Η Μελέτη/Τόμος 6/Τεύχος 2/Αναγνωστήριον

Η Μελέτη, Τόμος 6, Τέυχος 2
Συγγραφέας:
Βιβλιοκρισία: Kretische Vasenmalerei von Kamares-bis zum Palast-Stil


ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟΝ

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΑ

Kretische Vasenmalerei von Kamares - bis zum Palast - Stil von Ernst Reisinger, mit 22 Abbildungen auf vier Tafeln und einer Tabelle. — Verlag B. G. Teubner in Leipzig, 1912. — Preis Mark 3

Ἄγγλοι καὶ Ἰταλοί, καὶ Ἀμερικανοὶ κατόπιν, ἀνεκάλυψαν, ἠρεύνησαν, ἡρμήνευσαν τὸν θαυμάσιον προελληνικὸν πολιτισμὸν τὴς Κρήτης. Ἡ ἔκτακτος σημασία τῶν εὑρημάτων εἶναι γνωστὴ εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Ἀλλ’ ἰδιαιτέραν ἀξίαν διὰ τὴν ἐπιστὴμην ἔχουσιν αἱ ἔρευναι αὗται, διότι λαμπρῶς κατέδειξαν τὴν ἄνευ χασμάτων ἀλληλουχίαν πασῶν των παλαιοτέρων περιόδων τῆς τέχνης ἐκείνης, τῆς ὁποίας τὰ πολύτιμα ἀντικείμενα τὸ πρῶτον εἰς φῶς ἔφερε πρὸ τριάκοντα ἐτῶν ἡ σκαπάνη τοῦ Σλῆμαν ἐν Μυκήναις. Τὸ 1900 ἤδη, ὅτε ἤρχισαν αἱ ἀνασκαφαὶ τῆς Κρήτης, κατεδείχθη ὅτι κέντρον τῆς τέχνης ἐκείνης καὶ τοῦ πολιτισμοῦ καθόλου τῆς προδωρικῆς Ἑλλάδος κατὰ τὴν δευτέραν χιλιετηρίδα πρὸ Χριστοῦ ὑπῆρξεν ἡ Κρήτη. Εἰς τήν αὐτὴν μεγαλόνησον ἐξηκριβώθησαν ἔπειτα ὅλαι αἱ βαθμῖδες τῆς ἀναπτύξεως κατ’ ἀναδρομὴν μέχρι τῆς τρίτης καὶ μέχρι τοῦ τέλους τοὐλάχιστον τῆς τετάρτης χιλιετηρίδος. Ἡ τελευταία πρὸς τὰ ἄνω βαθμὶς περιλαμβάνει ἀνάπτυξιν ἐξαπλουμένην εἰς ὅλην τήν τετάρτην χιλιετηρίδα καὶ φθάνουσαν τοὐλάχιστον εἰς τὴν πέμπτην.

Πάντα τὰ γενικὰ καὶ μερικὰ εἰς τήν ἔρευναν ταύτην ἀναφερόμενα ζητήματα πλειστάκις ἐξητάσθησαν καὶ διεφωτίσθησαν, ὑπ′ αὐτῶν τῶν ἰδίων σκαπανέων τῆς Κρήτης. Ἀλλὰ διὰ τήν ἐπιστήμην δὲν ἐξαντλεῖται τίποτε. Ὅσον περισσότερον φῶς διαχέει, τόσον περισσότερον φῶς ζητεῖ. Πληθὺς νεαρῶν ἐπιστημόνων ἐτέθη ἀμέσως ἐπὶ τὰ ἴχνη τῶν μεγάλων ἐρευνητῶν καὶ μὲ ἀκαταπόνητον δραστηριότητα ζητεῖ νὰ ἐξακριβώσῃ ἰδίως τὰ οὐχὶ ὀλίγα μερικὰ ζητήματα, τὰ ὁποῖα ὀλίγον κατ′ ὀλίγον ἀποχωρίζονται ἀπὸ τῆς καθόλου ἀρχαιολογικῆς ἐπιστήμης τοῦ εἰδικοῦ κρητομυκηναϊκοῦ κλάδου καὶ ἰδιαίτερον πεδίον μελέτης ἀποτελοῦσι.

Τὰ περίπλοκα ζητήματα τῆς χρονολογίας τοῦ πολιτισμοῦ τούτου καθόλου ἀνέλαβε νὰ ἐξακριβώσῃ πρὸ τριῶν ἐτῶν διὰ τῆς ἐναισίμου του διδακτορικῆς πραγματείας ὁ Diedrich Fimmen, (Zeit und Dauer der Kretisch - Mykenischen Kultur, Verlag von B. G. Teubner, Leipzig 1909. M. 3) Ἡ λεπτομερεστάτη ἀνάλυσις τῶν πραγμάτων, ἡ συγκριτικὴ ἐξέτασις τῶν εὑρημάτων Κρήτης, Αἰγύπτου, Ἑλλάδος κατέληξεν εἰς ἐξαγόμενα ἀδιαφιλονικήτου κύρους διὰ πάντα τὰ οὐσιώδη σημεῖα τῇς ἐρεύνης. Τὸ βιβλίον δύναται νὰ ὀνομάσει τις θεμελιῶδες, ὅσον καὶ ἂν φυσικὰ ἡ προϊοῦσα ἔρευνα εἶναι πιθανὸν νὰ φέρῃ τροποποιήσεις τινὰς ἢ βελτιώσεις εἰς τὸ πόνημα δι′ αὐτοῦ τούτου τοῦ συγγραφέως.

Ἓν δεύτερον θεμελιῶδες θέμα ἀνέλαβε νὰ ἐξακριβώσῃ καὶ διαφωτίσῃ τελείως ἡ πρόσφατος πραγματεία τοῦ Reisinger, ἐπίσης ἐναίσιμος διδακτορικὴ διατριβή, εἰς βιβλίον ἰδιαιτέρως τυπωμένη. ΙΙρόκειται περὶ τῆς συστηματικῆς ἐκθέσεως τῇς ἀναπτύξεως τῆς κρητικῆς κεραμικῆς κατὰ τήν σπουδαιοτάτην αὐτῆς περίοδον. Ἡ πραγματεία ἀρχίζει ἀπὸ τήν ἐμφάνισιν τῶν καμαραϊκῶν λεγομένων ἀγγείων τῆς δευτέρας μεσομινωϊκῆς ἐποχῆς καὶ τελειώνει εἰς τὰ ἀγγεῖα τῆς λεγομένης τεχνοτροπίας τῶν ἀνακτόρων Κνωσοῦ τῆς δευτέρας ἐσχάτης μινωϊκῆς ἐποχῆς. Ἡ περίοδος αὕτη περιλαμβάνει τούς χρόνους τῆς ὑψίστης ἀκμῆς τῆς κεραμικὴς τέχνης τῆς Κρήτης — μεταξὺ περίπου τοῦ 18ου καὶ 15ου αἰῶνος πρό Χριστοῦ. Αἱ λαμπραὶ ἀναπτύξεις τοῦ καὶ ἀποτελοῦν ὡς εἰκός βάσιν τῆς ἐργασίας. Ἀλλὰ τὴν ταξινόμησιν τοῦ ὑλικοῦ διὰ μιᾶς καθολικῆς ἀναθεωρήσεως, τὴν διερεύνησιν τῆς σχέσεως τὴς κεραμικῆς τῶν νήσων Μήλου, Θήρας καὶ τῆς ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδος πρὸς τὴν κρητικῆς ἀγγειογραφίαν καὶ τὴν βοηθείᾳ τῶν ἀγγείων διαφώτισιν τῆς χρονολογίας τῆς προϊστορίας τῆς Κρήτης, τῶν νήσων, τῆς Τρῳάδος καὶ τῆς ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδος, ὡς σκοπόν του ἔθηκεν ὁ συγγραφεὺς τοῦ ὑπ′ ὄψει μας βιβλίου.

Καὶ τὸν σκοπόν του ἐπέτυχε μετὰ τόσης σαφηνείας καὶ ἀσφαλείας, ὥστε εἰς πάντα σχεδὸν τὰ σημεῖα τῆς ἐρεύνης του δέν ἀμφιβάλλομεν ὅτι θὰ εὕρῃ συμφωνοῦντας πρὸς αὐτὸν τούς ἀρχαιοδίφας. Πάντες δὲν θὰ συμφωνήσουν ἴσως μόνον εἰς τὴν θεωρίαν ὅτι ἡ θαυμασία ἀγγειογραφία τῆς πρώτης ἐσχάτης μινωϊκῆς ἐποχῆς (Late Minoan I) χαρακτηρίζει τὴν ἀδιατάρακτον συνεχῆ ἀνάπτυξιν τὴς ἀγγειογραφίας τῆς δευτέρας μεσομινωϊκῆς ἐποχῆς (Middle Minoan II). Ἡ μετάβασις ἀπὸ τῆς ζωγραφικῆς τεχνοτροπίας ἀγγείου, ὅπως τὸ ὑπ′ ἀριθ. 10 τοῦ δευτέρου πίνακος τοῦ βιβλίου τοῦ Reisinger εἰς τὴν ὅλως διάφορον τεχνοτροπίαν τῶν ἀγγείων τῆς ἀκολουθούσης ἐποχῆς δέν φαίνεται πιθανὸν ὅτι δύναται νὰ θεωρηθῇ ὡς συνεχὴς ἀνάπτυξις. Καί πολύ πιθανωτέρα εἶναι ἡ γνώμη μιᾶς ἐθνολογικῆς μεταβολῆς εἰς τὴν Κρήτην, ἣν ὑπέθεσεν ὁ μέγας ἱστορικός Eduard Meyer τοὐλάχιστον μιᾶς ἰδιαιτέρας φυλετικῆς μεταβολῆς διὰ μεταβάσεως τῆς ἐπικρατήσεως ἀπό μιᾶς φυλῆς εἰς ἄλλην ἐν τῇ αὐτῇ νήσῳ.

Ἀλλὰ τοῦτο εἶναι μία λεπτομέρεια, ἂν καὶ οὐσιώδης, προκειμένου περὶ τοῦ σπουδαιοτάτου ζητήματος τῇς ἀπολύτου ἀλληλουχίας τῆς ἀναπτύξεως ἐν Κρήτη ἀπὸ τὴν νεολιθικὴν ἐποχὴν τὴς τετάρτης χιλιετηρίδος μέχρι τῶν χρόνων τῇς ἐσχάτης μινωϊκῆς ἡ ἄλλως μυκηναϊκῆς ἐποχὴς.

Πάντα τὰ λοιπὰ ἐξακριβώνει μετὰ πλήρους ἀσφαλείας ὁ συγγραφεύς. Ἡ ταξινόμησις ἰδίως καὶ διαφώτισις τὴς ἀναπτύξεως πάντων των κατὰ μέρος θεμάτων τὴς διακοσμητικῆς εἶναι κατὰ πάντα θεμελιώδης. Τοῦτο θεωροῦμεν καὶ τὸ σπουδαιότατον μέρος τῆς πραγματείας. Εἰς τοῦτο φαίνεται καλῶς καὶ ἡ ἐπίδρασις τὴς μεθόδου διδασκάλου οἷος ὁ Paul Wolters (εἰς ὃν εἶναι καὶ ἀφιερωμένον τὸ βιβλίον) εἰς μαθητὴν ὁξυδερκῆ καὶ ἐμβριθῆ. Ὁ συγχρονισμὸς τῆς δευτέρας πόλεως τὴς Τρῳάδος πρὸς τούς τάφους τὴς ἀκροπόλεως τῶν Μυκηνῶν, πρὸς τὴν πρώτην ἐσχάτην μινωϊκὴν ἐποχὴν καὶ πρὸς τὴν 18ην αἰγυπτιακὴν δυναστείαν (ἀρχίζει αὕτη τὸ 1580 π. Χ.) θέτει ἐπὶ ἀσφαλεστέρας βάσεως τὴν ἱκανῶς ἀμφίβολον μέχρι τοῦδε χρονολογίαν τῶν σπουδαίων ἐκείνων ἐποχῶν.

Ἀπὸ τὸν συγγραφέα ἔλειπεν ἀκόμη τὸ ὑλικόν, τὸ ὁποῖον πρὸ ὀλίγων μηνῶν μόλις ἄφθονον ἦλθεν εἰς φῶς διὰ τὴν πρώϊμον μινωϊκὴν ἐποχὴν (Early Minoan) εἰς τὴν Φωκίδα διὰ τῶν ἀνασκαφῶν τὴς Ἁγίας Μαρίνης (τεῦχος Ἰανουαρίου καὶ τοῦτο τὸ τεῦχος τῆς «Μελέτης»). Πιστεύω ὅτι ἱκανῶς δι’ αὑτῶν διαφωτίζεται καὶ ἡ σχέσις τὴς παλαιοτάτης ἀναπτύξεως τὴς κεραμικὴς τὴς ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδος πρὸς τὴν παλαιοτάτην κρητικήν. Πιστεύω ὅτι κατέδειξα τὴν διάφορον ἀνάπτυξιν εἰς τὰ δύο ταῦτα ἀντίθετα ἄκρα τὴς ἐπικρατείας τοῦ Αἰγαίου πολιτισμοῦ κατὰ τὴν ἐποχήν τῆς ἐν αὐτῇ ἐμφανίσεως τοῦ χαλκοῦ περὶ τὰ τέλη τὴς τετάρτης καὶ τήν ἀρχὴν τῆς τρίτης πρὸ Χριστοῦ χιλιετηρίδος. Ὁμοίως ὅτι καὶ σαφέστατα παρέχονται ἡμῖν σήμερον τὰ τεκμήρια τὴς σχέσεως τὴς κατόπιν ἀκολουθούσης ἐποχῆς ἐν τῇ ἠπειρωτικῇ Ἑλλάδι (τῇ βορείᾳ ἰδίως) πρὸς τὴν πρώϊμον καὶ τὴν μέσην μινωϊκὴν διὰ τῶν αὑτῶν ἀνασκαφῶν τὴς Ἁγίας Μαρίνης Φωκίδος καὶ τοῦ ἡγεμονικοῦ τάφου τοῦ παρὰ τὸ Δραχμάνι πρὸ τεσσάρων ἤδη ἐτῶν ὑπ’ ἐμοῦ ἀνασκαφέντος (Ἀρχαιολογικὴ ἐφημερὶς τοῦ 1908). Τὰ πράγματα ταῦτα λεπτομερέστερον ἐκτίθενται καὶ διὰ τῶν ἀπεικονίσεων τῶν εὑρεθέντων ἀγγείων ἐναργέστερα καθίστανται ἐν τῇ πραγματείᾳ μου περὶ τῶν ἐν Φωκίδι προϊστορικῶν ἐρευνῶν, ἥτις ὅσον οὕπω ἐκδίδεται ἐν τῇ Revue pur les études grecques. Ἀλλ’ ὁ συσχετισμὸς τῆς ἐν τῇ βορείᾳ Ἑλλάδι προϊστορικῆς ἀναπτύξεως πρὸς τὴν ἐν Κρήτη ἀπὸ τοῦ τέλους τῆς νεολιθικῆς ἐποχὴς μέχρι τῶν τελευταίων μυκηναϊκῶν χρόνων ἀναμφιβόλως θὰ δώσῃ ἀφορμὰς εἰς εἰδήμονας τὴς κρητικῆς τέχνης πρὸς περισσοτέραν ἐμβάθυνσιν εἰς τὸ θέμα τοῦτο. Ὁ συγγραφεύς τῆς «Κρητικῆς ἀγγειογραφίας» θὰ εἶναι εἰς θέσιν πρῶτος νὰ χρησιμοποιήσῃ τὰ ἐξαγόμενα τῶν ἐν Ἑλλάδι ἐρευνῶν διὰ τὴν καθόλου ἀνάπτυξιν τῆς κεραμικὴς τέχνης ἐν τῷ εὐρυτέρῳ κύκλῳ τοῦ κρητοελληνικοῦ παναρχαίου πολιτισμοῦ.