Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1890/Απ' Αθηνών εις Πάντσοβον επιστολαί προς κυρίαν

Ἐτήσιον Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1890
Συγγραφέας:
Ἀπ' Ἀθηνῶν εἰς Πάντσοβον ἐπιστολαὶ πρὸς κυρίαν


ΑΠ’ ΑΘΗΝΩΝ ΕΙΣ ΠΑΝΤΣΟΒΟΝ
ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ ΠΡΟΣ ΚΥΡΙΑΝ

ΕΠΙΣΤΟΛΗ Α′.
Κυρία μου,

ἐκ τῶν «Ψαρρῶν» σᾶς γράφω τὴν παροῦσαν…
ἀλλὰ προτοῦ ἀποταθῶ εἰς τὴν πτωχήν μου Μοῦσαν,
παρακαλῶ τὴν προσφιλῆ Λουλοῦκα, νὰ ζητήσῃ
μιὰ μαργαρίτα κάτασπρη καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσῃ,
ἂν ἆρά γε τὸ πλοῖόν μας στὴ Βενετιὰ θὰ φθάσῃ,
ἢ ἂν θὰ μείνῃ διαρκῶς ἐν ἀνοικτῇ θαλάσσῃ·
διότι, ὅπως ἔμαθον ἀπ’ τὸν Καρακατσάνη,
μᾶς συχνοσπάζουν οἱ αὐλοὶ ποῦ εἶναι στὸ καζάνι…
— Πῶς! στὸ καζάνι ἡ Αὐλή; ἀνέκραξα, μ’ ἐκπλήττεις!
ἀλλ’ ἡ Αὐλὴ εὑρίσκεται ἐντὸς τῆς «Ἀμφιτρίτης»…
Ἀργότερον ἐμάνθανον διὰ πολλῶν ἀγώνων,
πῶς οἱ αὐλοὶ τοῦ πλοίου μας ἦσαν σωλῆνες μόνον,
οἵτινες σπάζουν κἄποτε στοῦ ταξειδιοῦ τὴ μέση,
καὶ τότε μένουν τὰ «Ψαρρᾶ» στὴν ἴδια πάντα θέσι!..
Ἐν τούτοις μόλις ἤκουσα τὴν βλάβην τῶν λεβήτων,
κ’ ὑπέθεσα πῶς κίνδυνος στὸ πλήρωμά μας ἦτον,
ἀμέσως παρεκάλεσα ἐκ τῶν ναυτῶν μας ἕνα,
νὰ φέρῃ μὲ τὸν πλοίαρχον, πρὸς τοὺς αὐλοὺς καὶ ’μένα!
Μετὰ μικρὸν εὑρέθημεν στοῦ πλοίου τὸ κατώϊ,
σπρωχνόμενοι καὶ σπρώχνοντες, πλὴν ἀβλαβεῖς καὶ σῶοι...

Καὶ τότε ποῖον θέαμα παρίστατο ἐμπρὸς μου!
Δάντη, σὺ τὴν δύναμιν νὰ περιγράψω δός μου…
Δώδεκα φοῦρνοι στὴ γραμμὴ κυκλωτερεῖς τὸ σχῆμα,
ἦτο καθένας πύρινον καὶ φλογοκαῖον μνῆμα,
ἐκ τοῦ ὁποίου ἔβγαινε καπνός, φωτιὰ καὶ λαύρα!…
Οἱ ναῦται, ὡς φαντάσματα, περιεπάτουν μαῦρα…
Ἀπ’ τὰ καζάνια σταῖς φωτιαῖς νερὰ ποτάμια τρέχουν,
καὶ οἱ αὐλοὶ ἐκρήγνυνται, διότι δὲν ἀντέχουν!!
Ἀλλὰ τοὺς τρύπιους μας αὐλοὺς βουλόνουν ναῦται πάλιν,
ἡ μηχανὴ βροντοκτυπᾷ μὲ δύναμιν μεγάλην,
κἄτι καθένας των ζητεῖ νὰ δώσῃ καὶ νὰ πάρῃ,
ἕνας στουπί, ἄλλος σφυρὶ καὶ τρίτος ἄλλος φτιάρι…
ἀκούεται ἀπὸ ψηλὰ κατερχομένων κρότος,
εἰς τὸ ναυτοκατέβασμα γλυστρᾷ ὁ καμαρῶτος,
ὁρμῶ κ’ ἐγὼ λίγο νερὸ νὰ χύσω στὸ καζάνι.
ἀλλὰ ἡ Φλὸξ—ἕνα σκυλὶ—ἀπ’ τὸ παλτὸ μὲ πιάνει…
— Ὄξω, φωνάζω, τὰ σκυλιά, ἐν μέσῳ τῶν κινδύνων,
ἐν μέσῳ ὕδατος, φλογῶν καὶ τρυπητῶν σωλήνων·
καὶ διώχνοντας τὸν μὲν ἐδῶ καὶ σπρώχνοντας τὸν ἄλλον
ἀνῆλθον στὸ κατάστρωμα τὸν ἐθνικόν μας ψάλλων!…



Μαΐου 22


Μὲ τὸν λαμπρό μου πλοίαρχο στεναὶς φιλίαις πιάνω
κι’ ὅτ’ εἶναι φίλος σας στενὸς μετὰ χαρᾶς μανθάνω·
σᾶς εἶδε, σᾶς ἐγνώρισε, σᾶς ἐκτιμᾷ ἐπίσης…
Ἀλλὰ pardon, ἐφθάσαμε κατέναντι τῆς Λύσσης
καὶ πρὸς στιγμὴν στεκόμεθα νὰ κάνωμε σινιάλα:
Κ’ ἰδοὺ ἐγὼ τὰ ἐξηγῶ ἀπ’ τῶν «Ψαρρῶν» τὴ σάλα·
κόκκινο, ἄσπρο καὶ μαβὶ μὲ κίτρινο σειρῆτι:
«παρακαλῶ σας εἴδατε καθόλου Ἀμφιτρίτη;»

ἄσπρο, γαλάζο, ἀχερὶ μὲ βισυνὶ ἀστέρι:
«Ἐπέρασε ἀπ’ τῇς ἑπτὰ μετὰ τὸ μεσημέρι.»
ἄσπρο καὶ μαῦρο καὶ μαβὶ «μετὰ ἢ πρὸ μᾶς λέτε;»
μαῦρο καὶ ἄσπρο ἤγουν «πρὸ» — γαλάζιο «νὰ μᾶς κλαῖτε!»
διότι μᾶς ἐπέρασε ὀκτὼ καὶ πλέον ὥραις
κι’ ἀκολουθοῦμε Βασιλειά! o tempora o mores!!
Καὶ φαντασθῆτε νἄχωμε ἀντίθετο ἀέρα!
καὶ φαντασθῆτε οἱ αὐλοὶ νὰ σπάζουν νύχτα μέρα!
καὶ φαντασθῆτ’ ἡ θάλασσα ὀλίγο ν’ ἀγριεύῃ!
καὶ φαντασθῆτε τῶν «Ψαρρῶν» τὸ σκάφος νὰ χορεύῃ!
καὶ νὰ βρισκώμεθα μακρὰν ἀκόμη κι’ ἀπ’ τὸ Φιοῦμε!!..
Μὲ συγχωρεῖτε μιὰ στιγμή, διότι ἐνοχλοῦμαι
νὰ γράψω περισσότερα, Κυρία, μὴ ζητῆτε…
μὴ ἐρωτᾶτε τὸ γιατί… μὴ μὲ στενοχωρῆτε…
ὅταν θὰ φθάσω, σὺν θεῶ, στὴ νύμφη τοῦ Ἀδρία
ἐκεῖθεν ἐξακολουθῶ τὴ στιχοφλυαρία,
γράφω τινὰ γιὰ τὰ «Ψαρρᾶ», πολλὰ γιὰ τὸν Ὀθέλλο,
πρὸς τὸ παρὸν ἀφῆστέ με… τὸν καμαρῶτο θέλω!…

Δ. Κόκκος