Ευγνωμοσύνη
Εὐγνωμοσύνη Συγγραφέας: |
Ἐπὶ τῇ κατὰ τὴν ἐν τῇ ξένῃ διαμονὴν τοῦ ποιητοῦ ἀγγελίᾳ τῆς γεννήσεως τοῦ τρίτου του υἱοῦ.
Α'
Τὤβαλες, Μάνα, τὤβαλες τὸ χέρι Σου καὶ πάλι
κ' ἡ χάρι Σου μ' ἐλύτρωσε ἀπὸ φωτιὰ μεγάλη·
μ' εἶδες νὰ κλαίω κ' έστειλε τὸ ἅγιό Σου χέρι
ἐλῃᾶς κλαδί, μὲ κάτασπρο, χιονᾶτο περιστέρι·
κ' ἐσώπασε τὸ δάκρυο κι' ὁ πόνος ποῦ μ' ἐπλάνα·
εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ, γλυκειὰ τοῦ κόσμου Μάνα!
Β'
Ἄχ, δὲν μποροῦν νὰ μὴ κτυποῦν τὰ στήθη τ' ἁγιασμένα,
γιὰ κείνους ὅπου ἔχουνε τὰ μάτια βουρκωμένα·
τὸ προσκεφάλι τῆς ζωῆς, τὸ ἅγιο, τὸ κρινᾶτο,
ὁποῦ παιδάκι ὁ Χριστὸς μιὰ μέρ' ἀπεκοιμᾶτο,
εἶναι γεμᾶτο ἔλεος, γεμᾶτο καλωσύνη
καὶ δὲν ἀφήνει δυστυχῆ στὸν κόσμο, δὲν ἀφήνει!
Στὴ σκέπη Σου τὴν ἄπειρη, στὴ σκέπη τὴ μεγάλη,
ποῦ τόσαις ἔβαλε ζωαὶς κι' ἀκόμα θενὰ βάλῃ,
ποῦ στὴ σκιά Της οὐρανὸς καὶ γῆ καὶ κῦμα μπαίνει,
καὶ γιὰ νὰ σὼσῃ δυστυχῆ στὸν ᾅδη κατεβαίνει,
μέσα σ' ἐκείνη μ' ἔβαλες, μέσα σ' αὐτὴ κ' ἐμένα·
χίλιαις φοραῖς Σ' εὐχαριστῶ, χίλιαις φοραίς Παρθένα!
Γ'
Δέξου, Χαριτωμέοη μου, δέξου, Κυρά μου, πάλι,
εὐγνωμοσύνη ἀθάνατη, ἀτέλειωτη, μεγάλη
σὰν τῆς ἐλεημοσύνης Σου τὸ πέλαγος! Νὰ κλείσῃ
στὴ ξενητειά τὸ στόμα μου· ποτὲ νὰ μὴ φιλήσῃ
τὴν ἄχραντη εἰκόνα Σου· ποτὲ στὴν ἀγκαλιά μου
τὰ τρία ποῦ μοῦ χάρισες νὰ μὴν ἰδῶ παιδιά μου,
νὰ μὴν ἰδῶ τὴ μάνα τους, τὴ μάνα τὴ δική μου,
τὸ μοναχό μου ἀδελφό, τὴ μόνη ἀδελφή μου,
νὰ μὴ φιλήσω τὸ Σταυρὸ στὸν τάφο τοῦ Πατέρα,
ἄν ἡ εὐγνωμοσύνη αὐτὴ τελειώσῃ καμμιὰ μέρα!
Δ'
Ἄχ, δὲν θ' ἀφήσῃ ἀπλήρωτη τὴ χάρι Σου ἡ καρδιά μου·
ὅ,τι πληρώνεσαι καὶ Σὺ τὸ ξέρω, Δέσποινά μου...
Πλὴν ξέρω πῶς πληρώνεσαι κ' εἰς χέρια ποιὰ θ' ἀφήσω
ὅσα μοῦ χάρισες, χωρὶς καὶ νὰ τὰ λησμονήσω...
Θενὰ πεινῶ, καὶ στὸ φτωχὸ θὰ δίνω τὸ ψωμί μου·
τὸ φόρεμά μου τὸ ζεστὸ θὰ βγάζω ἀπ' τὸ κορμί μου
καὶ θὰ τὸ δίνω 'ς ὀρφανὸ παιδί νὰ μὴ κρυώσῃ...
Ἔτσι μπορεῖ καὶ τὸ Θεὸ κανεὶς νὰ τὸν πληρώσῃ!
Ε'
Μέσ' στῆς ψυχῆς μου τὴν ψυχὴ καὶ μέσα στὴν καρδιά μου,
ἐφώλευε ἀπελπισιὰ καὶ τρόμος, Δέσποινά μου·
ὁ νοῦς μου ἐπαράδερνε ἡμέρα, νύχτα, βράδυ,
σὰν κῦμα ποῦ Βοριᾶς κυλᾷ καὶ δέρνει στὸ σκοτάδι.
Πλὴν μιὰ Σου ἔρριξες ματιὰ στῶν σπλάχνων μου τὰ βάθη
κι' ὁ φόβος κ' ἡ ἀπελπισιὰ ἐσβέσθηκε κ' ἐχάθη.
Ἆ, ποιός μπορεῖ ν' ἀντισταθῇ, ποιός στὴν ματιὰ ἐκείνη,
ποῦ κάνει μέρα τὴ νυχτιὰ καὶ φῶς στὸν ᾍδη δίνει!
ΣΤ'
Γιὰ πές μου, πές μου, Δέσποινα, πές μου τοῦ κόσμου ἐλπίδα,
τ' ἀγόρι ποῦ μοῦ χάρισες, τ' ἀγόρι, ποῦ δὲν εἶδα,
μὲ ποιό άπ' τὰ ἀδελφάκια του, μὲ ποιό, Κυρά μου, μοιάζει;
Στὰ δυό του μάτια οὐρανὸς κι' αὐγὴ γλυκοχαράζει
ὡσὰν καὶ τοῦ Γεωργάκη μου τ' ἀκτινωτὰ ζαφύρια,
ἢ μαῦρο εἶνε πέλαγος ποῦ φῶτ' ἀστράφτουν μύρια,
σὰν τοῦ Αἰμιλίου τὴ ματιά;... ἄχ, θέλω, Δέσποινά μου,
θέλ' ἡ καρδιά μου εὔμορφα νὰ εἶνε τὰ παιδιά μου·
εἰς τὴν ψυχή νὰ μοιάζουνε τῆς μάνας τους κ' ἐμένα.
Ὄχι· νὰ ζήσουνε πολὺ καὶ νἆν' εὐτυχισμένα...
Τὸ ἕνα τ' ἄλλο ν' ἀγαπᾷ, καθὼς μὲ ἀγαπάει
τοῦ ἀδελφοῦ μου ἡ καρδιὰ κ' ἐγὼ τὸν ἀδελφό μου·
- τ' ἀδέλφια κάστρα γίνονται σὰν ζοῦνε πλάϊ πλάϊ! -
θέλω ἀκόμη νἄχουνε Θεό τους τὸ Θεό μου·
τῆς ἀδελφῆς μου ἡ ματιὰ νὰ λάμπῃ στὴ ματιά τους,
τὰ χείλη τους νὰ πάρουνε τῆς μάνας τὴ γλυκάδα,
νὰ λουλουδίζ' ἡ μνήμη μου βαθειὰ μέσ' στὴν καρδιά τους
καὶ νἄχουν, νἄχουν δυό φοραὶς Μητέρα τὴν Ἑλλάδα!
…...................................................................................
Δέξου, Χαριτωμένη μου, δέξου, Κυρά μου, πάλι,
εὐγνωμοσύνη ἀτέλειωτη, ἀθάνατη, μεγάλη
σὰν τῆς ἐλεημοσύνης Σου τὸ πέλαγος! Νὰ κλείσουν
τὰ μάτια μου στῆς ξενητειᾶς τὸ γρυνιασμένο στρῶμα,
χωρὶς νὰ ἰδοῦνε Πειραιᾶ κι' Ἀθήνα ν' ἀντικρύσουν·
νὰ μὴ δεχθῶ ἕνα φιλὶ στοῦ τάφου μου τὸ χῶμα,
ποτέ μου νὰ μὴ μυρισθῶ τριαντάφυλλο τ' Ἀπρίλι
καὶ ν' ἀρνηθῶ λίγο νερὸ σὲ διψασμένο χεῖλι,
ἄν παύσω νὰ δοξολογῶ τὸν Οὐρανὸ κ' Ἐσένα...
Εὐχαριστῶ, χίλιαις φοραὶς Σ' εὐχαριστῶ, Παρθένα!