Η Αγγέλικα του Μπεναγή

Η Αγγέλικα του Μπεναγή
Συγγραφέας:


Χαρισμένο του Γιώργου Κατσίμπαλη


Δεν είταν η ομορφότερη, μα είταν η πιο τσακπίνα
κ' είχε δικό της χου.
Για δαύτη, λέγαν, τούστριψαν, εδώ και κάνα μήνα,
του Μπάμπη του Λεχού.

Για δαύτη μπαρκαρίστηκε και του Λακιά τ' αγόρι,
που το κατάπιε η γη.
Θα πεις, αυτός δεν τώξερε το σόι του; για την κόρη
πώς πήε του Μπεναγή;

Που αυτή, την προσκυνήσανε κεφάλια κι αφεντάδες,
αφού της πήε γαμπρός
κι ο Μπίκας απ' τα Σάλωνα, πώχει τα σπίτια αράδες
στου Pέπα, λίγο μπρος.

Κι ο Νάκος ο καπνέμπορας, ο γιός του Καραντούλα,
πώχει φλουρί μ' ουρά,
κι από καλός, δε λέγεται· λεβέντης με τα ούλα.
Και θάειταν μια κυρά.

Κι ακόμα την προξένεψε-κατακαλά το ξαίρω,
μα λόγος να μη βγεί-
ο τοκιστής ο Τόπακας, αλλά τον είπαν γέρο.
(Μας τώλεε η Χρυσαυγή.)

Μα ο Μπεναγής τον βόλεψε, και πάει κι αυτός, με τρόπο,
κι ας είχε τ' αγαθά,
κατά πώς μπαιζογέλαγε κάθε γαμπρό απ' τον τόπο,
με τ' αύριο, με το θα

Τέτοια είταν η Αγγέλικα, κ' είταν μοναχοκόρη
κι ώς δεκαεφτά χρονώ.
Τα εικοσιπέντε πάτησα που λείπω απ' το Βραχώρι,
μα δεν τη λησμονώ.

Γιατί με τους ανύπαντρους, πούχαν καιρό για γάμο,
είταν κ' οι πιο μικροί.
Τ' αμούστακα και τ' άγουρα, που αγάπες ξέραν, άμμο,
κι από κεντέρι, γρι.

Μια και δεν το ξεσήκωναν οι τόποι μας αβέρτα
όξω να βγαίνει η νιά,
δός του κι από την πόρτα της μπροστά τα σούρτα-φέρτα·
στο πόδι η γειτονιά.

Και για να μην τους παίρνουνε και μυρωδιά οι γειτόνοι,
που όλο καταλαλούν,
οι μυαλωμένοι φύλαγαν το ντόρο, σα νυχτώνει,
να μην τον ντιλαλούν.

Καθένας πάει για λόγου του, κι ωστόσο πάν αντάμα.
Κ' οι αγαπητικοί
συντροφικά αποφάσιζαν για να την κλέψουν, άμα
τη βρίσκαν βολική.

Μα, σαν τη βλέπαν, λέγανε, τα σπίτια και γυρίζαν,
κι αν ρίχναν μια ματιά,
ματάκι δεν απόμενε, καθώς την αντικρύζαν,
χωρίς σταλαματιά.

Μονάχα το τραγούδι τους πώς ταίριαζε ολονώνε
να σκάει το μυστικό:
-Χήρα θα γένεις, ξέρε το· τα νύχια μη σε τρώνε
γι' αρρεβωνιαστικό.

Κι ο διπλανός τ' απόσωνε: -Χάρε, τα ρόδα κόψε
και τ' άνθια του ντουνιά,
και φέρ' τα μου και στρώσ' τα μου, σα θα πεθάνω απόψε
σ' αυτήν τη γειτονιά.

Και το τραγούδι γύριζε, βαρκούλα από τη μπάντα,
στον ασικλή αμανέ.
Κ' η καροτσάδα κάποτε με τα βιολιά. Και πάντα
στα πάντα ρεφενέ.

Κι αν ήθελε την πέτυχαν στήν πόρτα της μιάν ώρα
-που τάχει ας τα τραβά-
η καλαμάτα ανάσυρτη και το ρολόι στα φόρα,
κι ο κούκος τους στραβά.

Μόνο μην έλεες άγαρμπη, που να πειράζει, λέξη
και παρεξηγηθεί,
γιατί, για ένα φιλότιμο κανένας όταν μπλέξει,
μπορεί να σκοτωθεί.

Κι αυτοί το παινευόντανε πως είταν στο νταηλίκι
με κότσι και καρδιά.
Το γράφαν και στο λάζο τους με τ' ασημί μανίκι
γιομάτα και φαρδιά:

"Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες.
Αχ! βαχ! κακούργα γη."
Κ' η Αγγέλικα τραβιότανε, να μην ακούει κουβέντες
και τ' όνομά της βγει.

Αποτραβιόταν κ' έπαιρνε μαζί της τον αέρα
και την επιθυμιά,
κι απόμενε τ' απόφωνο σαν από μια φλογέρα
σ' απέραντη ερημιά.

Κι απόμεναν τ' αφτέρουγα, στο δρόμο πεταρούδια,
και μες στον κορνιαχτό.
Σα να ψυχορραγήσανε κοβόνταν τα τραγούδια
στο στόμα τ' ανοιχτό.

Κι ο Έρωτας, που απείκαζε τα κρυφοκλάηματά τους,
έσκυβε να τους πει,
πως το κορίτσι απόφευγε να στέκεται κοντά τους,
νά, έτσι, από ντροπή.

Μα δίχως άλλο λάγιασε κι ακούει το νταβατούρι,
κι απ' όλους πιο καλά,
για πίσω από τ' αγιόκλημα, για πίσω απ' το παντζούρι,
γι' αυτό δεν το σφαλά.

Φτάνει ν' ακούει κι ας κλείνεται κι ας κρύβεται όπου θέλει.
Το πείσμα πιο γερό.
"Αγγελικούλα ζάχαρη, κι Αγγελικούλα μέλι,
και σαν το κρύο νερό."

"Αγγελικούλα ζάχαρη κι Αγγελικούλα μέλι"
-το ξαναλέει η σειρά-
"κι Αγγελικούλα κρύο νερό, που πίνουν οι Αγγέλοι."
Και πάλι μια φορά.

Με το βραδάκι τάρχιζαν, το τέλειωναν οι αυγούλες.
(Μα εσύ καρδιά, τί φταις;)
Σκάζανε και πλαντάζανε γύρω οι γειτονοπούλες·
νιές είτανε κι αυτές.

Μά είτανε μια η Αγγέλικα. Κι ο κόσμος ο δικός της,
ζωή, χαρά μαζί.
Αν ζει, ας το μάθει ότ' είμουνα κ' εγώ αγαπητικός της.
Μπορεί και να μη ζει