Η κόλασις
Ἡ κόλασις Συγγραφέας: |
Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1887, του Κωνσταντίνου Σκόκου |
Ἤμουν ἄρρωστος, κορμὶ τυραννισμένο
κ’ ἐκοιμήθηκα μὲ χίλια γιατρικὰ,
κ’ εἶδα ὄνειρο πικρὸ, φαρμακεμένο
πῶς ἐπέθανα τὴ νύκτα ξαφνικά.
Ἦλθ’ ὁ διάβολος νὰ πάρῃ τὴν ψυχή μου
καὶ μοῦ ’φώναξε: Σὲ ξέρω ἀπὸ καιρὸ,
ἀκολούθα με ποῦ νἄχῃς τήν εὐχή μου,
μέσ’ ’ςτὴν κόλασι θὰ πᾷς, νὰ σὲ χαρῶ!
Ἐσηκώθηκα χωρὶς νὰ τοῦ μιλήσω,
αὐτὸς ἔτρεχεν ἐμπρός μου χωριστὰ
κ’ ἐγὼ ἄλαλος ἐπήγαιν’ ἀπὸ πίσω,
ὡς ποὺ φθάσαμε ’ςτὴν κόλασι μπροστά.
Τότε ἄνοιξε μιὰ πόρτα σκουριασμένη
κ’ ἐγὼ ἔρριξα μὲ πόνο μιὰ ματιά·
Δυστυχία μου τὶ πίσσα μὲ προσμένει,
τὶ ἀχόρταγη κ’ αἰώνια φωτιά!
Ἦλθαν διάβoλοι μὲ κέρατα σἂν βώδια
καὶ μὲ βάλανε ’ςτὴ μέση μοναχό,
καὶ μοῦ δέσανε τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια
καὶ μὲ ρίξανε ’ςτὴν πίσσα τὸ φτωχό.
—Τί σᾶς ἔφταιξα; τοὺς ἔλεγα, κ’ ἐκεῖνοι
ἀπ’ τὸ πεῖσμα τους μ’ ἐδέναν πειὸ σφικτά.
Τότ’ ἀρχίνησαν τὰ δάκρυα κ’ οἱ θρῆνοι,
τότ’ ἀρχίνησαν καὶ βάσανα φρικτά.
Εἶδ’ ὁ Πλάστης μας τὴ λύπη μου τὴν τόση
κ’ ἕναν ἄγγελο μοῦ στέλνει ’ςτὸ φτερό:
—Σῦρε κύτταξε κι’ ἂν ἔχῃ μετανοιώσει
’ςτὸν παράδεισο ναρθῇ, τὸν συγχωρῶ.
Ἦλθ’ ὁ ἄγγελος ’ςτὰ κάτασπρα ’ντυμένος,
τὸν ἐκύτταξα μὲ φόβο κ’ ἐντροπὴ,
μοῦ ἐφάνηκε πῶς ἦταν λυπημένος
κ’ ἐπερίμενα ν’ ἀκούσω τί θὰ πῇ.
Βλέπεις, ἄνθρωπε, μοῦ λέγει, ὅποιος κάνει
ἁμαρτήματ’ ἀσυγχώρητα ’ςτὴ γῆ
τί κατάρα τὸν προσμένει σἂν πεθάνῃ,
τὶ αἰώνια κι’ ἀγιάτρευτη πληγή;
—Ναὶ, ἀλοίμονο τὸ βλέπω καὶ τὸ νοιώθω,
μὰ δὲν ἔφταιξα, σ’τὸ λέω καθαρὰ,
φταίγει ἐκείνη ποῦ μοῦ πῆρε κάθε πόθο,
κάθε πίστι, κάθε ἀγάπη καὶ χαρά.
Φταίγ’ ἐκείνη ὅπου μ’ ἔκανε νὰ πάθω
κι’ ἀπ’ ἀγάπη κι’ ἀπὸ ζήλεια νὰ χαθῶ,
ὅπου μ’ ἔκανε τὰ κάλλη της νὰ μάθω
καὶ τὸν Πλάστη μου ’μπροστά της ν’ ἀρνηθῶ.
Ὤ! ἀλοίμονο! δὲν φταίω ἐγὼ τόσο
καὶ ἀδίκως ὁ Θεὸς μὲ τυραννεῖ,
φταίγ’ ἐκείνη ὅπου μ’ ἔκανε νὰ νοιώσω
ὡς τὰ κόκκαλα βαθειὰ τὴν ἡδονή.
Τώρα ὅμως τ’ ἁμαρτήματα θυμοῦμαι
καὶ τρομάζω κι’ οὔτε πειὰ τὴν ἀγαπῶ,
τὴν ἀρνοῦμαι, τὴν ἀρνοῦμαι, τὴν ἀρνοῦμαι
καὶ ’ςτὸν Πλάστη μου μὲ θάρρος θὰ τὸ ’πῶ.
Μοὖπ’ ὁ ἄγγελος: ἀγάπησες μὲ πόνο!
συγχωρεῖσαι γιατὶ ξέρεις ν’ ἀγαπᾷς,
τώρα ἔλπιζε ’ςτὸν Πλάστη σου καὶ μόνο
κ’ ἔλα σήκω, ’στόν παράδεισο θὰ πᾷς.
Μόλις ἄρχισε τὰ σίδερα νὰ λύνῃ
γιὰ νὰ φύγωμ’ ἀπ’ τὴν κόλασι μαζῆ,
ἄχ! ἐγύρισα κι’ ἀντίκρυσα ἐκείνη
ποὺ τὴν ἔφερναν ’ςτὴν κόλασι νὰ ζῇ.
Χαμογέλασε, μ’ ἐκύτταξε καὶ λίγο,
καὶ μοῦ ἄναψ’ ἡ ματιά της τὸν καϋμό....
—Σῦρε, ἄγγελε, τοῦ εἶπα, δὲν θὰ φύγω,
καὶ τὴν κόλασι μαζῆ της προτιμῶ!…
Σὰν ἐξύπνησα τὴν ηὗρα ’ςτὸ πλευρό μου,
καὶ τῆς εἶπα: μέσ’ ’ςτὴν κόλασι θὰ πᾷς
γιατὶ τὤδα ζωντανὰ μέσ’ ’ςτ’ ὄνειρό μου....
χαμογέλασε καὶ μοὖπε: μ’ ἀγαπᾷς;
Ιωαννησ Πολεμησ