Πούλια καὶ αὐγερινός
Συγγραφέας:
Δημοσιεύθηκε στο Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1890 του Κωνσταντίνου Σκόκου


ΠΟΥΛΙΑ και ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ

Τ’ ἀστέρια τρεμοσβύνουνε κι’ ὁ αὐγερινὸς τοὺς κραίνει
σὰν βασιληάς τους λαμπερός· — Λατρεύστε με ἀστέρια!
ἐγώ ’μαι ἡ κορώνα σας, γιὰ ’κεῖνο σᾶς θαμβόνω.
Βλέπετ’ ἐκεῖνο τὸ βοσκό, τὴ λιγερὴ ἐκείνη,
πῶς ὅλος λάτρα τὴ θωρεῖ! τὴν λάμψι τῶν ματιῶν της
τὴν πῆρε γιὰ τὴν λάμψι μου, γιὰ κεῖνο τὴν λατρεύει.
Ἀστέρια προσκυνῆστε με· πιὸ λάμπει σὰν κ’ ἐμένα;»
Τ’ ἀκούει ἡ Πούλια κι’ ὤμμορφη ἀπολογιὰ τοῦ δίνει·
— Σῶπα γλυκέ μου Αὐγερινέ, καὶ μὴ καυχολογιέσαι,
καὶ μὴ περηφανεύεσαι ’ς τὸ ἀργυρὸ θρονί σου.
Ὅσο κι’ ἂν λάμπῃς πιὸ πολύ, εἶσαι καὶ σὺ ἀστέρι,
βγαίνει ὁ ἥλιος καὶ μὲ μιᾶς σβύνεις καὶ σὺ μαζί μας»
Τὸ λόγο δὲν ἀπόσωσε καὶ νά σου ὅλη χάρις,
προβαίνει σὰν ματιὰ Θεοῦ τοῦ Ἥλιου ἡ ἀχτίδα,
καὶ σβύνει ὁ αὐγερινὸς καὶ σβύνουνε τ’ ἀστέρια.

Ἀνδρέας Δ. Νικολάρας