Η Κόρκυρα
Ἡ Κόρκυρα Συγγραφέας: |
Μονάχη της μία μέρα
στὸ πατρικὸ ποτάμι
ἐπῆγε ἡ θυγατέρα
τοῦ ξάστερου Ἀσωποῦ
δροσόλουτρο νὰ κάμῃ,
γιὰ ζέστη ἁλωναριοῦ.
Αἴσθημ' ἁγνὸ τῆς δίνει
ρόδου ἀναμμένο χρῶμα,
μόλις νὰ πέσῃ ἀφίνει
τὴν ἄσπρη φορεσιά,
γυμνόνοντας τὸ σῶμα,
ποῦ ἀστράφτει στὰ νερά.
Τόση φωτὸς μαγεία
θωρᾶμε καὶ στὴ Δύση,
ἀνίσως ἀπὸ μία
ροδάτη συγνεφιά,
ὁ ἥλιος, πρὶν βυθήσῃ,
μᾶς δείχνεται ὀμπροστά.
Τὸ ρέμα, ἡ κόρη σχίζει·
γοργὰ μαζί του πάει,
ἀλλὰ μὲ μίας ποδίζει
τὸ ἀθόλωτο νερό,
καί, δίχως νὰ φυσάῃ,
πέρα σηκόνει ἀφρό.
Τ' ἀφρόνερο, ποῦ ἀγάλια,
ζυγόνει καὶ τῆς βρέχει
τοῦ χείλου τὰ κοράλλια,
τὰ χιόνια τοῦ κορμιοῦ,
ταὶς θείαις γλυκάδαις ἔχει
ἀθάνατου φιλιοῦ.
Ἐκεῖθε ποῦ τὸ ρέμα
ξάφνου εἶχε δρόμο ἀλλάξει
μὲ ζαλισμένο βλέμμα
ξανοίγει ἡ κορασιὰ
τοῦ Ἐννοσιγαίου τ' ἁμάξι,
ποῦ κατ' αὐτήνε ὁρμᾷ.
Τοῦ κάκου φοβισμένη
τὴ γῆ νὰ ξαναπιάκῃ
μὲ δύο πλεξιαὶς προφταίνει·
ὁ Ἀθάνατος χτυπᾷ
τὸ τρίδοντο καμάκι
στὴν ἀκροποταμιά.
Τούτη, σπαρνῶνας, διώχνει
τὴ νέα, καθὼς ἀράζει,
καὶ ὁρμητικὰ τὴ σπρώχνει
ἀγνάντια στὸ θεό,
ποῦ ὁλόθερμα φωνάζει:
Σὲ θέλω! - σὲ ἀγαπῶ!
Χρυσή μου! Ἀπ' ὅσαις ἔχουν
στὰ οὐράνια κατοικία,
ἢ μὲς τὸ πέλαο τρέχουν,
ἢ ἀπάνου πνέουν στὴ γῆ,
δὲ βρίσκεται κἀμμία
μὲ σὲ νὰ συγκριθῇ.
Ἂν εἶναι, ὠϊμέ, γραμμένο
μὲ τοὺς θνητοὺς νὰ ζήσῃς,
κοράσι ἀγαπημένο·
ἂν ὅπου κατοικῶ
γιὰ πάντα νὰ βυθίσῃς
δὲν εἶναι βολετό·
στὸ πλούσιο θὰ σὲ πάω
καὶ ὁλόφωτο ἀκρογιάλι
τῆς χώρας, ποῦ ἀγαπάω
πλέον ἀπὸ κάθε γῆ,
γιατὶ τ' ἁγνά σου κάλλη
θαρρῶ πῶς βλέπω ἐκεῖ.
Τὰ βλέπω σὰν ἡ μέρα
στ' ὡραῖο νησὶ χαράζει·
στὸ βραδυνό του αἰθέρα
σὰν εἶναι ἀστροφεγγιά·
στὴ γῆ ποῦ κρίνους βγάζει·
στὸ κῦμα ποῦ γελᾷ.
Γελάει καὶ θὰ ξυπνήσῃ
μακρυὰ στὸ πέλαο ζήλειαις,
εὐθὺς ποῦ καθρεφτίσῃ
ταὶς δύο σας ὀμορφιαίς,
καὶ κράξῃ ἀχτίναις χίλιαις
νὰ παίξουνε μὲ αὐταίς.
Ἔλα! Στὸ μέρος, ὅπου
ἡ γῆ δὲν περιμένει
τὸν ἵδρωτα τοῦ κόπου,
θὰ ἰδῇς μὲ θαυμασμὸ
τ' ἄνθος κοντὰ νὰ βγαίνῃ
στὸν ὥριμο καρπό!
Βουνὰ μὲ δίχως χιόνι,
λιβάδια εὐτυχισμένα,
ποῦ θρέφουν τὸ λεμόνι,
τὸ κλῆμα, τὴν ἐλῃα,
μοῦ φαίνεται ποῦ ἐσένα
προσμένουν μοναχά.
Τὰ ποθητά τους μέρη
ἐκεῖ ἀστοχοῦν οἱ ξένοι,
γιατὶ ἀναπνέουν ἀέρι,
γιατὶ πατοῦν μία γῆ,
ὁποῦ μὲ μάγια δένει
καὶ σῶμα καὶ ψυχή.
Δὲ θέλει ἀναζητήσῃς
τὴν ἀκριβή σου χώρα,
ὅταν καὶ σὺ ἀποχτήσῃς
σὲ τέτοια κατοικιὰ
μὲ χίλια οὐράνια δῶρα
καὶ ἀγάπης εὐτυχιά.
Ἐκεῖ μαργαριτάρια
στοὺς πελαγήσιους ἄμμους
γιὰ τ' ἄσπρα σου ποδάρια
θὰ σπέρνω βράδυ αὐγή,
σὰ ζηλεμένους γάμους
θὰ κάνωμε μαζί.
Διπλὴ μοῦ δίνουν βία
τὰ λόγια ποῦ σοῦ λέω·
νὰ φύγωμε εἶναι χρεία,
νὰ φύγωμε γοργά.
Ὀπίσω, πλάσμα ὡραῖο,
μὴ γύρῃς μία ματιά. -
Στὸ ξένο περιγιάλι
δροσάτη ἐβγῆκε ἡ κόρη,
καί, ἀπὸ μίαν ἄκρη 'ς ἄλλη,
αἰσθάνθηκαν ἐκεῖ
δέντρα, βλαστάρια, σπόροι
μαγιάτικη πνοή.
Γιὰ χρόνους ὁ διαβάτης
ἀκούει πουρνὸ καὶ βράδυ,
βγαλμένο τ' ὄνομά της
ἀπὸ τὰ κρύα νερά,
σὲ ράχη, σὲ λαγκάδι
νὰ ἠχολογάῃ μακρυά.
Σβυέται σταὶς αὔραις, ὅπου
πετάει παρόμοιος ἦχος,
καὶ τ' ὄνομα τοῦ τόπου,
ἐκεῖνο ποῦ παντοῦ
εἶχε δοξάσει ὁ στίχος
τοῦ ἀθάνατου Τυφλοῦ.
Ὁ θεῖος ἐρωτεμένος
τὴν Κόρκυρά του κράζει·
καί, τόσο μαγεμένος
καθένας μένει ἐκεῖ,
ποῦ Κόρκυρα ὀνομάζει
καὶ τ' ὄμορφο νησί.