Η Αργώ και άλλα ποιήματα
Η Αργώ και άλλα ποιήματα Συγγραφέας: |
1921 |
Το παρόν κείμενο παρατίθεται αποσπασματικά ή του λείπουν τμήματα. Μπορείτε να βοηθήσετε τη Βικιθήκη εντoπίζοντας την πηγή του και συμπληρώνοντάς το. |
Οι Κολχίδες
α΄ ποίημα
- Αρμάτωσα τό μυθικό καράβι γιά ταξίδι
- θεόταχτο καί πορφυρά πανιά άπλωσα καί η πλώρη
- τίς στοιχιωμένες θάλασσες χαράκωνε καί γύρω
- στήν κουπαστή κυκλόφεγγαν οι χάλκινες ασπίδες.
- Αρμένιζα γι' απάτητες Κολχίδες καί είχα τάμα
- ν' αρπάξω τή χρυσή προβιά τού Φρίξου από τό Δράκο,
- μέσ' απ' τό χνώτο τής φωτιάς. Κι αψήφισα φουρτούνες,
- τίς Συμπληγάδες τίς κακές, πίβουλες λάμιες κι όρνια,
- καί σέ ακρογιάλι αξόρκιστο τή φυκιωμένη τέλος
- άραξα Αργώ. Κι αντίκρυσα τό μαγικό χρυσάφι
- μέσ' σέ ρουμάνι σκιαδερό καί γύρω του βιγλίζαν
- άγρυπνα τέρατα, στρυφνά μυστήρια. Καί βοήθεια
- λαχτάρησα−κι ώ! στό βαθύ τού Αιήτη τό παλάτι
- τά τραγικά νά μέ κοιτούν τής Μήδειας είδα μάτια!
Το φιλί
- Σοβαρεμένα κι άτρεμα κοιτούσανε τ’ αστέρια
- τη νυχτοκόπα την ερμιά. Στης θάλασσας την άπλα
- πανάρχαιο βαθυκέλαδο τραγούδι σκορπαχούσε
- σαν ξάκουσμα γλυκύτατο καλόστρατης ονείριας.
- Και μες σε γούβα μαλακή των άμμω φωλιασμένοι
- σα φίδια φιληθήκαμε. Και τελειωμό δεν είχε
- το φίλημα. Απ’ τα χείλια μας αναπιωμένη η θέρμη
- με δρακοσφίχτρα πεισμωσιά τον πόθο σαλαγούσε
- και φρένας θεοτράνταχτης ξεθέριευε σπαρτάρα.
- Στα στήθια χάθηκε η καρδιά και το βουβό το στόμα
- δάγκαε. Μισόκλειστα θολά τα μάτια αποσκληραίναν.
- Αντράλας συνεφόκαμα ζοφιάζοντας μας κλούσε
- και ύστερα αγέρι απόκοσμο πλεκάμενους μας πήρε
- σε ξώριασμα αστροπλάνεφτο μες στου καιρού τη σβήση.
το εισαγωγικό ποίημα στη δεύτερη ενότητα «Η νέμεση της Μήδειας»:
- Και ρίξαμε στη θάλασσα για να σωθούμε – ω κρίμα σου
- αδερφικό! – μέλη παιδιού σπαρταριστά, και τ’ άσπρα,
- Μήδεια, τα χέρια σου έσταζαν ωμό κακόφλογο αίμα!
- Και μάβρισε το πέλαγος φρικιάζοντας, μα πάντα
- ξόρκια μας έσωζαν από θεριά κι αστραποκαίρια.
- Ως που πια τ’ ακροθάλασσα τα ελληνικά γελάσαν
- μπροστά στην πλώρη και ναών καπνοί μάς χαιρετήσαν.
- Μα το καράβι της χαράς και η ζούλια της πατρίδας
- ξεδούλωσαν τα μάτια μου και ξέχασα τη Μήδεια
- και γι’ άλλη νύφη τοίμασα ρηγάτικα μαγνάδια.
- Μα ποια φωνή ρεκάζοντας πλαντά μέσ’ στο παλάτι;
- Ω φλόγες, αίμα, παίδεμα! Τυφλός να μην το ξέρω
- πως ειν’ τα μάγια αξέγραφτα της άγριας της αγάπης,
- πως δε γλυτώνει ο πλερωμός μηδέ η Κλωθώ ξεχνάει!
το εισαγωγικό ποίημα στην τρίτη ενότητα «Η Αργώ»:
- Πάντα σε πέλαγα ανοιχτά, σε αλαργινές Κολχίδες,
- σιδεροστήθω, αβούλιαχτη από ξέρες και μαΐστρους,
- ηρώισα, έτσι αρμένιζε, Αργώ! Στα ξάρτια σου ας σφυρίζουν
- ο γραίγος και η βαρυκαιριά, και η βίγλα ας ξαγναντέβει
- τα στριγγλονήσια τ’ άπιστα, του βράχου το διλάβι.
- Και της Δωδώνης τη μιλιά στην πλώρη πάντα να έχεις,
- κι ας παν τα παληκάρια σου ν’ αδράξουν από κάστρα
- κι από χιμαιροφύλαχτες σπηλιές τις ρηγοπούλες.
- Γιατί είσαι εσύ το αστραφτερό της τόλμης το καράβι
- και στα δεξιά σου πέτουνται τρεις πάντα αϊτοί κλαδάτοι.
- Καλόγνωμες όπου διαβείς σε παραστέκουν θέισες
- κι όπου καλάρεις τα πανιά τις μάγισες σκλαβώνεις.
- Να μη σκιαχτείς τις μάργελες Σειρήνες και την Κίρκη
- μα τα κουπιά πάντα ας χτυπούν ασπρίζοντας το κύμα.
.
- Μιά ταξιδεύτρα μοίρα
- Απο πατρίδες ξέχωρες — νοτιά καί τραμουντάνα —
- Μας ένωσε άναπάντεχα κρυφοζητώντας ίσως
- Νέους ρυθμούς καί πιο τρανή της ώριοσύνης φύτρα