Ἡ Ἀγράμπελη
Συγγραφέας:


Λέγ᾿ ἡ ἀγράμπελη μυριανθισμένη,
στὸν ἄγριο πλάτανο ποὺ τὴ θωρεῖ
καὶ μὲ τὸν ἴσκιο του συχνοδιαβαίνει
πάντοτ᾿ ἐπάνω της, βράδυ κι αὐγή:

«- Δένδρο περήφανο, μέσ᾿ τὸν ἀγέρα
τὰ φύλλα, οἱ κλῶνοι σου θρασομανοῦν·
βρίσκεις στενόχωρη τώρα τὴ σφαῖρα;
Τ᾿ ἄστρα τὰ σύγνεφα δὲ σὲ χωροῦν;

»Τρέχει στὴ ρίζα σου νεράκι κρύο
βυζαίνεις ἄκοπα τὴν καταχνιά,
κι ἐμένα ζήλεψες σὺ τὸ θηρίο,
γιατί μ᾿ ἐπότιζε λίγη δροσιά;

»Τί θέλεις πλάτανε, τί μοῦ γυρεύεις;
Διῶξε τὸν ἴσκιο σου κι εἶμαι μικρή.
Τ᾿ ἄνθη μου ἐπάγωσαν, μὴν τὰ παιδεύεις,
ἄσ᾿ τον τὸν ἥλιο μου νὰ τὰ χαρεῖ...»

«- Ξανθή μου ἀγράμπελη, τί μὲ φοβᾶσαι;
Θέλεις νὰ σέρνεσαι πάντα ὀρφανή,
μονάχη σου ἔρημη τὴ νύχτα νἆσαι,
νἄχεις κρεβάτι σου λιθάρια, γῆ;

»Τ᾿ ἄνθη ζευγάρωσε μὲ τὴν ἀνδρειά μου,
γένου βασίλισσα κι ἐγὼ θρονί,
στηλώσου ἐπάνω μου..., στὴν ἀγκαλιά μου
κάθε ἄλλο λούλουδο θὰ σὲ φθονεῖ...»

Τὴν ἐξεγέλασε τ᾿ ἄγριο πλατάνι,
τὴν ἐπερίπλεξε μέσ᾿ τὰ κλαριά....
Τί κρῖμα, πὤδωκες, ξανθὸ βοτάνι,
γιὰ λίγο ψήλωμα τὴν παρθενιά!

Φτωχὴ κι ἀνύπανδρη στὴν ἐρημιά σου
μοὔτανε τ᾿ ἄνθη σου κρυφὴ χαρά·
Τώρα θ᾿ ἁρπάζουνε τὴ μυρωδιά σου
τὰ νέφη κι ὁ ἄνεμος ποὖσαι κυρά.