Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1890/Ο Πέρσης ποιητής Σααδή

Ἐτήσιον Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1890
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Μιχαήλ Αργυρόπουλος
Ὁ Πέρσης ποιητὴς Σααδῆ


ΑΝΑΤΟΛΙΚΑΙ ΣΚΙΑΓΡΑΦΙΑΙ

Ο ΣΑΑΔΗ

[Ὁ Σααδὴ εἶναι ὁ μέγιστος τῶν ποιητῶν τῆς Περσίας, ἧς ἡ πλουσία φιλολογία ἀριθμεῖ πλείστας ἐξοχότητας. Ἐγεννήθη εἰς Χιρὰζ τῷ 1184, καί τοι οἱ περὶ αὐτοῦ συγγραφεῖς ἀμφισβητοῦσι τὸ ἀληθὲς ἔτος τῆς γεννήσεώς του· ἔζησε δ’ ἐπὶ αἰῶνα καὶ πλέον, ἀποθανὼν εἰς ἡλικίαν ἑκατὸν ὀκτὼ ἐτῶν. Κατὰ τὸ διάστημα δὲ τοῦ μακροῦ τούτου βίου, πλήρους ταξειδίων καὶ περιπετειῶν παραδόξων, καθ’ ἂς ἐμάχετο πρὸς τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Βράχμα ἐν Ἰνδίᾳ ἢ συνελαμβάνετο αἰχμάλωτος ὑπὸ τῶν σταυροφόρων ἢ μετήρχετο τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ὑδροπωλητοῦ ἐν Ἱερουσαλήμ, ἢ ἀπεχώρει εἰς ἐρημητήριον ἀφοσιούμενος εἰς τὴν λατρείαν τοῦ Ἀλλάχ, — ἔγραφε πλεῖστα ἔργα ποιητικά, ἅτινα διαπρέπουσι τόσῳ διὰ τὴν ἔξοχον σύλληψιν τῶν θεμάτων ὅσῳ καὶ τὴν καλλιτεχνικὴν ἐκτέλεσιν, — μὴ ἀπαντῶντα παρ’ οὐδενὶ τῶν συγχρόνων καὶ μεταγενεστέρων αὐτοῦ ποιητῶν.

Τὰ πλεῖστα τῶν ἔργων τούτων καὶ τιμιώτερα συμπεριελήφθησαν ἐν δυσὶ συλλογαῖς: τῷ Βοστὰν (1257) καὶ Γκιουλιστὰν (1258), ὧν τὸ μὲν θρησκευτικώτερον καὶ πλῆρες μυστικισμοῦ ἐγράφη ὅλως εἰς στίχους, τὸ δὲ τολμηρότερον καὶ ποικιλώτερον εἰς αἰσθήματα ἐγράφη ἀναμὶξ εἰς στίχους καὶ λόγον πεζόν.

Τὸ τελευταῖον τοῦτο θεωρεῖται ὡς τὸ ἀριστούργημα τοῦ Σααδὴ, περιέχον ἐν ἑπτὰ κεφαλαίοις συλλήβδην ἠθικὰ παραγγέλματα καὶ λυρικάς ᾠδὰς (Γκαζὲλ), ἱστορικὰ ἀνέκδοτα καὶ ἀλληγορικὰς ὑποθήκαις, ἐπιγράμματα καὶ εὐφυϊολογίας· ἐφ’ ὅλων δὲ τῶν ἔργων τούτων, μεστῶν ποιητικῶν μεταφορῶν καὶ ἀνατολικῆς ἐξάρσεως, ἐπιπνέει μετὰ τῆς χάριτος καὶ ἰδιορρυθμίας, ἡ ἠθικὴ καὶ σεμνοπρέπεια, ἅτινα πολλαχοῦ μὲν — καὶ ἰδίᾳ εἰς τὸν ἔρωτα, ἀπευθυνόμενον κυρίως πρὸς νέους — φαίνονται καθυστεστεροῦντοι ἢ καὶ ἐλλείποντα τελείως, ἀλλ’ ἕνεκα καὶ μόνον τῆς διαφορᾶς τῶν ἠθῶν, τόσον ἀντιθέτων πρὸς τὰ σύγχρονα ἡμέτερα. Δι’ ἅπαντα δὲ ταῦτα τὰ προσόντα οὐδεὶς Πέρσης ποιητὴς ἐτιμήθη τοσούτῳ ὑπὸ τῶν ὁμοφύλων του ὅσῳ ὁ Σεΐχης Σααδή. Διὰ τοὺς συγχρόνους αὐτοῦ εἶχε καταστῇ μυθικόν τι πρόσωπον ὑπερόχου ἀξίας, χάριν ἧς ὑπουργοὶ καὶ ἐμίραι καὶ σοφοὶ καὶ μεγιστάνες ἐπεσκέπτοντο αὐτὸν ἐν τῷ ἐρημητηρίῳ του καὶ τῷ ἐξεδήλουν αἴσθημα θαυμασμοῦ καὶ λατρείας διὰ δώρων πλουσίων. Οἱ δὲ μεταγενέστεροι ἀνήγειρον αὐτῷ μαυσωλεῖον μετὰ Ἱερατικῆς Σχολῆς, ἔνθα, ὡς εἰς τόπον ἁγίου, μεταβαίνουσιν ἐπὶ τοῦ λόφου αὐτοῦ καὶ προσεύχονται.

Τοιοῦτος ἐν ὀλιγίστοις σήμερον καὶ ἐν σημειώματι ὁ Σααδή. Ἐκ τοῦ ἀριστουργήματος αὐτοῦ, τοῦ Γκιουλιστὰν (Φοδῶνος), οὗ κατ’ ἐκλογὴν καὶ ἐλευθέρως μετεφράσαμεν τινὰ τῶν ποιημάτων ἐμμέτρως, δημοσιεύομεν τὰ κατωτέρω, ὡς μικρὸν ὠχρὸν δεῖγμα τοῦ ὕφους, τῆς χάριτος καὶ ἰδιορρύθμου ἀνατολικῆς φαντασίας τοῦ μεγίστου τῶν περσῶν ποιητῶν.]


ΤΟ ΦΩΣ ΜΟΥ!

Μιὰ νυχτιὰ — πῶς τὸ θυμοῦμαι! — ἡ ἀγάπη μου ἡ γλυκειὰ
μπῆκε μὲς σ’ τὴν κάμαρά μου·
’Πήδησ’ ἀπὸ τὸ διβάνι· κ’ ἦταν τόσο ξαφνιακιὰ
ἡ λαχτάρα κ’ ἡ χαρά μου,
ποῦ μὲ τ’ ἁπαλὸ τ’ ἀγέρι
Ξάφνου σβύσθηκε τὸ φῶς μου, ὅπως ἅπλωνα τὸ χέρι.


Καὶ ἐκάθησ’ ἡ καλή μου δίπλα δίπλα πεταχτὴ
καὶ μὲ τὸ γλυκό της στόμα
Ἄρχισε νὰ μὲ μαλώνη: Τάχα πῶς καὶ διατὶ
πρὶν νὰ τὴν ἰδῶ ἀκόμα
Ἔσβυσα μὲ μιᾶς τὸ φῶς μου ἀπ’ ἀντίκρυ μάνυ - μάνυ.
Καὶ τῆς εἶπα: — Τί τὸ θέλω μιὰ π’ ὁ Ἥλιος μου ἐφάνη!…


Η ΖΗΛΕΙΑ

Εἶχα ταῖρι· καὶ μαζύ του τόσο ἀχώριστα ἐζοῦσα,
Σἂν σ’ ἀμύγδαλο ἀφράτο, πὤχει δίμελο καρπό.
Ἔφυγε μακρυὰ ἐκεῖνο… Ἐγὼ ξέρω πῶς πονοῦσα!
Καὶ σ’ ἂν ’γύρισε μοῦ εἶπε: «Μιὰ ποῦ τόσο σ’ ἀγαπῶ,
γιατὶ τάχα νὰ μὴ στείλῃς ἕναν ἄνθρωπο μιὰ ’μέρα,
νὰ μοῦ φέρῃ δυώ σου λόγια, μὲς ’σ τὴν ἐρημιά μου πέρα;»
Καὶ τῆς εἶπα: «Ὄχι! Ὄχι! δὲν τὸ ἤθελ’ ἡ καρδιά μου,
νὰ φωτίσ’ ἡ ὠμορφιά σου ἄλλον κι’ ὄχι τὴ θωριά μου.»


Η ΑΓΑΠΗ

Δερβίσσης ἐταξείδευε μαζύ μας, μὲ κιρβάνι.
Κ’ ἕνας Ἐμίρης ξακουστὸς μ’ ὁλόχρυσο καφτάνι
Λίγα φλουριὰ τοῦ χάρισε ἀπ’ τὰ πολλὰ δικά του,
Γιὰ τὸ φτωχό του σπητικὸ καὶ τὰ φτωχά παιδιά του.
Ξάφνου ’σ τὸν κάμπο κλεφτουριὰ ἀπάντεχτη, μιὰ ’μέρα,
Πέφτουν, σὰν λύκοι, ἁρπάζουνε καὶ φεύγουν πέρα - πέρα.
Οἱ ταξειδιῶταις κλαίγανε… τὰ δάκρυα τί θένε!..
— Δὲν στρέφει ὁ κλέφτης τὰ φλουριά, καὶ ἂν προσκυνοῦν κι’ ἂν κλαῖνε…


Μόν’ ὁ Δερβίσσης ἔμεινεν ἀκίνητος ’σ τὴν ἄκρη·
Δὲν ἔβγαλ’ ἕνα στεναγμό, δὲν ἔχυσ’ ἕνα δάκρυ·
Καὶ ὅταν τὸν ἐρώτησα ἂν πῆραν τὰ φλουριά του,
Ἐκεῖνος μὲ τὴν ἥσυχη, τὴ πρωτινὴ λαλιά του:
— Τὰ πῆραν, εἶπε· μὰ ἐγὼ δὲν τ’ ἀγαποῦσα τόσο,
γιὰ νὰ πονέσω ὕστερα, σὰν μοῦ ’παν νὰ τὰ δώσω.

*


Ποτέ, σὲ τίποτε γερὰ μὴ δένῃς τὴν καρδιά σου,
Γιατὶ τὸ πῶς θὰ ξεδεθῇς ’σ τὰ ὑστερνά, στοχάσου…


Καὶ εἶπ’: Ἀλήθεια! Ἄχ! κ’ ἐγὼ ’σ τὰ πρῶτα μου τὰ νειάτα
Κ’ ἐγὼ ἀγάπησα μιὰ νειά, γιομάτη κάλλη ἀφράτα
Καὶ ἦταν ἡ ἀγάπη μου καὶ ἡ φωτιά μου τόση,
Ὡσὰν τὴν ὡμορφάδα της, ποὖχε ὁ Ἀλλὰχ τῆς δώσει.
Ἅγιο Κιβλὰχ[1] μ’ ἐγίνηκε ἐκείνη πειὰ ’σ τὰ μάτια,
Κι’ ὅλῳ σιμά της μ’ ἔσερνε, μὲ χάδια, μὲ γινάτια,
Γιὰ νὰ μοῦ δώση, σὲ γλυκαὶς κουβένταις καὶ τσιμπούσια,
Ἀπὸ τὰ πλούτη τῆς ζωῆς, τὰ κέρδη τὰ πειὸ πλούσια…
Ἄχ! ἴσως θὰ τῆς μοιάζουνε ἐπάνω τ’ ἀγγελούδια!
Ἀλλοιῶς, ἐχὰθ’ ἡ ὠμερφιὰ στοῦ κόσμου τὸ περβόλι
Καὶ δὲν θ’ ἀνθίσουνε ποτὲ ὡσὰν αὐτὴν λουλούδια.
Τ’ ὁρκίζομαι σὲ φίλο μου, καὶ νὰ τὸ μάθουν ὅλοι:
Πῶς τὸ καλλίτερο νερὸ κι’ ἂν τώχουν στάξει κρῖνοι,
Δὲν θενὰ γίνῃ ἄγγελος ποτὲ ὡσάν Ἐκείνη…


Μὰ ξάφνου, μιὰ κακιὰ στιγμή, τὸ πόδι της τ’ ἀφράτο,
’σ τὴ λάσπη ἐβουτήχθηκε τοῦ χάρου, ἐδῶ κάτω·
Καὶ ὁ καπνὸς τοῦ χωρισμοῦ, ποῦχ’ ἡ ψυχὴ σκορπίσει,
ἐπέταξ’ ἀπὸ τὸ σπίτι της ἐπάνω. — Εἶχε σβύσει…


Μέραις πικραὶς ἐπέρασα ’σ τοῦ τάφου της τὸ χῶμα,
Καὶ σὲ τραγούδια ἔβγαιναν τὰ λόγια μ’ ἀπ’ τὸ στόμα:
«Ἂς ἦταν, τὴ κακιὰ στιγμὴ ἐκείνη ποὗχα μάθει
πῶς σ’ ἐκεντοῦσε ἄπονα τοῦ χάρου τὸ ἀγκάθι,
Μὲ μιὰ σπαθιὰ του νἄπερνε ὁ Θάνατος κ’ ἐμένα
Νὰ μὴ θωροῦν τὰ μάτια μου τὴ γῆς — χωρὶς Ἐσένα.
Γέρνω στὸ μαῦρο μνῆμα σου κι’ ἀπ’ τὴ καρδιά μου λέω:
Ἂς ἤμουν κ’ ἐγὼ δίπλα σου!.. Μὰ σὺ σιωπᾶς καὶ κλαίω…»


Ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἀπόφασι τὸ πῆρα
Ν’ ἀφήσω ἥσυχο τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά μου χήρα.
Ποτέ μου πειά, σὲ τίποτε νὰ μὴ δεθῶ ὀπίσω
Νὰ πνίξω τῄς λαχτάραις μου καὶ… νὰ μὴν ἀγαπήσω.


Εἶναι καλὴ ἡ θάλασσα, μ’ ὅλῳ νησιὰ διαμάντια,
Μὰ… ἔχει μαῦρα κύματα μὲ πεινασμένα βάθεια.
Καλὰ ῏ναι τὸ τραντάφυλλο γιὰ χάδια ἀπ’ ἀγνάντια,
Μἄχει μελίσσια μέσα του καὶ πλάγια του ἀγκάθια.
Χθὲς ἤμουν ’σ τῆς ἀγάπης μου, ’σ τὸ μόνο μου στολίδι,
Μὰ τώρα μακριὰ ἀπ’ αὐτὴ στριφογυρνῶ, σὰν φίδι…


Η ΚΑΚΟΓΛΩΣΣΙΑ

Ἀρώτησαν τρανὸ σοφό, σοφὰ καὶ ν’ ἀπαντήσῃ:
«Ἡ Τύχη φέρνει κάποιονε, μονάχος νὰ καθίσῃ
Μὲ τ’ ἀκριβό του ταῖρι·
Ἡ πόρταις εἶν’ ὁλόκλεισταις καὶ ἔρημα τὰ μέρη
Γύρω κοιμοῦνται… Σιωπὴ… ’Σ τὰ στήθεια του ἀννοιώθει
Νὰ τὸν ζεσταίνουν, ’σ ἂν φωτιά, ἀγάπης, γλύκας πόθοι,
Κι’ – ὅπως τὸ λέγει ὁ ποιητὴς – τὸ σύκο εἶν’ ἀφράτο,
Ὁ περβολάρης ἄκακος καὶ… μία… δύο… φάτο!..
Μπορεῖ ἡ Τιμιότης του ποτὲ νὰ ἦναι τόση,
Ἀπ’ ἕνα τέτοιο πειρασμὸ σιμά του νὰ τὸν σώσῃ;»
Καὶ ὁ σοφὸς ἀπήντησε: — «Καὶ νὰ σωθῇ, τί βγαίνει;
Ἀπὸ ταὶς γλώσσαις ταὶς κακαὶς δὲν σώζωται· τοῦ μένει!…»


Ο ΔΕΡΒΙΣΣΗΣ

Ἕνας ἔρημος Δερβίσσης ’σ ἕνα φτωχικὸ τζαμὶ
χάρισμα, γιὰ τὴ ψυχή του τὸ ναμάζι ’τραγωδοῦσε.
Μὰ ἦταν ἡ φωνή του τέτοια, ὅπου ὅποιος ἐπερνοῦσε,
τὤκοβε μὲ γληγοράδα καὶ μὲ φόβο ’σ τὴ στιγμή.
Ὁ Ἐμίρης τοῦ τζαμιοῦ του ἦταν ἄνθρωπος σωστὸς
καὶ δὲν ἤθελε ὁ καϋμένος τὸν φτωχὸ νὰ τὸν λυπήσῃ.

Τὸν φωνάζει καὶ τοῦ λέγει μιὰν ἡμέρα: — αἴ Δερβίσση!
Εἶσαι ἄνθρωπος μ’ ἀξία καὶ ’σ τὸν κόσμο ξακουστός.
Εἶναι κρῖμα ἡ φωνή σου ἐδῶ μέσα νὰ χαθῇ!…
Κ’ ἐπειδ’ οἱ παλῃοὶ χοντζάδες, ἀπὸ ποιὸ παλῃὰ συνήθεια,
Πέρνουν ἀπὸ πέντε ἄσπρα ὁ καθένας γιὰ βοήθεια,
Πάρε δέκα, καὶ πορεύσου ὅπου ἡ Δόξα σὲ ποθεῖ!…
Ἐσυμφὤνησ’ ὁ δερβίσσης κ’ ἔφυγε ’σ τὰ πεταχτά.
Μὰ σὲ ’λίγαις πάλι μέραις νά σου τὸν καλό σου ’πίσω:
— Ἄχ! μ’ ἐζημίωσες ἐφένδη κ’ ἦλθα νὰ σ’ τ’ ὀμολογήσω:
Μὧχεις δώσει γιὰ νὰ φύγω, δέκα ἄσπρα μαζεχτά.
Μὰ ἐκεῖ ποῦ ’πῆγα, μὤχουν δόσει εἴκοσι τὴν ὥρα,
γιὰ νὰ φύγω… τί τὰ νὰ κάμω; Δὲν τὰ δέχθηκα ὡς τώρα…»
Γέλασ’ ὁ Ἐμίρης κ’ εἶπε: — Ὄχι μὴ δεχθῆς ποτέ,
Γιατί ἔτζι θὰ σοῦ δώσουν ἴσως κ’ ἑκατό, κουτέ!…


ΛΟΓΙΑ ΣΟΦΑ
I

Βλέπει τὸ στάρι τὸ πουλί, καὶ φεύγει ἀγάλι - ’γάλι
Σὰν νειώσῃ μέσα ’σ τὸ κλουβὶ σιμὰ φτωχὸ πουλί.
Πάρε καὶ σὺ ἀπ’ τοὺς καϋμοὺς τῶν ἄλλων συμβουλή,
Γιὰ νὰ μὴν πάρουν ὕστερα ἀπ’ τοὺς δικούς σου ἄλλοι.

II

Ἀρώτησαν τὸν βασιληά: — Γιατὶ τὰ δαχτυλίδια
Τὰ βάνουνε — ὅσοι τἄχουνε!… — στὸ χέρι τὸ ζερβό,
Μιά ποὖναι τ’ ἄλλο στὴ δουλειὰ καθὼς καὶ ’σ τὰ παιχνίδια
Χίλιαις φοραὶς καλλίτερο καὶ πειότερ’ ἀκριβό;
Κι’ ὁ βασιληᾶς ἀπήντησε: — Καὶ δὲν τὸ ξέρεις τάχα;
Ὁπ’ ἔχει τὴν ἀξία του μένει μ’ αὐτὴ μονάχα.

III

Σὰν δὲν τὸ θέλει ὁ Θεὸς, τὸ δίχτυ τοῦ ψαρρᾶ
Ψαράκι δὲν θὰ πιάσῃ,
Καὶ ψάρι, ποῦ ἡ ὥρα του δὲν ἔχ’ ἀκόμα φθάσει,
Δὲν θενὰ σβύσῃ καὶ σ’ αὐτὴ ἀκόμα τὴν ξηρά.

IV

Εὔκολα βγάνεις μάλαμμα ἀπ’ τοῦ βουνοῦ τὰ βάθη,
— Φθάνει κανεὶς νὰ ξέρῃ. —
Μὰ γιὰ νὰ βγάλῃς μάλαμμα ἀπὸ καρμίρη χέρι
Πρέπ’ ἡ ψυχή του πειὸ μπροστὰ νὰ ἔβγῃ καὶ νὰ πάθῃ.

V

Κανεὶς δὲν νοιώθει τῆς ζωῆς τὴν γλύκα καὶ ἀξία
πρὶν δοκιμάσῃ μιὰ φορὰ καὶ λίγη δυστυχία.

VI

Σὰν θωρεῖ κανεὶς μὲ μάτια ὅλο κάκια κι’ ἀγριωπά,
Καὶ τὸν Ἰωσὴφ ἀκόμη ἄσχημο θὰ ζωγραφίσῃ·
Μὰ σὰν βλέπῃ μὲ γλυκάδα ἐκεινοῦ ποῦ ἀγαπᾷ
Καὶ τὸν Βελζεβοὺλ ἀκόμη ἀγγελοῦδι θὰ νομίσῃ.

VII

Βλέπ’ ὁ Θεὸς τὰ λάθη σου, ὅμως σιωπᾷ καὶ κλαίει…
Ὁ γείτονας σου τίποτε δὲν βλέπει… κι’ ὅλο λέει…

VIII

Ὅταν κανεὶς ἀπελπισθῇ ξεχύνεται καὶ βρίζει,
Ὡσὰν τὴν γάτα ποῦ, κλειστή, καὶ στὸ σκυλὶ χυμίζει.
Ὅταν τὸ μάτι μαυρισθῇ καὶ κιτρινίσ’ ἡ ὄψι
τὸ χέρι ἁρπάζει τὸ σπαθὶ ἀκόμα κι’ ἀπ’ τὴ κόψι…

X

Ἡ μυρωδιὰ τοῦ κρομμυδιοῦ στῆς ὤμορφης τὸ στόμα,
Καλλίτερο ῏ναι ἀλήθεια,
Ἀπ’ τοῦ γλυκοῦ τραντάφυλλου τὸ μῦρο καὶ τὸ χρῶμα
’σ τῆς ἄσχημης τὰ στήθια.

IX

Ψευτιὰ ποῦ σοῦ κολλήσανε ὁμοιάζει μαχαιριά,
Ποῦ γιὰ καιρό, πολὺ καιρὸ σὲ λυώνει, σὲ πεθαίνει…
Μπορεῖ νὰ γιάνῃ μιὰ φορὰ μὲ κόπο καὶ φλουριά,
Μά… τὸ σημάδι μένει.

(Ἐν Σμύρνῃ)

Μιχαὴλ Ἀργυρόπουλος



  1. Τὸ μέρος πρὸς ὃ στρέφουσι τὰ ὄμματα οἱ μουσουλμάνοι, ὅταν προσεύχωνται.