Της λυγερής και του Χάρου

(Ανακατεύθυνση από Η Ευγενούλα η μοσχονιά)
Τῆς λυγερῆς καὶ τοῦ Χάρου
Δημοτικό τραγούδι


Ἡ Εὐγενοῦλα ἡ μοσκονιὰ κ’ ἡ µικροπαντρεµένη
ἐβγῆκε κ’ ἐπαινεύτηκε πῶς Χάρο δὲ φοβᾶται·
γιατί εἶν’ τὰ σπίτια της ψηλά, κι’ ὁ ἄντρας της παλληκάρι,
γιατί ἐχει τοὺς ἐννιὰ ἀδερφούς, τοὺς καστροπολεμίταις,
π’ ὅλα τὰ κάστρα πολεμοῦν κ’ οἱ χώραις παραδίνουν.
Κι’ ὁ Χάρος ὁποῦ τ’ ἄκουσε, πολὺ τοῦ βαρυφάνη.
Μαῦρο πουλὶ νἐγίνηκε, σὰν ἄγριο χελιδόνι,
ἐβγῆκε κ’ ἐσαΐττεψε τὴ μοναχὴ τὴν κόρη
μέσ’ ’ς τὸ λιανὸ τὸ δάχτυλο ποῦ χε τὴν ἀρραβῶνα.

Κ’ ἐμπαινοβγαίνουν οἱ γιατροὶ καὶ γιατρεμὸ δὲ βρίσκουν,
κ’ ἐμπαινοβγαίνει ἡ µάννα της μὲ τὰ μαλλιὰ λυμένα.
«Τί ἐχεις, μαννοῦλα µου, καὶ κλαῖς, τί ἐχεις κι’ ἀναστενάζεις;
Πεθαίνεις, Εὐγενοῦλα µου, καὶ τὶ μοῦ παραγγέλνεις;
Σ’ ἀφήνω, μάννα, τό ἐχε γειὰ καὶ ντύσε µε σὰ νύφη,
κι’ ὅταν θὰ σὄρθη ὁ Κωνσταντὴς νὰ μὴ μοῦ τὸν πικράνῃς,
μόν’ στρῶσ’ του γιόµα νὰ γευτῇ καὶ δεῖπνο νὰ δειπνήση,
κι’ ἄπλωσε μεσ’ ’ς τὴν τσέπη µου καὶ πᾶρε τὸ κλειδί µου,
καὶ βγάλ’ τὸν ἀρραβῶνα του καὶ τὰ χαρίσματά του,
καὶ δῶσ’ του τα τοῦ Κωσταντῆ, ἀλλοῦ ν’ ἀρραβωνίσῃ,
ὡσὰν κι’ ἐγὼ παντρεύοµαι, παίρνω τὸ Χάρον ἄντρα.»

Κι’ ὁ Κωσταντὴς ἐπρόβαλε ’ς τοὺς κάµπους καβαλλάρης.
μὲ δεκαπέντε φλάμπουρα, μ’ ἐννιὰ ζυγιαῖς παιχνίδια,
μὲ τετρακόσιους ἄρχοντες, πεζοὺς καβαλλαραίους.
Βλέπει μεγάλη σύναξη, ὁποῦ ναι μαζωμένοι.
«Γιὰ χαμηλῶστε, φλάμπουρα, πάψετε σεῖς, παιχνίδια,
γιατί σταυρὸς ἐπρόβαλε ἀπ’ τὸ πεθερικό µου·
γιὰ πεθερός µου πέθανε, γιὰ πεθερά µου χάθη,
γιὰ ἀπ’ τὰ γυναικαδέρφια µου κανένα νἐσκοτώθη.»
Καὶ τἀλογό του ἐβάρεσε ’ς τοῦ πεθεροῦ νὰ πάγῃ.

Αὐτοῦ σιµά, αὐτοῦ κοντὰ βαστοῦσε μοναστῆρι.
Βρίσκει τὸν πρωτομάστορη κ’ ἔκανε τὸ κιβοῦρι.
«Νὰ ζήσης, πρωτομάστορη, τίνος εἶν’ τὸ κιβοῦρι;

Εἶναι τἀνέμου, τοῦ καπνοῦ καὶ τῆς ἀνεμοζάλης.
Γιὰ πὲ µου, πρωτομάστορη, καθόλου μὴ μοῦ κρύψῃς.
Ποιὸς ἔχει γλῶσσα νὰ σ’ τὸ πῇ, στόµα νὰ σοῦ μιλήσῃ,
Τούτ’ ἡ φωτιὰ ποῦ σ’ ἄναψε, ποιὸς θὲ νὰ σοῦ τὴ σβήσῃ;
Ἡ Εὐγενοῦλα ἀπέθανε νἠπολυαγαπημένη.
Νὰ ζήσῃς, πρωτομάστορη, κάμε το πιὸ µεγάλο,
Νά ναι πλατύ, νά ναι μακρύ, νά ναι γιὰ δυὸ νοµάτους.»

Βιτσιὰ βαρεῖ τἀλόγου του, ’ς τοῦ πεθεροῦ του πάει.
Βρίσκει παπᾶδες πὄψελναν, μοιρολογίστραις κλαίουν.
«Μεριὰ σταθῆτε, ψάλτηδες, μεριὰ μοιρολογίστραις!»
Χρυσὸ μαντῆλι σήκωσε τὴὴν εἷδε ἀπεθαμένη.
Σκύφτει, φιλεῖ γλυκά γλυκά, γλυκὰ τὴν ἀγκαλιάζει,
χρυσὸ μαχαῖρι νἔθγαλε νἀπ’ ἀργυρὸ θηκᾶρι,
ψηλὰ ψηλὰ τὸ σήκωσε καὶ ’ς τὴν καρδιὰ τὸ χώνει.

Ἐκεῖ ποῦ θάψανε τὸ νιὸ φύτρωσε κυπαρίσσι,
κ’ ἐκεῖ ποῦ θάψανε τὴ νιὰ ἐβῆκε καλαμιῶνα.
Λυγογυρίζει ἡ καλαμιά, σκύφτει τὸ κυπαρίασι.
Κ’ ἕνα πουλὶ κελάδαε, ’ς ἄλλο πουλὶ ξηγειῶνταν.
«Γιὰ δές τα τὰ κακόμοιρα, τὰ πολυαγαπημένα!
δὲ φιληθῆκαν ζωντανά, φιλειοῦνται πεθαµένα.»