλὰ μετὰ ἓν τέταρτον ἐνόησεν ὁ πλοίαρχος ὅτι μάταιος εἶναι ὁ κόπος. Τὸ διῶκον πλοῖον προὐχώρει μετὰ πολλῆς περισσοτέρας ταχύτητος, καὶ ἐφαίνετο ἤδη ὡς γιγαντιαία κατάλευκος πυραμίς.

- Διὰ τῆς ταχύτητος, εἶπε πρὸς τὸν ὑποπλοίαρχον, δὲν κατορθόνομεν τίποτε. Νὰ δοκιμάσωμεν καὶ τὴν πανουργίαν. Ἀφ' οὗ γίνῃ σκότος, νὰ καταβιβάσωμεν τὰ πολλὰ ἱστία, ὥστε νὰ μὴ μᾶς βλέπῃ, καὶ ἐνῷ μᾶς ζητεῖ πρὸς νότον νὰ στραφῶμεν ἡμεῖς πρὸς βοῤῥᾶν εἰς τῆς ξηρᾶς τὸ μέρος, ὅπου ἴσως κατορθώσωμεν να κρυφθῶμεν. Ἂν ὅμως καὶ αὔριον πρωῒ ἀκόμη μᾶς ἰχνηλατῇ, τότε ἔχομεν καὶ ἄλλον τρόπον.

- Ποῖον τρόπον; ἠρώτησεν ὁ ὑποπλοίαρχος.

- Ῥίπτομεν τοὺς μαύρους ὀλίγους κατ' ὀλίγους εἰς τὴν θάλασσαν. Ὁ κύριος Γάλλος ἐκεῖ, θὰ τρέχῃ νὰ τοὺς ψαρεύῃ, καὶ ἡμεῖς ἐν τούτοις, φυγή. Καὶ ἂν τοὺς ῥίψωμεν ὅλους, θὰ μᾶς μείνῃ τὸ δέρμα μας πάντοτε, καὶ αὐτὸ εἶναι ἀρκετὰ πολύτιμον ὅπως τὸ σώσωμεν.

Ὁ Τζὼν Λίττελ, ὅστις ἄκουσε τὰς λέξεις αὐτὰς, ἀνέφριξεν ὅλως. Καθὼς δ' ἐπῆλθε τὸ σκότος, ὁ πλοίαρχος, ὅστις ἦν λίαν ἀνήσυχος, ἠσχολήθη περὶ τὴν ἀλλαγὴν τῆς διευθύνσεως τοῦ πλοίου.

Κατ' αὐτὴν τὴν ὥραν εὗρεν ὁ Λίττελ καιρὸν, καὶ εἰσελθὼν εἰς τὸν θάλαμον μετὰ παλλούσης καρδίας, ἔλαβε τὸν ὀρμαθὸν τῶν κλειδίων κρεμάμενον ὑπὲρ τὴν κλίνην τοῦ πλοιάρχου, καὶ κρατῶν ἓν κήρινον ἐκμαγεῖον εἰς τὰς χεῖράς του, παρέβαλε πρὸς αὐτὸ ἓν πρὸς ἓν τὰ κλειδία. Τέλος εὗρεν ἓν μικρόν, ἐφαρμοζόμενον ἐντελέστατα, τὸ ἀπέσπασεν ἀπὸ τῶν ἄλλων, ἐναπέθεσεν αὐτὰ εἰς τὴν θέσιν των, καὶ ἐξῆλθεν.

Εἰς τὴν ἐπιθεώρησιν τοῦ μεσονυκτίου ὁ Λίττελ συνώδευσε πάλιν τὸν πλοίαρχον. Διερχόμενος δὲ πλησίον τοῦ Μόγγα, κατώρθωσε νὰ τῷ δώσῃ τὸ κλειδίον, καὶ διὰ τοῦ δακτύλου τῷ ἔδειξε τὰς ἁλύσεις τῶν μαύρων. Ἔπειτα δὲ, κροτῶν πάλιν τὴν μάστιγα.

- Νὰ μὴ κινηθῇς, εἶπε μεγαλοφώνως, ἂν δὲν λάβῃς ἄδειαν.

- Αὐτὸς ὁ Λίττελ, εἶπε γελῶν ὁ πλοίαρχος, γίνεται καλλήτερος μαυροφύλαξ ἀφ' ὅ,τι ἤλπιζον.

Μετὰ τὴν ἐπιθεώρησιν τὸ μυρολόγιον ἤρχισε πάλιν. Ὁ πλοίαρχος καὶ ὁ ὑποπλοίαρχος ἦσαν πολὺ ἀπησχολημένοι εἰς τὴν κατασκόπευσιν τοῦ γαλλικοῦ πλοίου, διότι τὰ λευκὰ καὶ πλατέα ἱστία αὐτοῦ διεγράφοντο καθαρώτατα ἐπὶ τοῦ αἰθρίου οὐρανοῦ τῶν τροπικῶν. Φαίνεται ὅμως ὅτι καὶ τὸ γαλλικὸν πλοῖον διέκρινεν ἢ κἂν ὑπώπτευε τὰ κινήματα τῆς Ναϊάδος, διότι ἠλάττωσε καὶ αὐτὸ τὰ ἱστία του.

Ἐν τούτοις ὁ Μόγγας, διεγείρας βοηθείᾳ τῆς γυναικὸς καὶ τῆς θυγατρός του τὸ ἄνω ξύλον τῆς ποδοκάκης, ἔσυρεν ἔξω τοὺς πόδας του, καὶ ἕρπων ἀψοφητὶ κατὰ γῆς μέχρι τοῦ πρώτου μαύρου, ἐξεκλείδωσε τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν αὐτοῦ τὰς ἁλύσεις· ἀφεὶς δ' εἰς αὐτὸν τὸ κλειδίον, ἐπέστρεψεν εἰς τὴν ποδοκάκην του. Ὁ πρῶτος μαῦρος ἐξεκλείδωσε κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον τὰ δεσμὰ τοῦ δευτέρου, ὁ δεύτερος τὰ τοῦ τρίτου, καὶ οὕτω μέχρι τοῦ τελευταίου, ὅστις ἀπέδωκε τὸ κλειδίον εἰς τὸν Μόγγαν.

Εἰς τὰς τέσσαρας ὥρας, ὅταν ἔγινεν ἡ τρίτη νυκτερινὴ ἐπιθεώρησις, ὅλοι οἱ μαῦροι ἦσαν λυτοὶ, ἀλλὰ δὲν ἐκινήθη κἀνείς. Ὁ Μόγγας μόνον κατώρθωσε νὰ ἐπιστρέψῃ τὸ κλειδίον εἰς τὸν Λίττελ, ὅστις, ἀφ' οὗ ἦλθεν εἰς τὸ κατάστρωμα, τὸ ἐναπέθεσε κρυφίως εἰς τὴν ἀρχαίαν του θέσιν.


Ζ΄.

Τὸ πρωῒ τὸ γαλλικὸν πλοῖον εὑρέθη μόλις δύω μίλια μακρὰν τῆς Ναϊάδος· τότε ἤρχισε δίωξις ἀνένδοτος, ἐπίμονος, ἀδιάκοπος. Ἡ Ναϊὰς πότε ἐτάννυεν ὅλα της τὰ ἱστία ὡς ἐλπίζουσα ἐκ τῆς ταχύτητός της, πότε στρέφουσα αὐτὰ, ἐφαντάζετο νὰ διαφύγῃ διὰ πηδημάτων πρὸς δεξιὰ καὶ πρὸς ἀριστερὰ, ὡς ὁ ποντικὸς ζητεῖ ν' ἀπατήσῃ τὴν ἐπικειμένην γαλῆν. Ἀλλὰ μάτην. Περὶ τὰς ὀκτὼ τὸ γαλλικὸν δίκροτον ἐκανονοβόλησε τὴν πρώτην βολὴν, καὶ ἡ σφαῖρα ἔσχισε τὸ μέγα ἱστίον τῆς Ναϊάδος. Αὕτη ἦν ἡ στιγμὴ τῆς πρωϊνῆς ἐπιθεωρήσεως τῶν μαύρων.

- Ἄλλος τρόπος δὲν μένει, εἶπεν ὁ Κ. Σπραίϋ πρὸς τὸν ὑποπλοίαρχον. Πρέπει νὰ κάμωμεν χύσιν. Νὰ θυσιάσωμεν τὴν πραγματείαν ἵνα σώσωμεν τὴν ζωήν μας. Φέρε με τὰ κλειδία, καὶ τὸ πλήρωμα νὰ καταβῇ κατόπιν ἡμῶν. Προσοχὴ ὅμως, ἀπὸ δέκα δέκα νὰ ῥίπτωνται, καὶ ἐν ᾧ τοὺς μαζόνουν ἐκεῖνοι, ἡμεῖς ἂν κατορθώσωμεν νὰ χωθῶμεν εἰς τὸν πορθμὸν ἐδῶ τοῦτον, ἂς ἔλθῃ νὰ μᾶς εὕρῃ! Μόλις ἔχει τὸ στενὸν ὀκτὼ πόδας θάλασσαν· ἡ Ναϊάς μας τὸ περνᾷ. Ἂς ὁρίσῃ ὅμως καὶ ὁ κύριος Γάλλος, ἂν θέλῃ νὰ ῥιζώσῃ ἐκεῖ ὡσὰν τὸν πύργον τοῦ Λονδίνου.

Ἔπειτα δ' ἐξετάσας τὴν πυξίδα,

- Τὸ πηδάλιον ἀριστερά! ἐφώναξεν· ἀνατολικῶς ἓν δέκατον ἕκτον βορείως!

Καὶ διὰ τῆς χειρὸς ἔδειξεν εἰς τὸν πηδαλιοῦχον ποῦ ἔχει νὰ διευθύνηται. Ἔπειτα δὲ, λαβὼν τὸν ὀρμαθὸν τῶν κλειδίων, καὶ ἀκολουθούμενος ὑπὸ τοῦ πληρώματος, κατέβη εἰς τὸν μεσόδρομον.

- Ἀπὸ ἐκείνων ἐκεῖ κάτω ν' ἀρχίσωμεν, εἶπε, δεικνύων τὸ βάθος τοῦ μεσοδρόμου. Εἶναι οἱ πλέον στενοχωρημένοι. Ὀλίγον νὰ τοὺς ἀραιώσωμεν.

Καὶ διηυθύνθη μετὰ τοῦ πληρώματος πρὸς τὸ βάθος. Ἐν ᾧ δὲ διήρχετο πλησίον τοῦ Μόγγα, ὁ Λίττελ κλίνας πρὸς αὐτόν, «Καιρός!» ἐψιθύρισεν.

Ὁ πλοίαρχος μετὰ τοῦ πληρώματος εἶχε προχωρήσει ἕως εἰς τὸ μέσον τοῦ μεσοδρόμου.

- Ἐπάνω Μόγγα! ἐπάνω Χόλλο-χό! ἔκραξεν αἴφνης ὁ Μόγγας, μετὰ στεντορίας φωνῆς, ἀποτινάσσων τὸ ξύλον τῆς ποδοκάκης καὶ ἀναπηδῶν.

Ἐν τῷ ἅμα δ' οἱ τριακόσιοι εἴκοσι μαῦροι ἠγέρθησαν ὅλοι, ἀπέσεισαν τὰ δεσμά των, καὶ περικυκλώσαντες τὸ ἄοπλον καὶ καταπλαγὲν πλήρωμα, ἔῤῥιψαν κατὰ γῆς τοὺς ναύτας καὶ τοὺς ἔδεσαν εἰς τὰς ἰδίας ἁλύσεις των.

Ὁ Μόγγας δ' ἁρπάσας τὰ κλειδία παρὰ τοῦ πλοιάρχου, ἐκλείδωσε τὰς ἁλύσεις, καὶ ἀφεὶς πεντήκοντα μαύρους εἰς φυλακὴν τῶν δεσμίων, ἔτρεξε μετὰ τῶν λοιπῶν εἰς τὴν ὁπλοθήκην, ἐκυρίευσεν ὅλα τὰ ὅπλα, καὶ ῥιφθεὶς εἰς τὸ κατάστρωμα συνέλαβε καὶ ἔστειλεν εἰς τὰ δεσμὰ καὶ τὸν πηδαλιοῦχον καὶ τοὺς ὀλίγους ναύτας ὅσοι ἔμενον, χωρὶς αὐτοὶ νὰ τολμήσωσιν οὐδεμίαν ἀντίστασιν.

Κατ' αὐτὴν τὴν στιγμὴν δευτέρα σφαῖρα σφενδονισθεῖσα ἐκ τοῦ δικρότου, ἔκοψε τὸν κεροίακα τοῦ ἐπιδρόμου. Ἀλλ' ἡ Ναϊὰς, ἐξακολουθοῦσα ἣν εἶχε διεύθυνσιν, εἶχε διαβῇ διὰ τοῦ πορθμοῦ, καὶ ἔπλεεν ἤδη ἐντὸς βαθέως κόλπου, εἰς ὃν τὸ δίκροτον δὲν ἐδύνατο οὐδ' ἐτόλμα νὰ τὴν διώξῃ, ἐκτὸς μόνον διὰ σφαιρῶν, αἵτινες ἔφθανον μακρόθεν ἀσθενέστεραι πάντοτε.

- Τώρα τί κάμωμεν; εἶπεν ὁ Μόγγας πρὸς τὸν ἐλευθερωτήν του Τζὼν Λίττελ. Μαῦρος δὲν ξεύρει κυβερνᾷ πλοῖον.

- Θέλεις νὰ μὲ ὑπακούσῃς εἰς ὅσα εἰπῶ; εἶπεν ὁ Λίττελ.

- Σὺ γλυτώσῃς Μόγγα, καὶ γυναῖκα δική μου καὶ Λίγγα δική μου. Μόγγας ἀκούει ἐσένα, καὶ θάλασσα πέφτει, ἂν πῇς.

- Ἔχεις κἀνένα ἄνθρωπον πιστὸν καὶ γενναῖον;

- Βαρίδα! ἐφώναξεν ὁ Μόγγας.

Μαῦρος κολοσσὸς προσῆλθε πρὸς αὐτόν. Ὁ Λίττελ τότε ὁδηγήσας αὐτὸν εἰς τὸν μεσόδομον, ὅπου ἦσαν οἱ δέσμιοι, καὶ ἀνοίξας μίαν τρύπαν,

- Λάβε, τῷ εἶπε, τὰ δύω ταῦτα πιστόλια. Ἂν συμβῇ ποτὲ αὐτοὶ ὅπως δήποτε νὰ θραύσουν τὰ δεσμά των καὶ νὰ νικήσουν τοὺς φύλακάς των, πυροβόλησον εἰς αὐτὴν τὴν τρύπαν. Ἐκεῖ εἶναι ἡ πυρίτις. Θὰ πετάξωμεν ὅλοι εἰς τὸν οὐρανόν.

Ὁ Μόγγας ἐξήγησε τὰς λέξεις ταύτας εἰς τὸν μαῦρον, ὅστις ἐκάθησεν εἰς τὴν τρύπαν μετὰ μεγάλης ἀταραξίας ψυχῆς, ἀπέναντι τοῦ ἐντρόμου πληρώματος.

- Τώρα σὺ, φίλε Μόγγα, ἐξηκολούθησεν ὁ Τζὼν Λίττελ, ἀνάβα εἰς τὸ κατάστρωμα, καὶ κράτει εἰς πειθαρχίαν τοὺς μαύρους σου.

Αὐτὸς δὲ ὁ ἴδιος ἔλυσε πρῶτον τὰ ἱστία τὸ ἓν μετὰ τὸ ἄλλο, καὶ τ' ἀφῆκε νὰ πέσωσι, διότι δὲν ἐδύνατο μόνος νὰ τὰ διοικήσῃ. Διετήρησε δ' ἓν μόνον ἐκ τῶν μικροτέρων, καὶ ἔλαβεν εἰς χεῖράς του τὸ πηδάλιον, ἔχων κατὰ πρύμνην τὸν ἄνεμον.

Αἴφνης ἐμπρός του, εἰς τὸν μυχὸν τοῦ κόλπου, εἰς ὕψωμα προέχον εἰς τὴν θάλασσαν, βλέπει ἀντικείμενόν τι κινούμενον ἐν εἴδει σημείου. Ἦτο δὲ τοῦτο τέσσαρες λευκαὶ ὀθόναι δεδεμέναι εἰς τὴν κορυφὴν ξύλου. Ἀμέσως στρέφει τὸ πηδάλιον πρὸς τὸ σημεῖον ἐκεῖνο, κόπτει διὰ τοῦ πελέκεως τὸν κεροίακα τοῦ τελευταίου ἱστίου, ἵνα ἐμποδίσῃ τὸ πλοῖον νὰ προχωρῇ, καταβιβάζει βοηθείᾳ τῶν μαύρων τὴν λέμβον εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἀφήσας εἰς τὸν Μόγγαν τὴν ἐπιμέλειαν τῆς Ναϊάδος, καταβαίνει μετά τινων μαύρων εἰς τὴν λέμβον, καὶ διευθύνεται πρὸς τὸ μέρος, ὅπου ἐκυμάτει ἡ αὐτοσχέδιος τετραπλῆ σημαία.

Περὶ αὐτὴν ἵσταντο τέσσαρες ἄνδρες. Ποία δὲ ὑπῆρξεν ἡ χαρά του, ὅτε τοὺς ἀνεγνώρισεν ὡς τοὺς ἐγκαταλειφθέντας τέσσαρας ἀξιωματικοὺς τοῦ Δελφῖνος! Σπεύσας ἀμέσως πρὸς αὐτοὺς τοῖς διηγήθη ὅλα τὰ προηγηθέντα συμβάντα, καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς τοὺς μετέφερεν εἰς τὸ πλοῖον.

- Πλοίαρχε Φίλθων, εἶπεν, ἕως ἐδῶ ἐγὼ τὸ διεύθυνα. Τὸ παραδίδω ἤδη εἰς χεῖράς σας.


Η΄.

Ὁ δὲ πλοίαρχος ἔλαβεν ἐν τῷ ἅμα τὸ πηδάλιον, καὶ μεταχειριζόμενος τοὺς τρεῖς ἀξιωματικοὺς καὶ τὸν Λίττελ ὡς ναύτας, ἔστρεψε τὰ ἱστία, καὶ ὥρμησε πρὸς τὴν ἔξοδον τοῦ πορθμοῦ.

Ἐμπρὸς αὐτοῦ παρεμόνευε τὸ Γαλλικὸν δίκροτον, ἑτοιμασθὲν νὰ συνάψῃ τὴν μάχην ἐπ' αὐτῆς τῆς ἐξόδου. Ἀλλ' ὁ πλοίαρχος Φίλθων, καταβὰς εἰς τὴν λέμβον, ἦλθε πρὸς τὸ δίκροτον, ἐδήλωσε τὸν βαθμόν του, ἐξήγησεν εἰς τὸν Γάλλον συνάδελφόν του τὴν παροῦσάν του θέσιν, καὶ ἐπεκαλέσθη τὴν βοήθειάν του. Λαβὼν δ' ἐπικουρία εἴκοσι ναυτῶν, ἐπανῆλθεν εἰς τὸν πάρνωνα.

Ἡ πρώτη του φροντὶς ὑπῆρξε νὰ σχηματίσῃ στρατιωτικὸν δικαστήριον ὑπ' αὐτοῦ συγκείμενον καὶ ὑπὸ τῶν τριῶν ἀξιωματικῶν του, νὰ φέρῃ ἐμπρός του τὸν πλοίαρχον Κ. Σπραίϋ, καὶ τὸν ὑποπλοίαρχον, νὰ τοὺς δικάσῃ συνοπτικῶς, καὶ ἐντὸς ἡμισείας ὥρας νὰ κρεμάσῃ τὸν μὲν εἰς τὴν δεξιὰν, τὸν δὲ εἰς τὴν ἀριστερὰν κεραίαν τοῦ μεγάλου ἱστοῦ. Ἡ δευτέρα φροντίς του ἦν νὰ διευθυνθῇ πρὸς βοῤῥᾶν.

Μετ' ὀλίγων δ' ὡρῶν πλοῦν διῆλθεν ἐμπρὸς τοῦ λιμένος ὅθεν εἶχε ἀναληφθῇ ὁ Δελφὶν ὡς ἐκ μαγείας, καὶ ἀμέσως μετὰ ταῦτα ἀνεγνώρισε τὴν ἐλαφράν του ἡμιολίαν χορεύουσαν ἐπὶ τοῦ ἀφροῦ τῶν κυμάτων.

Φαίνεται δ' ὅτι περιέπλεεν ἐδῶ περιμένουσα τὴν ἐπιστροφὴν τῆς Ναϊάδος ὅπως τὴν συνοδεύσῃ παρέκει· διότι ἅμα εἶδε μακρόθεν τὸν πάρνωνα, μετέβαλε τὴν πορείαν της, ὡς σπεύδουσα νὰ τὸν ἀπαντήσῃ.

- Ἄ! ἄ! ἔλεγεν ὁ νέος πλοίαρχος τοῦ Δελφῖνος. Εἰς τὸ δένδρον τῆς Ναϊάδος βλέπω ὅτι ἐφύτρωσαν καρποί. Νὰ ἰδῇς ὅτι εἶναι ὁ προκάτοχός μου εἰς τὴν διοίκησιν τοῦ Δελφῖνος. Χαίρετε, κύριε πλοίαρχε Φίλθων, πῶς σᾶς ἀρέσκει ἡ θέα;

Κατ' αὐτὴν τὴν στιγμὴν ἡ θαλασσία σάλπιγξ προσεκάλεσεν εἰς τὸν πάρνωνα τὸν αὐτοχειροτόνητον πλοίαρχον καὶ τὸν ὑποπλοίαρχον τῆς ἡμιολίας. Ἀμφότεροι ἔσπευσαν νὰ ὑπακούσωσιν. Ἐπειδὴ δὲ τὸ δικαστήριον συνεδρίαζε σταθερῶς, μετὰ ἓν τέταρτον ἀμφότεροι ἐκρέμαντο εἰς τὰς δύω ἄκρας τῆς κεραίας τοῦ ἐπιδρόμου. Οἱ τέσσαρες κωπηλάται τῆς λέμβου, ἥτις τοὺς ἔφερεν, ἐκρατήθησαν καὶ αὐτοὶ, καὶ μετ' ὀλίγον ἡ βασιλικὴ σημαία ἐκυμάτει πάλιν ἐπὶ τῆς ἡμιολίας, διοικουμένης ὑπὸ τοῦ ἀρχαίου αὐτῆς πληρώματος καὶ ἐχούσης δεσμίους εἰς τὸν μυχόν της τοὺς λῃστὰς οἵτινες τὴν ἐκυρίευσαν.

Μετὰ τρεῖς ἡμέρας τὰ δύω πλοῖα προσωρμίζοντο εἰς τὴν παραλίαν τοῦ Μόγγα, καὶ ἀπέδιδον ἐκεῖ εἰς τὴν ἐλευθερίαν τοὺς μαύρους, καὶ μετ' αὐτῶν καὶ τὸν Μόγγαν, ὅστις ῥιφθεὶς εἰς τὸν λαιμὸν τοῦ Τζὼν Λίττελ, ἔκλαιεν ὡς βρέφος, καὶ ἔλεγε,

- Σὺ γλυτώσῃς Μόγγα, καὶ Μόγγα γυναῖκα, καὶ Μόγγα Λίγγα καὶ καϋμένο Μαῦρο. Πὲς Μόγγα τί θέλεις, Μόγγας δώσῃ ὅλα, ὅλα.

- Θέλω, εἶπεν ὁ Λίττελ, ἀποχαιρετῶν τὸν εὐγνώμονα Μαῦρον, νὰ μὴ γίνεσθε μόνοι σας τὰ ὄργανα τῆς ἀθλιότητός σας· νὰ μὴ καταπροδίδητε τὴν ἐλευθερίαν σας, νὰ μὴ πωλῆτε τὸ αἷμα τῶν ἀδελφῶν σας.

Μετ' ὀλίγας ἑβδομάδας τέλος ὁ Δελφὶν κατέπλεεν εἰς Λονδίνον, ῥυμουλκῶν καὶ τὴν Ναϊάδα.

Ὁ πλοίαρχος Φίλθων καὶ ὁ ἀκόλουθος Γρειδυφὶσχ, καθυπεβλήθησαν εἰς ναυτικὸν συμβούλιον καὶ ἐδικαιώθησαν. Τὸ δὲ πλήρωμα τῆς Ναϊάδος καθυπεβλήθη εἰς τὸ αὐτὸ συμβούλιον, καὶ ἐστάλη εἰς τὰ βασιλικὰ ναυπηγεῖα, ὅπερ ἐστὶ κατεδικάσθη εἰς διὰ βίου δεσμά.

Ἡ δὲ Ναϊὰς κατεσχέθη ὑπὸ τοῦ δημοσίου, καὶ καταδικασθεῖσα εἰς θάνατον, διελύθη καὶ ἐπωλήθη ὡς ξυλικὴ καὶ τὸ προϊὸν τῆς πωλήσεως, ἑξήκοντα χιλιάδες δραχμῶν, ἐχαρίσθη εἰς τὸν γενναῖον Τζὼν Λίττελ, ὅστις ἀφιέρωσε μέρος μὲν αὐτῶν εἰς ἐμψύχωσιν τῆς κατασκευῆς τοῦ ἐθνικοῦ ζύθου, μέρος δὲ εἰς ὑποστήριξιν τῆς ἑταιρίας πρὸς ἀπελευθέρωσιν τῶν Μαύρων.