Η Μελέτη/Τόμος 6/Τεύχος 1/Εντυπώσεις μετανάστου μεταξύ υλοτόμων Αμερικανών

Η Μελέτη, Τόμος 6, Τέυχος 1
Συγγραφέας:
Ἐντυπώσεις μετανάστου μεταξὺ ὑλοτόμων Ἀμερικανῶν


ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΟΥ
ΜΕΤΑΞΥ ΥΛΟΤΟΜΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΩΝ
Ἡ Χυλομαζοῦ (θηλυκὸς Ἰάγος).—Ὁ Πῆτερ (παρ’ ὀλίγον Ὀθέλλος)—Μία Δεσδεμόνα τῶν δασῶν.—Θεωρίαι δασικαὶ περὶ ἀχρηστίας τοῦ χάρτου καὶ τῆς δημοσιογραφίας.—Τὸ Μαυροποῦλι καὶ ἡ λευκὴ περιστερά.—Ὁ θρίαμβος τὴς ἀληθείας.

«Χυλομαζοῦ τὴν ὠνόμασα, καίτοι τὸ ἀληθές ὄνομά της εἶναι διάφορον, ἀλλ’ ἐγὼ ἀποφεύγω τὰ ἀληθινὰ ὀνόματα προσώπων καὶ χωρίων, διότι δὲν πρέπει κανεὶς νὰ ἐκθέτῃ τοὺς ἥρωας τῶν ἱστοριῶν του, ὅταν οὗτοι εἶναι ἀκόμη ζωντανοί. Ὁ σύζυγός της ἦτο καὶ εἶναι ἀρχιϋλοτόμος — προΐσταται δηλαδὴ πεντήκοντα παλληκαριῶν ὑλοτόμων. Ἕκαστον χειμῶνα στρατολογεῖ τοὺς ἐργάτας του καὶ ἐκλέγει μίαν ἐκ τῶν ἀναριθμήτων στενῶν κοιλάδων, αἱ ὁποῖαι χωρίζουν τὰ ἀπέραντα δάση, τὰ ἐκτεινόμενα πρὸς βορρᾶν τοῦ χωρίου μας.

Ἐκεῖ στήνουν ἓν «στρατόπεδον» ἐν τῷ μέσῳ τῶν χιονισμένων δασῶν καὶ ὑλοτομοῦν τὸ δάσος. Οἱ κορμοὶ τῶν δένδρων σύρονται δι’ ἑλκήθρων ἐπὶ τὴς παγωμένης λευκῆς γῆς ἕως τὸ βάθος τῆς κοιλάδος, ὅπου μένουν μέχρι τῆς προσεχοῦς ἀνοίξεως ἐπὶ τῆς παγωμένης ἐπιφανείας τοῦ ποταμοῦ.

Ἀργὰ ἔρχεται ἡ ἄνοιξις εἰς τὰ βουνὰ τῶν βορείων χωρῶν, ἀλλ’ ἔρχεται ἀποτόμως, τὸν Μάϊον. Τότε οἱ πάγοι τήκονται καὶ οἱ ἀσήμαντοι ποταμοὶ φουσκώνουν καὶ γίνονται πλωτοὶ ἐπί τινας ἡμέρας τὸ ἔτος, καὶ τότε πρέπει ὁ ἀρχιϋλοτόμος νὰ ἔχῃ μεγάλην δραστηριότητα καὶ νὰ ἐπιβάλλῃ σιδηρᾶν πειθαρχίαν μεταξὺ τῶν ἀνδρῶν του, διὰ νὰ ἐργάζωνται νυχθημερὸν ἐν ἀνάγκῃ πολλάκις ἕως τὴν μέσην ἐντὸς τοῦ ὕδατος καὶ ἐντὸς τῶν τηκομένων πάγων. Πρόκειται τότε νὰ «ξεκινήσουν τὰ κούτσουρα», νὰ ξεφράζουν τὸν ποταμόν, ὅπου ὄγκοι πάγων καὶ κουτσούρων ἔχουν φράξῃ τὴν κοιλάδα Ἐπειδὴ αὐτοὶ οἱ κορμοὶ δένδρων εἶναι προωρισμένοι νὰ ἀλεσθοῦν καὶ νὰ χρησιμεύσουν ὡς πρώτη ὕλη πρὸς κατασκευὴν «μάζης» χρησίμου πρὸς χαρτοποιΐαν, ἡ ξυλεία αὕτη φέρει τὸ λακωνικὸν ὄνομα χυλομᾶζα ἢ χαρτομᾶζα (pulpstuf) καὶ οἱ καταγινόμενοι εἰς τὴν ὑλοτομίαν ταύτην ὀνομάζονται ἀναλόγως pulpstuffers. Λοιπὸν ἐπειδὴ ὁ σύζυγός της ἦτο χυλομαζεύς, τὴν ὀνομάζω Χυλομαζοῦ.

Εἰς τὴν παράπλευρον κοιλάδα εἶχεν ἐγκατασταθῇ ἄλλη ἑταιρεία ὑλοτομίας, ἡ ὁποία ἔκοπτε δένδρα ὄχι προωρισμένα νὰ γίνουν χάρτης δι ἐφημερίδας, ἀλλὰ οἰκοδομήσιμος ξυλεία. Ἡ ἑταιρεία αὐτὴ εἶχε διορίσῃ ὡς ἐργοδηγόν της τὸν Πῆτερ. Ὁ Πῆτερ (Πέτρος) εἶναι ἀνὴρ μεσήλικος ἥρεμος τοὺς τρόπους, σιωπηλὸς μᾶλλον, ἡσυχώτατος, ἀλλὰ μ’ ὅλα ταῦτα θεωρεῖται ὡς πρωτοπαλλήκαρον τοῦ χωριοῦ μας.

Ἡ σύζυγός του εἶναι χαριεστάτη νέα, ἡ ὁποία ἐπροτίμησε τὸν Πῆτερ ὄχι διότι τὴν ἠνάγκασαν οἱ συγγενεῖς της νὰ πάρῃ μεσήλικον ἄνδρα (πρᾶγμα ἀσύνηθες ἐδῶ), ἀλλὰ διότι τὸν ἠγάπησε, καὶ οὕτω πως ἔθεσε τὴν μικρὰν λευκὴν χεῖρά της εἰς τὴν στιβαρὰν του χεῖρα, δίδουσα τὸ «λεμόνι» εἰς διαφόρους «τρυφερόποδας» ἐρωτύλους μνηστῆράς της.

Σημείωσις: Ἐδῶ διὰ τοὺς ἀπορριπτομένους μνηστῆρας δὲν λέγουν ὅτι «ἔφαγαν τὴν χυλόπητταν» ἀλλὰ ὅτι «ἐπῆραν τὸ λεμόνι» καὶ «τρυφερόποδες» (tenderfoot) λέγονται οἱ μαλθακοὶ νέοι, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι συνηθισμένοι εἰς τὸν τραχὺν βίον τῶν δασῶν.

Ὁ Πῆτερ καὶ οἱ ἄνδρες του ὀνομάζονται ἁπλῶς ὑλοτόμοι (lumbermen) ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς χυλομαζίτας ὑλοτόμους τῆς γειτονικῆς κοιλάδος. Ὁ Πῆτερ σπανίως ὁμιλεῖ, ἀλλ’ ὅταν ὁμιλῇ, τὰ λέγει μὲ ἰδιαίτερον «χιοῦμορ».

Μίαν φορὰν ἡ ἱστορικὴ ἐκείνη φοράδα μου ἐπήδησεν ὑψηλὸν φράκτην καὶ ἐσχίσθη εἰς τὸν μηρὸν φρικωδῶς ἐξ αἰτίας ἑνὸς καρφιοῦ. Ἔπρεπεν ἡ χαίνουσα πληγὴ νὰ ῥαφθῇ καὶ ἐγὼ δὲν εἶχα τὸ θάρρος νὰ ῥάψω τὰς ζώσας σάρκας καὶ τὰ ὡς ῥάκη σχισμένα τεμάχια δέρματος. Ἐπροσκάλεσα λοιπὸν τὸν Πῆτερ νὰ τὸ κάμῃ. Πᾶς ἄνθρωπος ἐδῶ εἶναι πολυτεχνίτης: πεταλωτής, χειρουργός, σαπωνοποιός, μαιευτήρ, σιδηρουργός, ῥάπτης, μαραγκός, ἐμβαλωματής.

Θέλεις π.χ. νὰ διορθώσῃς τὰ ὑποδήματα σου καὶ βαρύνεσαι νὰ ταξιδεύῃς μίλια πολλὰ νὰ εὕρῃς τὸν Ἰταλὸν ἐμβαλωματήν; Ἁπλούστατα, γράφεις εἰς τὸ πλησιέστερον κατάστημα καὶ στέλλουν ἓν «ἄουτφιτ», ἤτοι κιβώτιον περιέχον ὅλα τὰ ἐργαλεῖα ὑποδηματοποιΐας, ὡς καὶ καλαπόδια καὶ βιβλιάριον μὲ ὁδηγίας πῶς νὰ τὰ μεταχειρίζεσαι. Θέλεις νὰ κοπανίσῃς τὰ κοτόπουλά σου; Σοῦ στέλλουν ἄλλο «ἄουτφιτ» μὲ τὰ σχετικὰ ἐργαλεῖα. Ἐτρύπησεν ἡ τσαγέρα σου, ἀμέσως δανείζεσαι ἀπὸ τὸν γείτονα ἓν «ἄουτφιτ» μὲ κολλητήρια, γάνωμα καὶ λοιπὰ χρειώδη.

Λοιπόν, ὁ Πῆτερ εἶχεν «ἄουτφιτ» χειρουργικῆς, περιέχον ἐργαλεῖα χειρουργικά, διὰ τῶν ὁποίων, ὑλοτόμος αὐτός, ἦτο εἰς θέσιν νὰ κάμνῃ ἐγχειρήσεις εἰς ὅλα τὰ ὄντα, ἀπὸ τὰ καναρίνια εἰς τὸν ἐλέφαντα, ἰδίως ὅμως νὰ θεραπεύῃ πᾶσαν νόσον καὶ μαλακίαν ἀνθρώπων, ἵππων καὶ σκύλων.

Ἐξήγαγε λοιπὸν βελόνην, τὴν ἀπελύμανεν εἰς φλόγα οἰνοπνεύματος καὶ ἤρχισεν ἀδιστάκτως νὰ ῥάπτῃ, χωρὶς κἂν νὰ δέσῃ τοὺς πόδας τὴς φοράδας. Καὶ αὐτὸ τὸ ζῶον, τὸ ὁποῖον εἶχε φονεύσῃ ἄνθρωπον διὰ λακτίσματος, ἐστάθη (ὢ τῆς ἐπιβολῆς! ) ἥσυχον ὡσὰν ἀρνί, ὅταν ὁ Πῆτερ τῆς εἶπε μὲ τὴν ἤρεμον, βραδεῖαν καὶ ἀποφασιστικὴν φωνὴν του:

—Στάσου, κυρά, νὰ ῥάψω τὸ βρακί σου!

Ἡ κυρία «χυλομαζοῦ» καὶ ἡ κυρία τοῦ Πέτρου κατ’ ἐπιφάνειαν μόνον ἦσαν φίλαι. Κατ’ οὐσίαν ἐμισοῦντο, ἀλλ’ οἱ λεπτοὶ τρόποι, οἱ ὁποῖοι διακρίνουν τὴν Ἀμερικανίδα, ἔστω καὶ ὑλοτόμου σύζυγον, καὶ τὴν κάμνουν νὰ εἶναι πάντοτε κυρία καθὼς πρέπει, ἐπρόλαβαν πᾶσαν χυδαίαν ῥῆξιν μεταξύ των.

Οἱ ὑλοτόμοι ὅμως καὶ οἱ χυλομαζῖται δὲν εἶναι τόσον λεπτοὶ οὔτε δύνανται ν’ ἀποκρύπτουν τὸ μεταξύ των μῖσος, τὸ ὁποῖον πηγάζει ἐκ τοῦ συναγωνισμοῦ. Ἔν σαβατόβραδον, ὅτε εἶχαν πίῃ εἰς τὴν ταβέρναν (πίνουν δὲ ἀπὸ τὸ σαβατόβραδον, διότι τὴν κυριακὴν ἡ ταβέρνα δὲν ἀνοίγει) παρ’ ὀλίγον νὰ ἔλθουν εἰς αἱματηρὰν ῥῆξιν.

—Ἡμεῖς, (εἶπαν οἱ ὑλοτόμοι τῆς χαρτομάζης) θὰ περάσωμεν πρῶτοι τὰ κούτσουρά μας ἀπὸ τὸν ποταμόν, διότι οἱ δικηγόροι τῆς Ἑταιρείας μας ἐπέτυχαν τοιοῦτον προνόμιον παρὰ τῶν δικαστηρίων, καὶ σεῖς θὰ περιμείνετε ἄπρακτοι ὡς ποῦ θὰ κατέλθουν τὸν ποταμὸν τὰ ἰδικά μας κούτσουρα.

Σημειωτέον ὅτι οἱ δύο ποταμοί, ὁ τῶν ὑλομαζιτῶν καὶ ὁ τῶν κυρίως ὑλοτόμων, συρρέουν ὡς παραπόταμοι ἑνὸς μεγάλου ποταμοῦ, καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν ἀμφότερα τὰ τμήματα νὰ «πλεύσουν» τὴν ξυλείαν των συγχρόνως, διότι θὰ ἐπήρχετο τότε ἀνάμιξις.

— Ἐσεῖς δὲν εἶσθε ὑλοτόμοι, ὅπως ἡμεῖς, δηλαδὴ ἀληθινοὶ ὑλοτόμοι, καὶ δὲν ἔχετε κανὲν δικαίωμα προτεραιότητος, οὔτε σᾶς λογαριάζομεν διὰ ὑλοτόμους, ἀπήντησαν οἱ ἄλλοι.

— Μαζέψετε τὰ λόγια σας.

—Καθόλου. Μὲ τὴν ξυλείαν ποῦ κόπτομεν ἡμεῖς. γίνονται σπίτια, καράβια, ἔπιπλα, ἐκκλησίαι καὶ ἄλλα θεάρεστα πράγματα, ἐνῷ μὲ τὴν ἰδικήν σας γίνεται μόνον μᾶζα διὰ χαρτιά!

—Καὶ τὰ χαρτιὰ δὲν χρησιμεύουν, νομίζετε; εἶπα ἐγὼ παρεμβαίνων καὶ προσπαθῶν νὰ ἐπαναφέρω τὴν ἐκτραχυνθεῖσαν συζήτησιν εἰς ὁμαλωτέραν ὁδόν.

— Κολοκύθια! Τὰ χαρτιὰ χρησιμεύουν μόνον εἰς τοὺς δικηγόρους νὰ γράφουν ἐπάνω τὰς δολίας ἀγωγάς των καὶ εἰς τοὺς δικαστὰς διὰ νὰ λαμβάνουν ἀδίκως προσωρινὰ μέτρα.

—Ἄς εἶναι, ὡς ξένος δὲν ἐπιθυμῶ νὰ ἐκφράζω ἀτομικὴν γνώμην περὶ τῆς δικαιοσύνης τῆς πατρίδος σας — ἀλλὰ θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ σᾶς παρατηρήσω ὅτι ἡ δημοσιογραφία....

—Ἀηδία! Μόνον ψέμματα γράφουν αἱ ἐφημερίδες καὶ κόβουν ὁλόκληρα δάση διὰ νὰ τὰ μεταβάλουν εἰς χαρτὶ καὶ νὰ τυπώνουν ἐπάνω τοῦ κόσμου τὰ ψέμματα καὶ νὰ ἐκθέτουν οἰκογενειακὰ μυστικὰ εἰς τὸν κόσμον καὶ νὰ γράφουν ἄχρηστα μυθιστορήματα. Ἔπρεπε ν’ ἀπαγορεύσουν διὰ νόμου τὴν κατασκευὴν χάρτου, ὄχι νὰ μᾶς φοβερίζουν αὐτοὶ μὲ προσωρινὰ μέτρα καὶ προσωπικὴν κράτησιν, σύλληψιν, φυλάκισιν καὶ ἄλλας.

Προφανῶς ὁ λαλὴσας ξυλοσχίστης μὲ τοὺς δικαστικοὺς ὅρους του ἦτο πολὺ περισσότερον ἐγγράμματος ἢ ὅσον ἐφαίνετο καὶ βεβαίως καὶ αὐτὸς θὰ καταβροχθίζῃ ἐντὸς τῆς σκηνῆς του μὲ τὸ φῶς τοῦ φαναρίου του τὰς ἐφημερίδας του ὡς πᾶς Ἀμερικανός. Ἀλλ’ ἡ συζήτησις ἔλαβεν ἀπότομον τέλος, ὅτε προσῆλθεν ὁ ἴδιος ὁ Πῆτερ καὶ ἔκαμε μίαν ἐνδιαφέρουσαν κοινοποίησιν. Μᾶς εἶπε μεγαλοφώνως μὲ τὴν σταθερὰν καὶ ἥρεμον φωνήν του καὶ τὸ θαυμάσιον δικτατορικὸν ὕφος του.

—Βρὲ παιδιά, ἐγὼ δὲν τὸ ἐγκρίνω νὰ μαλώνετε καὶ νὰ τσακώνεστε μεσοπιομένοι. Λοιπὸν ἂς πάψῃ αὐτὴ ἡ συζήτησις.—Καὶ ὅποιος δὲν πάψῃ, τοῦ σπάζω ἐγὼ τὰ μοῦτρα εἰς τρόπον ὥστε νὰ ἠμπορῇ νὰ μαζέψῃ τὰ δόντια του μέσα εἰς ἕνα μαντίλι σὰν κουκκιὰ καὶ νὰ τὰ πάῃ σπίτι.

Καὶ πάντες ἐσιώπησαν.

Ὅταν ἦλθεν ἡ ἄνοιξις, ἐφάνη ὅτι οἱ χυλομαζῖται δὲν εἶχαν δὰ καὶ τόσα μέσα μὲ τοὺς δικηγόρους καὶ τὰ δικαστήρια περὶ λήψεως προσωρινῶν μέτρων κ. τ. λ., διότι κανεὶς δικαστικὸς κλητὴρ δὲν ἐτόλμησε νὰ προβάλῃ τὴν μύτην του εἰς τὰ δάση μας καὶ νὰ «σερβίρῃ χαρτιὰ» (ἐδῶ δὲν λέγουν «κοινοποίησις ἀποφάσεως» ἀλλὰ «σερβίρισμα χαρτιῶν»). Οὕτω πῶς τὸ ζήτημα τῆς χρησιμοποιήσεως τοῦ κοινοῦ ποταμοῦ πρὸς «κουτσουροπλοΐαν» ἔμεινε ζήτημα προτεραιότητος. Ἀμφότεραι λοιπὸν αἱ ἀντίζηλοι ὁμάδες κατέγιναν νὰ καταβιβάσουν μέρος τῆς ξυλείας των διὰ νὰ προλάβουν τὴν κατοχὴν τοῦ ποταμοῦ. Ἡ βία των ἦτο δικαιολογημένη, διότι οἱ ὀρεινοὶ ποταμοὶ εἶναι πλωτοὶ μόνον ὀλίγας ἑβδομάδας τὸ ἔτος, καὶ οἱ βραδύνοντες κινδυνεύουν νὰ ἔχουν τὴν ξυλείαν των ἀφημένην εἰς τὸ μέσον τῆς πλωτῆς ὁδοῦ ἐλλείψει ὕδατος. Μίαν ἡμέραν ἦλθεν εἰς τὸ χωρίον ἕνας κύριος μὲ κομψὸν ἕλκηθρον, τυλιγμένος ἐντὸς γούνας πολυτελεστάτης, καὶ κατέλυσεν εἰς τὸ σπίτι τῆς κυρίας «Χυλομαζοῦς». Ἦτο ὁ διευθυντὴς τῆς Ἑταιρείας τῆς χαρτομάζης. Ἐκεῖ ἔγιναν συμβούλια ἐπὶ συμβουλίων πῶς νὰ κάμουν διὰ νὰ καταλάβουν πρῶτοι τὸν ποταμόν. Ὁ χυλομαζεὺς μετὰ τῆς κυρίας του καὶ οἱ κυριώτεροι χυλομαζίταί του συνεσκέπτοντο.

—Ἐδοκίμασα, εἶπε κἄποιος, συμφώνως πρὸς τὴν ὁδηγίαν σας, νὰ δωροδοκήσω τὸν Πῆτερ διὰ ν’ ἀναχαιτίσῃ τὸ ἔργον τῶν ἀνδρῶν του, ἀλλ’ εἰς ἀπάντησιν μὲ ἐπῆρε ἀπὸ τὸν σβέρκον καὶ διὰ μιᾶς κλωτσιᾶς μ’ ἐπέταξεν ἔξω ἀπὸ τὴν σκηνὴν του.

—Ἀλλὰ πῶς ἔκαμεν αὐτὸς ὁ δαιμόνιος ν’ ἀνοίξῃ τὸν ποταμόν του καὶ ν’ ἀρχίσῃ νὰ κατεβάζῃ ξύλα, ἐνῷ ὁ ἰδικός μας ποταμὸς εἶναι ἀκόμη παγωμένος;

— Διὰ δυναμίτιδος. Τὸ σακκίδιον, τὸ ὁποῖον φέρει ἐπὶ τοῦ ὤμου του νυχθημερόν, περιέχει ὅλους τοὺς δαίμονας τῆς κολάσεως. Μὲ αὐτὰ τὰ φυσίγγια ἀνατινάζει τοὺς πάγους. Ὅλοι τὸν ἀποφεύγουν, ὅταν περνᾷ μὲ τὸν ἀπαίσιον σάκκον του.—Ὕπνον δὲν γνωρίζουν τὰ μάτια του, οἱ ἄνθρωποί του πλαγιάζουν εἰς τὰς ἕνδεκα τὸ βράδυ καὶ σηκώνονται εἰς τὰς δύο τὸ πρωΐ. Ὁσάκις ὁ ποταμὸς παγώνει, τὸν ξεπαγώνει μὲ μπὰμ καὶ μπούμ. Ἔχει πέντε ἡμέρας νὰ πλησιάσῃ εἰς τὸ σπίτι του καὶ ἡ γυναῖκά του καὶ αὐτὴ εἶναι ἐνθουσιασμένη μὲ τὴν δραστηριότητά του, καὶ ἀντὶ νὰ παραπονῆται διὰ τὴν ἀπουσίαν του, τοὐναντίον τὸν παρακινεῖ νὰ μὴν ἔρχεται, καὶ τὸν ἐφοδιάζει μὲ τρόφιμα καὶ γλυκύσματα διὰ μίαν ὁλόκληρον ἑβδομάδα.

— Εἴπατε, νομίζω, ὅτι ἡ κυρία τοῦ Πέτρου εἶναι πολὺ νέα, ἐνῷ αὐτὸς εἶναι μεσῆλιξ. Πῶς δὲν εἶναι ζηλότυπος; Ἠρώτησεν ὁ διευθυντὴς τῶν χυλομαζιτῶν.

— Δὲν εἶναι ζηλότυπος. Ἄν ἦτο, ἴσως θὰ παρημέλει τὴν ἐργασίαν του περισσότερον, ὑπέλαβεν ἡ κυρία «Χυλομαζοῦ»!

— Δὲν ἠμπορεῖτε νὰ τὸν κάμετε ζυλότυπον; Ἠρώτησε μετὰ πονηρίας ὁ Διευθυντής.

Ἡ κυρία «Χυλομαζοῦ» ὕψωσε τοὺς ὡραίους ὤμους της καὶ εἶπεν:

— Ἐγὼ δὲν ἀνακατώνομαι εἰς τοιαύτας ὑποθέσεις.

Μόλα ταῦτα εἶχε σπείρῃ τὸν σπόρον τοῦ δηλητηρίου. Οἱ περὶ τὴν χαρτομᾶζαν κύριοι, ἐφαρμόζοντες τὴν ἀρχὴν ὅτι εἰς τὸν πόλεμον καὶ εἰς τὸν ἔρωτα ὅλα ἐπιτρέπονται, δὲν ἐπτοήθησαν πρὸ τῆς ταπεινότητος τοῦ μέσου* ἀνέθεσαν εἴς τινας φαύλους νὰ διαδώσουν ὅτι ἡ νεαρὰ σύζυγος τοῦ Πῆτερ εἶναι ἄπιστος, ἐχάλκευσαν ἐν τῷ μέσῳ τῶν ἀγρίων βουνῶν καὶ δασῶν σκηνὰς ἀνταξίας ὑποθέσεως μελοδράματος καὶ κατώρθωσαν ὥστε φίλοι τινὲς τοῦ Πῆτερ νὰ ἰδοῦν νυκτερινὸν ἐπισκέπτην πηδῶντα εἰς τὰ σκοτεινὰ ἐκ τῆς οἰκίας τοῦ Πῆτερ καὶ νὰ πεισθοῦν καλῇ τῇ πίστει, ὅτι κἄτι τρέχει.

Ἐπὶ τέλους τὰ ἔμαθε καὶ ὁ δυστυχὴς ὁ Πῆτερ, καὶ μετὰ ἄϋπνον νύκτα ἐγκατέλειψε τὴν ἐργασίαν του διὰ νὰ παραφυλάττῃ ἔξωθεν τῆς οἰκίας του. Δὲν εἶδε κανένα, εἶδεν ὅμως πατήματα ἀνδρὸς ἀποτυπωμένα εἰς τὰ χιόνια ὄπισθεν τοῦ φράκτου τῆς οἰκίας του. Αὐτὸ τὸν ἔπεισεν. Ἔξω φρενῶν ὥρμησε νὰ σφάξῃ τὴν σύζυγόν του, ἀλλὰ τὸ θάρρος τὸν ἐγκατέλειψε. Κατέφυγεν εἰς τὴν ταβέρναν καὶ ἐζήτησεν ἐν ἀφθονίᾳ ῥῶμι. Τὸ τοιοῦτον ἐπροξένησεν ἀπορίαν εἰς τὸν ταβερνάρην, διότι ὁ Πῆτερ εἶχε παύσῃ νὰ πίνῃ οἷον δήποτε ποτὸν ἀφ’ ὅτου εἶχε νυμφευθῇ. Ἀλλὰ καὶ ὅσοι ἦσαν εἰς τὴν ταβέρναν, εἶχαν ἀκούσῃ τοὺς θρύλους καὶ ἐπροσπάθουν νὰ τὸν καθησυχάσουν, ὅτε μεθυσμένος πλέον ὥρμησεν ἐκ δευτέρου πρὸς τὴν οἰκίαν του. Ἔστειλαν μάλιστα καὶ ἕνα θεῖόν του νὰ τὸν παρακολουθήσῃ πρὸς πρόληψιν δυστυχήματος.

Τί συνέβη εἰς τὸ σπίτι τοῦ Πῆτερ δὲν γνωρίζω ἀκριβῶς, διότι οἱ συγγενεῖς του δὲν ὡμίλησαν. Τοῦτο μόνον γνωρίζω, ὅτι μετ’ ὀλίγον ὡδήγησαν τὸν Πῆτερ αἱματόφυρτον καὶ ἀναίσθητον εἰς τὸ φαρμακεῖον πρὸς ἐπίδεσιν ἑνὸς τραύματός του εἰς τὴν κεφαλήν. Φαίνεται ὅτι ἐπετέθη κατὰ τῆς γυναικός του ἢ ἠπείλησε νὰ ἀνατινάξῃ αὐτὴν καὶ τὸν ἑαυτόν του εἰς τὸν ἀέρα μὲ τὸν περίφημον ἐκεῖνον σάκκον τῆς δυναμίτιδος, καὶ ὅτι οἱ συγγενεῖς προστρέξαντες τὸν κατέβαλαν διὰ ῥοπάλων. Ἀλλὰ τί νομίζετε ὅτι ἔκαμεν ἡ καλὴ σύζυγός του;

Ἀμέσως ἐνόησεν, ὅτι τὸ ἐπεισόδιον ἦτο μηχανορραφία τῶν κατηραμένων ἐκείνων χυλομαζιτῶν διὰ νὰ ἀποσπάσουν τὸν Πῆτερ ἀπὸ τὴν ἐργασίαν του. Ἀφοῦ λοιπὸν ἐβεβαίωσεν ὁ ἰατρός ὅτι ὁ Πῆτερ εἶναι μόνον μεθυσμένος καὶ ζαλισμένος καὶ τὰ τραύματά του δὲν εἶναι σοβαρά, ἡ ἀνδρεία γυνὴ ἐσκέφθη νὰ τὸν ἀντικαταστήσῃ. Λαμβάνουσα μεθ’ ἑαυτῆς διάφορα τρόφιμα καὶ ἄλλα πράγματα ἵππευσε καὶ μετέβη εἰς τὸ «στρατόπεδον» τῶν ὑλοτόμων.

Οἱ ὑλοτόμοι ὡς ἀκέφαλος ἀγέλη εἶχαν παύσῃ τὴν ἐργασίαν μετὰ τὴν αἰφνίδιον ἀναχώρησιν τοῦ Πῆτερ, ὅστις δὲν εἶχεν ἀφίσῃ ἀντικαταστάτην. Ἡ γυνὴ ἐφύσησε δυνατὰ μέσα εἰς τὸ κέρας, διὰ τοῦ ὁποίου δίδεται τὸ σύνθημα εἰς τοὺς διασκορπισμένους ἄνδρας νὰ συναθροισθοῦν. Ἔπειτα ἀφόβως ἀπέτεινε. τὸν λόγον πρὸς τοὺς ὑλοτόμους:

— Εἰς τὸν «μπόςς» σας (τὸν προϊστάμενόν σας) συνέβη μικρὸν δυστύχημα, ἕνεκα τοῦ ὁποίου θ’ ἀπουσιάσῃ διὰ μίαν ἢ δύο ἡμέρας, ἐπειδὴ ὅμως ὁ καιρὸς ἐπείγει, δὲν πρέπει νὰ σταματήσῃ ἡ ἐργασία διὰ νὰ μὴ μᾶς προλάβουν οἱ ἄλλοι.

— Μάλιστα, μάλιστα, ἔχετε δίκαιον! Τὴν διέκοψαν.

— Λοιπόν, διὰ τὸν λόγον αὐτὸν σᾶς ἀνακοινώνω ὅτι τὸ «κομάντο» τὸ ἀναλαμβάνω ἐγώ, εἶπεν ἡ νέα μὲ γλυκεῖαν, ἀλλὰ σταθερὰν φωνήν.

— Ζήτω τῆς ἀρχηγίνας μας! ἐφώναξαν οἱ ὑλοτόμοι, ζήτω!

— Ποῖος ἀπὸ σᾶς ἔκαμνεν ἐδῶ τὸν μάγειρον διὰ τοὺς ἄνδρας; ἠρώτησεν ἡ νέα αὐτοχειροτόνητος ἀρχηγίνα.

— Ἐγώ, εἶπε κἄποιος πωγονοφόρος χαιρετῶν στρατιωτικῶς.

— Καλά! θ’ ἀναλάβω ἐγὼ τὰ καθήκοντά σου καὶ σὺ θὰ παραλάβῃς αὐτοὺς τοὺς σάκκους δυναμίτιδος καὶ θὰ ἀνατινάξῃς τοὺς πάγους ὅπου τυχὸν ἔχουν φράξῃ τὸ ποτάμι.

— Εἰς τὰς διαταγάς σας, κυρία εἶπεν ὁ πωγονοφόρος καὶ ἀπῆλθε.

— Ποῖος εἶναι ἐπὶ τῆς ἐφοδιοπομπίας; Ἠρώτησε πάλιν ἡ ἀρχηγίνα.

— Ἐγώ, εἶπεν ἐρυθρόδερμον παιδίον. Ἦτο νεαρὸς Ἰνδιᾶνος, ὅστις ὡδήγει τρεῖς «πόννυς», δηλαδὴ μικροσκοπικὰ ἀλογάκια.

— Ἐσὺ θὰ τραβήξῃς τέσσαρα μίλια παρακάτω μὲ ὅλα τὰ πράγματα τοῦ στρατοπέδου, διότι ἐννοῶ νὰ κάμωμεν τέσσαρα μίλια δρόμον σήμερον.

— «Μαυροποῦλι» θὰ ἐκτελέσῃ τὰς διαταγὰς τῆς λευκῆς περιστερᾶς εἶπεν ὁ Ἰνδόπαις ἀγωγιάτης, ὁ ὁποῖος κατὰ σύμπτωσιν φέρει δυσκολοπρόφερτον ὄνομα, ὅπερ σημαίνει «Μαυροποῦλι», ἢ «Κότσιφας». Καὶ ἀτενίζων μετὰ ἀφελοῦς θαυμασμοῦ τέκνου τῆς φύσεως τὴν λευκὴν ἀρχηγίναν του, ἀπῆλθε καὶ ἤρχισε νὰ φορτώνῃ τὰ ἀλογάκια του προθυμότατος.

Ἀλλ’ ἡ ἀρχηγίνα ἀνέφλεξε τὸν ζῆλον τῶν ὑλοτόμων καὶ δι’ ἄλλων μέσων: Ἐκτὸς τῆς συνηθισμένης φασουλάδας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ συνήθως τὴν μόνην θερμὴν τροφὴν τῶν ὑλοτόμων, ὑπεσχέθη ὅτι θὰ παραθέσῃ τὴν ἑσπέραν ἓν κανονικὸν δεῖπνον (regular dinner) μὲ γλυκίσματα καὶ κομπόσταν καὶ τουρσιά, τὰ ὁποῖα εἶχε πάρῃ μαζί της.

* *
Ἐν ἀπεριγράπτῳ ἐνθουσιασμῷ οἱ ἄνδρες εἰργάζοντο νυχθημερόν. Τὰς ὀλίγας ὥρας τῆς νυκτός, ὅτε οἱ ἄνδρες ἐκοιμῶντο, ἡ ἀρχηγίνα βοηθουμένη ὑπὸ τοῦ ἀΰπνου μικροῦ Ἰνδιάνου παρεσκεύαζε βουνὰ ἀπὸ τηγανίτας (pan cakes) καὶ «χόμιν» (ἰνδιάνικον νομίζω γλύκισμα, εἶδος τραχανᾶ ἐξ ἀραβοσίτου μὲ φασόλια), ὥστε τὸ πρωῒ οἱ ἄνδρες εὕρισκαν ἕτοιμον λουκούλειον πρόγευμα.

Οὕτω πως, ὅταν μετὰ δύο ἡμέρας ὁ Πῆτερ ἀναρρώσας ἐπανῆλθεν εἰς τὸ στρατόπεδον, ἐπρόφθασεν ἴσα ἴσα εἰς τὴν ἐπίσημον στιγμήν, καθ’ ἣν ὁ δυναμιτιστὴς ἀνετίνασσε τὸν τελευταῖον πάγον τοῦ ποταμίσκου, ἐκεῖ ὅπου εἰσβάλλει εἰς τὸν μέγαν ποταμόν. Ὁ μέγας ποταμὸς ἦτο ἤδη ἀνοικτὸς καὶ οὕτως ἦτο δυνατὸν νὰ λάβουν κατοχὴν αὐτοῦ οἱ πλωτῆρες καὶ ταχέως χιλιάδες κουτσούρων ἔπλεαν ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ, ἐλευθέρως.

— Ζήτω! ἐνικήσαμεν!

— Ζήτω οἱ ἀληθινοὶ ὑλοτόμοι!

— Κάτω οἱ ψεῦται ποῦ βγάζουν ψέμματα μὲ τὸ καντάρι καὶ οἱ ἐφημεριδογράφοι ποῦ θὰ κάμουν χαρτὶ ἀπὸ τὴν ξυλείαν των, διὰ νὰ τυπώνουν τοῦ κόσμου τὰ ψέμματα!

— Ζήτω καὶ τῆς ἀρχηγίνας μας!

Αὐτὴν τὴν στιγμὴν παρουσιάσθη ὁ Πῆτερ μὲ δεμένην τὴν κεφαλήν του. Δὲν εἶχεν ἀκόμη ὁμιλήσῃ πρὸς τὴν γυναῖκά του ὁ Πῆτερ μετὰ τὸ ἐπεισόδιον καὶ ἐδίσταζε κἄπως, συναισθανόμενος τὸ ἔνοχον καὶ ἀπρεπὲς τῆς διαγωγῆς του πρὸς τὴν λαμπρὰν σύζυγόν του.

Ἐκείνη ὅμως ἤνοιξε τὰς ἀγκάλας της καὶ τὸν ἐφίλησε δημοσίᾳ φωνάζουσα:

— Ζήτω τοῦ Πῆτερ τοῦ ἀρχηγοῦ σας!

— Ζήτω τοῦ «μπόςς», ζήτω!

— Ζήτω τῆς λευκῆς περιστερᾶς τοῦ δάσους, εἶπεν ὁ Ἰνδιανόπαις παρὰ τὴν συνήθη συστολήν του.

Ἡ κυρία «Χυλομαζοῦ», κάτω εἰς τὸ χωρίον ἤκουσε τὰς ζητωκραυγὰς καὶ τὰς ἐνόησε βεβαίως, διότι, ὅταν τὸ ἀπόγευμα ἐπέρασα πρὸ τῆς οἰκίας καὶ ἔρριπτα βλέμμα ἐξεταστικόν, εἶδα ὅτι εἶχε καταβιβάσῃ ὅλα τὰ παραπετάσματα.

—Ζήτω ἡ ἀλήθεια, κάτω ἡ κακογλωσσιά! Ἐφώναξαν μερικοὶ ἐκ τῶν συνοδευσάντων τὴν κυρίαν ὑλοτόμου θριαμβευτικῶς ἐπιστρέφουσαν εἰς τὸ σπίτι της, ἀκριβῶς ὅταν διήρχοντο πρὸ τοῦ οἴκου τῆς κυρίας «Χυλομαζοῦς», ὁ ὁποῖος ὡμοίαζε πρὸς οἰκίαν ἀποτυχόντος ὑποψηφίου βουλευτοῦ τὴν ἐπαύριον τῶν ἐκλογῶν.

Ἐγὼ ὅμως ἐνόησα ὅτι ἐνταῦθα ἡ γυνὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς κυρία τοῦ οἴκου, ἀλλὰ σύμμαχος τοῦ ἀνδρός, βιοπαλαίστρια. Διότι ἡ κυρία ὑλοτόμου, τὴν ὁποίαν σᾶς περιέγραψα, δὲν εἶναι σπανία τις ἐξαίρεσις, ἀλλὰ μία ἐκ τῶν πολλῶν ἐν Ἀμερικῇ.

Ἐδῶ δὲν διαιροῦνται τὰ φῦλα εἰς ἰσχυρὸν καὶ μὴ ἰσχυρόν, ἀλλ’ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἰσχυρὸν φῦλον ὑπάρχει τὸ λεγόμενον «ἰσχυρότερον» φῦλον.