Έμμετρος προσφώνησις προς τον ανδριάντα του ναυάρχου Ανδρέου Μιαούλη

Ἔμμετρος προσφώνησις πρὸς τὸν ἀνδριάντα τοῦ ναυάρχου Ἀνδρέου Μιαούλη
Συγγραφέας:
Δημοσιεύθηκε στο Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1890 του Κωνσταντίνου Σκόκου


ΕΜΜΕΤΡΟΣ ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΙΣ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΝΔΡΙΑΝΤΑ ΤΟΥ ΝΑΥΑΡΧΟΥ
ΑΝΔΡΕΟΥ ΜΙΑΟΥΛΗ
ΚΑΤΑ ΤΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΗΡΙΑ ΑΥΤΟΥ
ΤΕΛΕΣΘΕΝΤΑ ΕΝ ΕΡΜΟΥΠΟΛΕΙ
ΠΑΡΟΥΣΙᾼ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ
Τῌ 23 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1889

ΚΑΤῺ τὸν πέπλον ρίξετε κι’ ὁ ναύαρχος προσμένει
τὴ γαλανή του θάλασσα νὰ τήνε χαιρετίσῃ.
Ἑξῆντα χρόνια ’πέρασαν ποῦ εἶναι χωρισμένοι
κ’ ἔχει πολλὰ νὰ τῆς εἰπῇ, πολλὰ νὰ τὴ ῥωτήσῃ.

Γιατὶ δὲν εἶναι μάρμαρο αὐτὸ ποῦ τὴν κυττάζει·
ὅποιος ’ς τὴν ἅγια τὴ στιγμὴ ποῦ μᾶς περικυκλόνει
δὲν βλέπει τὸ μυστήρια καὶ δὲν ἀνατριχιάζει,
αὐτὸς εἶν’ ἀπὸ μάρμαρο, αὐτὸς εἶν’ ἀπὸ χιόνι!

Γιατί ’ς τὰ πίσω, Ναύαρχε, ὁ λογισμὸς γυρίζει
ἀφ’ τὴ στιγμὴ ποῦ ἀντίκρυσε τὸ βλέμμα σου τὸ κῦμα;
ποιὸ βογκητὸ παράξενο τριγύρω μου βοΰζει;
γιατί ’σκοτείνιασε παντοῦ κ’ ἔγειν’ ὁ κόσμος μνῆμα;

Γιατί τὸ μισοφέγγαρο αἱματωμένο ἐφάνη
κ’ ἐπάνω ’ς τὴν πατρίδα μας, τὴν ἁλυσοδεμένη,
’σἀν μαύρη ἀράχνῃ ἡ Τουρκιὰ τὸ αἷμα της βυζάνει
κ’ ἐκείνη στρέφει ’ςτὸ Θεὸ ’ματιὰ μισοσβυσμένη;


Ἄχαρα χρόνια τῆς σκλαβιᾶς, ποῦ σκοτεινὰ περνᾶτε
μὲ Μάη δίχως ἄνοιξι, μὲ ῥόδα ’ματωμένα,
ποῦ βλέπ’ ἡ μάνα τὴ μορφιὰ τῆς κόρης καὶ φοβᾶται,
ποῦ ψάλλουν τὴν Ἀνάστασι μὲ μάτια δακρυσμένα,

Δὲν εἶσθε σεῖς γι’ αὐτὴ τὴ γῆ· δὲν ’διάλεξ’ ὁ Θεός της
τὸν πιὸ γαλάζιο τ’ οὐρανὸ γιὰ νὰ τὴν ἀγκαλιάσῃ,
τὸν πιὸ χρυσό του ἥλιο νὰ γίνῃ ἥλιός της,
γιὰ νἄλθῃ τούρκικη σκλαβιὰ νὰ τοῦ τήνε χαλάσῃ.

Καὶ νά! τὰ σκότη ἀστραπὴ σχίζει βαθειὰ τὰ μαῦρα,
Χριστὸς Ἀνέστη! ’βρόντησε ἀφ’ τὸ βοριᾶ καὶ φθάνει…
Σηκόνεται ὁ Γερμανὸς ἀφ’ τὴν Ἁγία Λαύρα…
αἷμα βαφτίζει ἱερὸ τὸ μαῦρο Δραγατσάνι…

Φωτιὰ παντοῦ! Τί γίγαντες ταῖς φλόγαις διασκελοῦνε!
Γιὰ ’δὲς τὸ Γέρο τοῦ Μωριᾶ μὲ τὸ Μαυρομιχάλη
’σὰν τὸν Ταΰγετο ’ψηλοί τὸν Τοῦρκο πολεμοῦνε!…
καὶ ξεκινᾷ ἡ ’Λευθεριὰ γιὰ τὴν Ἑλλάδα πάλι.

Κ’ ἐκεῖ ποῦ πρὶν δὲν ἤκουες παρὰ τὴν ἁλυσίδα,
ἐκεῖ ποῦ πρὶν δὲν ἔβλεπες παρὰ πηκτὸ σκοτάδι,
τώρα φωτίζ’ ἡ Λευθεριά, χαμογελᾷ ἡ Ἐλπίδα
κι’ ἀνθίζει τὸ τριαντάφυλλο ’ςτὸ πράσινο λειβάδι.

Πετᾶ ἡ Δόξα ὁλόχαρη ’ς Ἀνατολὴ καὶ Δύσι:
’ςτὴν Ἀλαμάνα, ’ςτ Ἄγραφα, μές ’ςτῆς Γραβιᾶς τὸ χάνι,
’ςτὴ φλόγα τοῦ Μεσολογγιοῦ, πετᾷ ’ςτὸ Καρπενῆσι…
ποῦ νὰ προφθάσῃ! ἀπέκαμε· δὲν ἔχει πιὸ στεφάνι!

Κ’ ἡ θάλασσα! ἡ θάλασσα μὲ τὸ γαλάζιο ’μάτι
εἶδε τὴ δόξα τῆς στεριᾶς κ’ ἐζήλεψ’ ἡ καρδιά της.
Ῥίχνει φωνὴ ’περήφανη, παλληκαριὰ γεμάτη,
καὶ κράζει γύρω ἀφ’ τὰ νησιὰ τ’ ἀθάνατα παιδιά της


Πέτα, τῆς Ὕδρας κολοσσέ, μὲ τὸ πανὶ γεμάτο!
θαλασσοπούλια τῶν Ψαρῶν, Σπετσιώταις ’ξακουσμένοι!
Γιὰ ’δέτε πῶς δασώθηκε τὸ πέλαγο ’κεῖ κάτω
ἀπὸ φεργάδες τούρκικαις· πετᾶχτε! σᾶς προσμένει.

Κι’ ὅταν ’σὰν κύκνους ’ςτὰ νερὰ σᾶς εἶδε νὰ πετᾶτε
μὲ τὴ σημαία τοῦ σταυροῦ καὶ μὲ τὴ λεβεντιά σας
καὶ τῆς Τουρκιᾶς τὰ δίκροτα θεριὰ νὰ κυνηγᾶτε,
ὁ κόσμος σᾶς καμάρωσε, ἐδάκρυσε μπροστά σας·

Κ’ εἶπε – Χαρὰ ’ς αὐτὴ τὴ γῆ, τὴν εὔμορφη πατρίδα,
ποῦ ’βύζαξε τέτοια παιδιὰ ἀπὸ τὰ σωθικά της!
Ποτὲ τοῦ σκλάβου νὰ μὴ δῇ τὴ μαύρη ἁλυσίδα!
Χαρά ’ςτον ποῦ θὰ σκοτωθῇ γιὰ τὴν ἐλευθεριά της!

Κ’ ἔγειναν τότε θαύματα. Καράβια ’σὰν θερία,
κρυφὸ καμάρι τῆς Τουρκιᾶς, βουνά θαλασωμένα,
ὅλο φωτιὰ καὶ σίδερο, περφανεμένα πλοῖα,
’μπροστά σου νὰ σκορπίζουνται, νὰ φεύγουν ’ντροπιασμένα!

Δὲν εἶχε ἀκόμα ὁ Καραλῆς τὰ χέρια του ξεπλύνει
ἀπὸ τῆς Χίου τὴ φρικτὴ σφαγὴ, ὁ μακελλάρης!
καὶ μ’ ὅλη τὴ φεργάδα του, τὴν ἄτιμη ἐκείνη,
ἐκδικητὴς τὸν ἔκαψε μιὰ νύκτα ὁ Κανάρης.

Τὸ Μεσολόγγι, ὁ Γέροντας, ἡ Πάτρα, ἡ Μεθώνη,
ἡ Κρήτη, ἡ περήφανη τῆς Μεσογείου κόρη,
ποιὸς βράχος δὲν σοῦ ἀντήχησε τ’ ἀνίκητο κανόνι;
ποιὸ κῦμα δὲν σοῦ ’φίλησε τὴν ἀνδρειωμένη πλώρη;

Ἄχ! τὰ θυμᾶσαι, Ναύαρχε, τὰ ζηλεμένα χρόνια,
ποῦ σοῦ ’χε ἡ θάλασσα λαμπρὴ, κ’ ἦταν ἡ νύκτα, ’μέρα;
ποῦ’ τραγουδοῦσαν ’λευθεριὰ τ’ ἀθάνατα κανόνια
κ’ ἐχόρευαν ᾐ τούρκικαις φεργάδαις ’ςτὸν ἀέρα;


Ἤξιζε ὁ τόσος χαλασμὸς, ἡ λεβεντιὰ ἡ τόση,
ποῦ εἶχε ὅλη τὸ γένος μας αἱματοκυλισμένο,
ἤξιζ’ ὁλόκληρα αὐτὸ νὰ τὸ ἐλευθερώσῃ,
γιατ’ ἦταν, Ναύαρχε, πολὺ τὸ αἷμα τὸ χυμένο!

Κ’ ἐκεῖ ποῦ ἡ θάλασσα φιλεῖ Ἀνατολὴ καὶ Δύσι,
ἐπάνω, ’ςτὴν πρωτεύουσα τοῦ γένους τὴ μεγάλη,
ἔπρεπ’ ἐκεῖ ὁλόχρυσο τὸ ἔθνος νὰ σὲ στήσῃ
κι’ ἄλλη γλυκύτερη φωνὴ ταῖς νίκαις σου νὰ ψάλῃ.

Ἔπρεπε· δὲν ἦταν γραφτὸ… δὲν τό ’θελαν.. ποιὸς ξέρει;
καὶ τὴν Ἑλλάδα, Ναύαρχε, τὴ μιά, τὴν ἑνωμένη,
σὲ δυὸ τὴν ἔκοψ’ ἄσπλαχνο χριστιανικὸ μαχαῖρι,
κ’ ἔμειν’ ἐλεύθερη ἡ μιὰ κ’ ἡ ἄλλη σκλαβωμένη.

Μὰ ἂν ἡ δύστυχη πατρὶς στενάζῃ χωρισμένη,
'εἶν’ ἕνας βρόχος ἱερὸς ’ς τὴ μέση τοῦ Αἰγαίου,
ἄσυλο, ποῦ τὸ ἔκτισε ἐδῶ αἱματωμένη,
ὄχ’ ἡ μισὴ, ὅλ’ ἡ Ἑλλὰς τοῦ Ῥήγα τοῦ Φεραίου.

Εἶναι μικρὸς μὰ ἐλεύθερος, ὦ Ναύαρχε, ὁ βράχος,
’σὰν παρεκκλῆσι ’ςτ’ ὄνειρο τῆς Ἀναστάσεως μας·
καὶ τοῦ ἐταίριαζε αὐτὸς νὰ ἐκλεχθῇ μονάχος
γιὰ νὰ στηθῇ ἐπάνω του ὁ πρῶτος ναύαρχός μας,

Γι’ αὐτὸ ἡ μεγάλη μας πατρὶς, ἡ σκλάβα κ’ ἐλευθέρα,
σ’ ἔστησ’ ἐδῶ ’ςτὴν πόλι της, σεπτὸ προσκύνημά της,
ὡς νἄλθ’ ἡ μυριοπόθητη, ἡ ἁγιασμένη ’μέρα,
νὰ σ’ ἀναστήσῃ πέρα ’κεῖ, ὅπου κτυπᾷ ἡ καρδιά της.

Ὥς τότε θὰ σὲ βλέπωμε ’σὰν πολικὸ ἀστέρι,
θὰ ψάλλωμε ταῖς νίκαις σου κ’ ἐλεύθερη πατρίδα,
καὶ σὺ τὴ νύκτα, ’σὰν φυσᾷ χαρούμενο τ’ ἀγέρι,
στέλλε ’ςτὴ θάλασσα γλυκειὰ παρηγοριὰ κ’ ἐλπίδα·


Γιατ’ ἔχει, Ναύαρχε, πολὺν καιρὸ ποῦ περιμένει
ἕν’ ἀετό ὡσὰν κ’ ἐσὲ ’ςτὸ κῦμα νὰ προβάλῃ.
Ἡ δόξα τὴν ’κακόμαθε καὶ πάντα λυπημένη
μ’ ἕνα πικρὸ παράπονο κτυπιέται ’ςτ’ ἀκρογιάλι.

’Πέ της πῶς ῥίζωσε βαθειὰ ἡ ’λευθεριὰ ἡ νέα
’ςτὴ γῆ ποῦ τὴν ἐπότισαν τὰ αἵματα τοῦ γένους,
κ’ ἔχει ψηλὴ, ’περήφανη κορφὴ, τὸ βασιλέα,
ἄνθος βασίλισσα γλυκειά, βλαστοὺς χαριτωμένους.

Ὤ! θἄλθῃ θἄλθῃ, Ναύαρχε, ἡ μέρα ἡ ἁγία,
ποῦ ὁ πόθος της ἐγέννησε ναυάρχους σὰν κ’ ἐσένα.
Εἶν’ ἡ Ἑλλὰς ἡφαίστειο, κ’ ἐνῷ κοιμᾶται κρύα,
ἔξαφνα σειέται καὶ βροντᾷ κι’ ἀστράφτ’ εἰκοσιένα.

Ποιὸς ξέρει τούτη τὴ στιγμὴ ἐδῶ ποῦ σὲ κυττάζει
ὁ Κωνσταντῖνός μας ἐσὲ τὸν ἥρωα πατέρα,
ποιὰ ἡ καρδιὰ του ἱερὰ ὑπόσχεσι σοῦ τάζει!…
Ὤ! θἄλθῃ, θἄλθῃ, Ναύαρχε, ἡ ἅγια ’κείνη μέρα!

Ἰω. Γ. Φραγκιᾶς