Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1890/Αι κυρίαι εις τα εμπορικά

Ἐτήσιον Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1890
Συγγραφέας:
Αἱ κυρίαι εἰς τὰ ἐμπορικά


ΑΙ ΚΥΡΙΑΙ ΕΙΣ ΤΑ ΕΜΠΟΡΙΚΑ
[ἀθηναϊκὴ εἰκὼν]

ΥΠΗΡΞΕΝ ἐποχὴ ἄλλοτε, ἡμιαγρία καὶ βάρβαρος ἀληθῶς, καθ’ ἣν ἡ γυνή, τὸ θελκτικώτερον δηλαδὴ ἀριστοτέχνημα τῆς δημιουργίας κατὰ τὴν ὁμολογίαν τῶν ποιητῶν, ἀντὶ νὰ τελειοποιῇ πρὸ τοῦ κατόπτρου τὴν τέχνην τοῦ ἀρέσκειν διὰ τῆς χάριτος καὶ τῶν πολυδαπάνων κόσμων, τοὐναντίον ἠσχολεῖτο ἀποκλειστικῶς εἰς τὴν ἀνατροφὴν τῶν τέκνων, τὴν ἐπιμέλειαν τοῦ οἴκου καὶ τοιαύτας ἄλλας χυδαίας καὶ ταπεινὰς ἀσχολίας. Καὶ τὸ νόστιμον ὅτι ὁ ἀνὴρ πάλιν ἀντὶ νὰ εὐλαβῆται τὰ νεῦρα καὶ τὰς ποιητικὰς φαντασιοπληξίας τῆς γυναικός, ὡς οἱ εἰδωλολάτραι τὰ ξόανά των, ἠξίου νὰ εἶνε αὐτὸς ὁ μόνος καὶ πραγματικὸς κύριος τῶν τέκνων του, τοῦ χρήματος του, τοῦ οἴκου καὶ τοῦ μετώπου του.

Οἵα ἠλιθιότης!

Ἐννοεῖται ὅτι τοιαύτη ὀπισθοδρομικὴ σκαιότης οἰκογενειακῶν ἕξεων οὔτε ποίησιν εἶχεν, οὔτε ῥωμαντισμόν, οὔτε θελκτικὰ σκάνδαλα, οὔτε συγκινήσεις, οὐδ’ ἀφορμὰς ἔδιδε πρὸς μονομαχίας καὶ αὐτοκτονίας καὶ ἄλλα ἐπεισόδια ἐξ ἐκείνων, τὰ ὁποῖα καθιστῶσι μυθιστορικὸν τὸν βίον, πλήρη ποικιλίας καὶ μυστηρίου. Καὶ οἱ σχολαστικοὶ σύζυγοι, ὧν ἡ ζωὴ ἐκανονίζετο μονότονος, ὡς μηχανὴ ὡρολογίου, οὐδὲν ἄλλο εἶχον νὰ ἐπιδείξωσιν εἰμή, τὸ πολὺ πολύ, τέκνα ἐνάρετα εἰς τὴν πατρίδα, ἐπὶ ζημίᾳ ὅμως τῆς ἐγχωρίου φιλολογίας, διότι ὑπὸ τοιούτους ὅρους πεζότητος πῶς ν’ ἀναπτυχθῇ, πρὸς Θεοῦ, τὸ δρᾶμα καὶ ἡ μυθιστοριογραφία!

Εὐτυχῶς ὁ νεώτερος πολιτισμὸς μοχθεῖ νὰ διαλύσῃ αὐτὰς τὰς ἀνοήτους προλήψεις, νὰ καταργήσῃ τὴν πατριαρχικὴν ἱεραρχίαν τοῦ οἴκου καὶ νὰ χειραφετήσῃ τὴν γυναῖκα.

Βεβαίως ἡ πρόοδος δὲν ἐγενικεύθη ἀκόμη. Ὑπάρχουν κακῇ μοίρᾳ ἀρκεταὶ οἰκογένειαι, ἔχουσαι τὴν μωρίαν νὰ μένωσι προςκεκολλημέναι, ὡς ὀστρακόδερμα, εἰς τὰ πάτρια. Ἀλλ’ ἀρχὴ τὸ ἥμισυ παντός. Ἡ γυνὴ τῆς προόδου σήμερον οὐ μόνον δὲν ὑπέχει λόγον, ἀλλὰ τοὐναντίον κέκτηται καὶ τὸ ἀπαράγραπτον δικαίωμα τοῦ ξυλοκοπεῖν κἄποτε τὸν σύζυγον, παρεμβαίνοντα αὐθαδῶς εἰς τὰ ἰδιαίτερά της καὶ παραβιάζοντα τὸν σιδηροῦφραγμὸν τῶν οἰκογενειακῶν της ἀπορρήτων. Πλὴν τούτου
Α′. Τί κάμνει ὁ μικρὸς Νῖκος ὅταν ἡ Κυρία διημερεύῃ εἰς τὰ ἐμπορικά.
δικαιοῦται νὰ ἐξέρχηται τοῦ οἴκου καθ’ ἃς ὥρας ἐπιστρέφει ὁ σύζυγος· νὰ διανυκτερεύῃ εἰς τοὺς χορούς, ὅταν οὗτος μένῃ καθηλωμένος ἐπὶ τῆς κλίνης ἐκ ποδάγρας ἢ πονοκεφάλου· νὰ παραπέμπῃ τὰ τέκνα της εἰς τὴν παραμάναν καὶ τοὺς δανειστάς της εἰς ἐκεῖνον· νὰ κανονίζῃ κατὰ τὴν ἰδίαν της καλαισθησίαν τὰς σχέσεις… τοῦ συζύγου της, καί, ὅταν οὗτος τρέχῃ ἐπὶ τὰ ἴχνη τοῦ ἐπιουσίου ἄρτου, αὐτὴ νὰ τρέχῃ ἐπὶ τὰ ἴχνη τῶν ἐξ Εὐρώπης νεωτερισμῶν διημερεύουσα εἰς τὰ ἐμπορικὰ τῆς ὁδοῦ Ἑρμοῦ.

Ἕκαστος δηλαδὴ εἰς τὴν θέσιν του καὶ εἰς τὸν σκοπόν, δι’ ὃν ἐτάχθη ὑπὸ τῆς φύσεως. Οἱ μύρμηκες ἕρπουν χαμαὶ ἐργαζόμενοι καὶ ἀποταμιεύοντες αἱ χρυσαλλίδες ἐπλάσθησαν διὰ νὰ πετῶσιν ἀμέριμνοι ἀπὸ ἄνθους εἰς ἄνθος. Ἂν ὁ λιναρόσπορος χρησιμεύῃ διὰ τὰ καταπλάσματα καὶ οἱ ἄνδρες διὰ τὴν ἐργασίαν, βεβαίως τὰ ῥόδα ἐδημιουργήθησαν διὰ νὰ ἀποπνέουν εὐωδίαν καὶ αἱ γυναῖκες διὰ νὰ θέλγουν. Παίζετε μὲ τὰς ἰδιοτροπίας τῆς φύσεως; Καὶ εἶνε μὲν ἀληθὲς ὅτι μερικοὶ σχολαστικοὶ νομίζωσιν ὅτι τὰ ῥόδα προωρίσθησκν μόνον διὰ τὸ τριανταφυλλύξειδο. Ἀλλ’ ὁ ἀνεπτυγμένος κόσμος ὀφείλει νὰ ταξινομῇ προςηκόντως ὅλα τὰ πράγματα, τὰ ἄνθη, τὰ ἔντομα καὶ τὰς γυναῖκας.

Ἔπειτα πᾶσα ἐπίσκεψις εἰς τὰ ἐμπορικὰ ἔχει ἀναντιρρήτως τόσας συγκινήσεις καὶ θέλγητρα καὶ φιλόδοξα ὄνειρα καὶ κατακτητικὰ σχέδια διὰ κάθε κυρίαν ὅπως πρέπει, ὥςτε θὰ ἦτο γελοῖον, νὴ τὴν Ἄρτεμιν, νὰ κατακλείηται ἐν τῷ οἴκῳ ἐπιβλέπουσα τὴν ὑπηρέτριαν μὴ τῇ κλέπτῃ τὸ βούτυρον καὶ τὴν ζάκχαριν, ἢ τὸν μικρόν της Νῖκον ἀτακτοῦντα, ἐνῷ δύναται ἀξιόλογα νὰ ἀναπτύσσῃ τὴν αἴσθησιν τοῦ καλοῦ, τὰ δάνεια τοῦ συζύγου της ἢ τὰς τελωνιακὰς προςόδους τοῦ Κράτους ἐρευνῶσα ἀπὸ πρωΐας μέχρι ἑσπέρας τῇς βιτρίνιαις καὶ τῇς μόστραις ὅλων τῶν ἐμπορικῶν, αἱ ὁποῖαι μαζῆ μὲ τὰ πολυδαίδαλα γαργαλιστικά των ἀθύρματα περικλείουν καὶ τὴν μυστικήν, τὴν μαγικὴν κλεῖδα τόσων καὶ τόσων ὀνειροπολευμένων ἀπολαύσεων.... Ἀφίνω ὅτι συντελεῖ καὶ εἰς ἐνίσχυσιν τοῦ ἐμπορίου τὸ ὁποῖον μάλιστα ἀναξιοπαθεῖ ἀπό τινος ἕνεκα τοῦ κρητικοῦ ζητήματος καὶ τῆς ἀναγκαστικῆς κυκλοφορίας.

Εὐτυχῶς αἱ κυρίαι ὅπου ἀκολουθοῦσι τὸ ῥεῦμα τῆς προόδου κατενόησαν ὅλους αὐτοὺς τοὺς σοβαροὺς λόγους καὶ δι’ αὐτὸ ἐπισκήπτων ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Ἑρμοῦ ἀθρόαι καθ’ ὁμάδας, ἢ κατ’ ἀνθοδέσμας ἐπὶ τὸ ποιητικώτερον, περισυλλέγουσαι ὡς αἱ χρυσαλλίδες ἀπὸ ἐμπορικοῦ εἰς ἐμπορικὸν ὅ,τι ὡραῖον ἐπινοεῖ ἡ καλαισθησία καὶ ὁ πολιτισμὸς τῶν Εὐρωπαίων commissionnaires εἰς οὓς ὀφείλει ἀΐδιον εὐγνωμοσύνην ἡ νεωτέρα γενεὰ καὶ ἡ τελωνιακὴ ὑπηρεσία....

Δι’ αὐτὰς ἡ ἐπίσκεψις εἰς τὰ ἐμπορικὰ ἀπασχολεῖ, καὶ ὀφείλει ν’ ἀπασχολῇ, τὸν καιρόν των, τὴν φαντασίαν των, τοὺς ἐμποροϋπαλλήλους, τὰς κακὰς γλώσσας καὶ τὰ βαλάντια τῶν συζύγων. Καὶ δι’ αὐτὸ ἀποφασίζεται μίαν ἢ δύο ἡμέρας πρίν.

— Πᾶμε αὔριον εἰς τὰ ἐμπορικά;

— Πᾶμε ἂν καὶ χθὲς εἴμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν.

— Δὲν ἔχεις νὰ ψωνίσῃς τίποτε;

— Ἂν εὕρω τίποτε τοῦ γούστου μου κἄτι ἠμπορῶ νὰ ψωνίσω.

— Ὤχ! ἀδελφή, μήπως εἶσαι ὑποχρεωμένη νὰ ἀγοράσῃς; Πᾶμε νὰ ξεσκάσωμε καὶ λίγο διότι σήμερα δὲν ἐβγῆκα διόλου ἀπὸ τὸ σπῆτι καὶ ἔπληξα!…

Καὶ οὕτω προεξοφλεῖται ἡ αὔριον. Ἡ κυρία, ἡ μεγαλειτέρα της κόρη, ἡ ἐξαδέλφη της, ἡ φίλη τῆς ἀνδραδέλφης της, ἡ γειτόνισσα καὶ δὲν ἠξεύρω ποία ἄλλη ἀκόμη, στρατολογοῦνται ἀφ’ ἑσπέρας, ἀνταλλάσσουν μηνύματα καὶ γραπτὰς συνεννοήσεις,


Τί κάμνει ἡ μικρὰ κόρη μὲ τὸν νεαρόν της γείτονα ὅταν ἡ μαμά της λείπῃ εἰς τὰ ἐμπορικά.

καὶ τὴν ἑπομένην ὄρθρου βαθέος ξεκινοῦν σὺν Θεῷ διὰ τὰ ἐμπορικά!

Καὶ δὲν εἶνε μόνον ζήτημα καλαισθησίας ἡ ἐκστρατεία των αὕτη· ὑπάρχουσιν καὶ ἄλλοι λόγοι ἐπίσης σπουδαῖοι. Ἡ κυρία ἐλπίζει νὰ συναντήσῃ τόσας ἄλλας φίλας μὲ τὰς ὁποίας ἔχουν νὰ εἴπουν τόσα καὶ τόσα. Ἡ κόρη της ἠμπορεῖ νὰ ἀγοράσῃ ὀλίγον ῥούς, ἀλλ’ εἰμπορεῖ πιθανώτερον καὶ νὰ συναντήσῃ καθ’ ὁδὸν τὸν κομψὸν ἐκεῖνον ἀνθυπολοχαγόν, ὅςτις τῇ ἐψιθύρισε τόσα γλυκὰ λόγια ὅταν ἐχόρευον τὸ βὰλς εἰς τὸν παρελθόντα χορόν. Ἡ ἄλλη ἔχει ἀπόλυτον ἀνάγκην νὰ περάσῃ ἐν τῷ μεταξὺ ἀπὸ κἄποιον μέρος, ἐνῷ ἡ ἀνδραδέλφη της ἔχει δώσει
Τί γίνεται εἰς τὸ μαγειρεῖον τῆς Μαρίας ὅταν ἡ κυρία τρέχῃ εἰς τὰ ἐμπορικά.
ἐνδιαφέρουσαν συνέντευξιν εἰς τὸ δεῖνα ἐμπορικὸν τὴν δεῖνα ὥραν.

Ἀλλ’ ἐνῷ ἡ κυρία μετὰ τῆς πρωτοτόκου θυγατρὸς καὶ τοῦ λοιποῦ ἐπιτελείου καταγίνονται νὰ ἐπισκεφθῶσιν ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ ἐμπορικὰ τῆς ὁδοῦ Ἑρμοῦ, ἐν τῷ οἴκῳ διαδραματίζονται ἄλλαι σκηναί, ἃς οὐδὲ μαντεύει κἂν ἡ ἄκακος καὶ πλήρης τριχάπτων καὶ μεταξωτῶν φαντασία αὐτῆς.

Ἐσήμανεν ἤδη ἡ δωδεκάτη.

Ὁ σύζυγος μεταβαίνει οἴκαδε ἀσθμαίνων ἐκ τοῦ καμάτου, διὰ νὰ προγευματίσῃ καὶ ν’ ἀναπαυθῇ ὀλίγον, ἀλλ’ εὑρίσκει τὸν εἶπεν ἔρημον καὶ πάλιν.

Ἡ Μαρία λείπει ἐκ τοῦ μαγειρείου ἀπὸ δύω ὡρῶν, διότι συνδιαλέγεται μετὰ τοῦ ἐπιδραμόντος ἐξαδέλφου της ἐπάνω εἰς τὸ μικρὸν δωμάτιον τῆς ὀροφῆς.

Ὁ μικρὸς ἑπταετὴς Νῖκος, διαφυγὼν πᾶσαν ἐπίβλεψιν ἐξώρμησεν ἀπὸ πρωΐας εἰς τὰς ὀδοὺς παρακολουθήσας ἐν τοῖς παιγνίοις δύο - τρεῖς ῥακοβλήτους ἁγυιόπαιδας τῆς αὐτῆς ἢ μεγαλειτέρας ἡλικίας μεθ’ ὧν λιθοβολεῖ τοὺς διαβάτας, προςκολλᾶται
Δ′. Πῶς μορφοῦται ὁ μικρός της Νῖκος ὅταν ἡ μαμά του ἀπουσιάζῃ καθ’ ἑκάστην εἰς τὰ ἐμπορικά.
ἀναρριχώμενος ἐπὶ τῶν νώτων των διερχομένων ἁμαξῶν, ὑπεξαιρεῖ τὰ μῆλα τοῦ πλανοδίου ὀπωροπώλου καὶ ἀναστατώνει ὁλόκληρον τὴν συνοικίαν.

Ἡ μικροτέρα κόρη δεκαπενταέτις ἀπόφοιτος τοῦ Ἀρσακείου, πλήξασα ἐκ τῆς μονώσεως μεταβαίνει ἀντικρὺ εἰς τῆς γειτονίσσης τῆς ὁποίας ἄλλως τε ὁ υἱός, πρωτοετὴς τοῦ Πανεπιστημίου, εἶνε τόσον ἐράσμιος καὶ κομψός.

Ἐπὶ τέλους ἡ Μαρία ἀνευρίσκεται μετὰ πολλὰς ἐρεύνας ἀλλ’ οὐδεμίαν πληροφορίαν περὶ τῶν φυγάδων εἶνε εἰς θέσιν νὰ δώσῃ εἰς τὸν ἐρωτῶντα σύζυγον ὑψοῦσα τοὺς ὤμους καὶ ἀνασπῶσα τὰς ὀφρεῖς.

Καὶ ὁ ἀπορφανισθεὶς σύζυγος νυττόμενες ἐκ τῆς πείνης καταφεύγει εἰς τὸ προςτυχὸν ξενοδοχεῖον, ὅπου ἀντὶ δύω δραχμῶν ἐπὶ πλέον τοῦ ἡμερησίου προϋπολογισμοῦ ἐξασφαλίζει τὸ πρόγευμά του καὶ… ἀρκετὰς γαστρικὰς ἐνοχλήσεις.

Ἐν τούτοις ἡ ἀνὰ τὰς ὀδοὺς Ἑρμοῦ κατακτητικὴ ἐκστρατεία τῶν κυριῶν δὲν ἔληξεν εἰςέτι. Κἄπου κατέφυγον τὴν μεσημβρίαν, ἐπρογευμάτισαν ἐκ τοῦ προχείρου διὰ νὰ ἐπαναλάβουν μετ’ ὀλίγον τὴν συνέχειαν.

Ἔπειτα δὲν εἶχον μόνον νὰ περιεργασθῶσιν ὅλα τὰ ἐσχάτως κομισθέντα εἴδη τῶν νεωτερισμῶν περὶ ὧν ἀνίχνευσαν τὴν τελευταίαν στήλην τῶν ἐφημερίδων. Συνέπεσε νὰ συναντήσωσι καθ’ ὁδὸν ἢ ἐντὸς τῶν καταστημάτων τόσας γνωρίμους καὶ ἔπρεπε νὰ ἀνακοινώσωσιν ἀλλήλαις τόσα καὶ τόσα νέα περὶ τοῦ συνοικεσίου τῆς δεῖνα, τῶν ἐρώτων τῆς ἄλλης ἢ τῶν τρυφερῶν παρεκτροπῶν ἐκείνης, νὰ καταστρώσουν ἐν ἄλλαις λέξεσι μίαν ἀκόμη φορὰν τὰ κατάστιχα τὰ ὁποῖα ἑκάστη κυρία ἀνεπτυγμένη κρατεῖ διὰ τὰς ἄλλας ἐν θαυμαστῇ ἀληθῶς λεπτομερείᾳ καὶ ἀναλυτικότητι.

Καὶ οὕτω πως, ἀνεπαισθήτως χωρὶς νὰ τὸ ἐννοήσουν σχεδόν, παρῆλθεν ἡ ὥρα. Ἐπὶ τέλους καὶ κἄτι ἠγόρασαν, μικρὰ πράγματα ἀξίας μόλις 30 — 40 δραχμῶν, τὰ ὁποῖα παρηγγέλθη ὁ μικρὸς ὑπηρέτης τοῦ καταστήματος νὰ φέρῃ τὸ ἑσπέρας εἰς τὸν οἶκον μετὰ τοῦ λογαριασμοῦ.

Καὶ πρὶν ἐπανακάμψουν οἴκαδε ἐθεώρησαν καλὸν νὰ κάμουν ἕνα δύο γύρους εἰς τὴν ὁδὸν Σταδίου, διότι ἦτο ἡ ὥρα τοῦ περιπάτου.

Ὁ σύζυγος ἐπανέρχεται τὸ ἑσπέρας βλασφημῶν καὶ πυρέσσων. Ἡ αὐτὴ καὶ πάλιν ἐρημία ἐν τῷ οἴκῳ.

Μετὰ μικρὸν κρούεται ἡ θύρα. Δόξα τῷ Θεῷ! ἐπέστρεψαν τέλος πάντων! Καὶ ὅμως…

Δὲν ἦσαν ἐκεῖναι. Ἦτο ὁ ὑπηρέτης τοῦ καταστήματος, κομίζων τὸ δέμα καὶ τὸν λογαριασμὸν εἰς τὸν ἐπὶ τοῦ κατωφλίου ἐμφανισθέντα σύζυγον, ὅςτις μένει ὡςεὶ ἀπολιθωθεὶς μὲ ἐσταυρωμένας τὰς χεῖρας καὶ χαῖνον τὸ στόμα.

Ἐν τῷ μεταξὺ καταφθάνει καὶ ἡ κυρία μετὰ τῆς πρεσβυτέρας θυγατρός της. Εἶνε κατάκοποι καὶ νήστεις σχεδόν. Ἔχουν ἀνάγκην φαγητοῦ καὶ ὀλίγης ἡσυχίας.

Ἀλλ’ ἡ Μαρία, ἡ ἀπρόσεκτος, ἀφῆκε τὸ φαγητὸν καὶ ἐχάλασε, διότι κατεζήτει μετὰ τοῦ ἐξαδέλφου της τὸν λωποδύτην ὅςτις ὑπεξῄρεσε πρὸ μικροῦ τὰς ὄρνιθας ἐκ τῆς αὐλῆς καὶ μερικὰ σκεύη ἐκ τοῦ μαγειρείου…

Ἡ νεωτέρα κόρη ἐπανέρχεται μελαγχολικὴ καὶ σύννους παρακαλοῦσα τὸν ἀδελφὸν της νὰ τῇ προμηθεύσῃ τὰ «Ἀπόκρυφα τῶν Παρισίων» καὶ τὸν «Βοκκάκιον», περὶ ὧν τῇ εἶχε λαλήσει ὁ εὐαίσθητος φοιτητής, ὁ υἱὸς τῆς γειτονίσσης.

Καὶ πρὸς συμπλήρωσιν τῆς εἰκόνος δύο γείτονες μεταφέρουν ἐπὶ τῶν χειρῶν τὸν ἄτακτον Νῖκον ἀπολοφυρόμενον, μεμωλωπισμένον, καταβορβορωμένον, διότι ἅμαξά τις τὸν εἶχε κατακυλίσει χαμαὶ καὶ ὀλίγου δεῖν συνέτριψε τοὺς πόδας του....

Καί……

Πρέπει νὰ ᾖνε τις πολὺ ἠλίθιος ἢ ἀπειρόκαλος διὰ νὰ ἀρνηθῇ ὅτι αἱ ἀνωτέρω σκηναὶ δὲν ἔχουν πλοκήν, δραματικότητα, ποίησιν, συγκινήσεις, ῥωμαντικότητα, ἀξίαν τῆς γραφίδος τοῦ Δωδέ, ποικίλλουσαι τὴν μονοτονίαν τοῦ οἰκογενειακοῦ βίου εἰς ἣν μένουσιν ἀτυχῶς καταδεδικασμέναι πλεῖσται ἀκόμη ἀπλοϊκαὶ οἰκογένειαι, σηπόμεναι ἐν τῇ ἀδιαταράκτῳ οἰκιακῇ των γαλήνῃ, ὡς τὰ λιμνάζοντα ὕδατα, μεριμνῶσαι μόνον περὶ τοῦ ἄρτου, τῆς ἠθικῆς καὶ τῆς ἡσυχίας των καὶ κοιμώμεναι, ὡς αἱ ὄρνιθες, ἀπὸ τῆς ὀγδόης ἑσπερινῆς ὥρας!…

Ἀθήνησι

Κωνστ. Φ. Σκόκος