Εστία/Τόμος 20/Τεύχος 520/Ακροβάτης ιατρός

Εστία, Τέυχος 520
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: ...Κ...
Ἀκροβάτης ἰατρός


ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ ΙΑΤΡΟΣ

Α′

Τὸ παιδίον ἔμενεν ἐξηπλωμένον, ὠχρόν, ἐν τῇ μικρᾷ λευκῇ του κλίνῃ καὶ διὰ τῶν μεγεθυνθέντων ὑπὸ τοῦ πυρετοῦ ὀφθαλμῶν του παρετήρει ἀτενῶς ἐνώπιον αὐτοῦ.

Ἡ μήτηρ παρὰ τὴν κλίνην, δάκνουσα τοὺς δακτύλους αὐτῆς ὅπως μὴ κραυγάσῃ, παρηκολούθει, ἀγωνιώδης, τὴν πρόοδον τῆς νόσου ἐπὶ τοῦ κατίσχνου γενομένου προσώπου τοῦ δυστήνου παιδίου, ὁ δὲ πατήρ, πτωχὸς ἐργάτης, συνεῖχεν ἐν τοῖς ἐρυθροῖς ὀφθαλμοῖς του τὰ δάκρυα, ἅτινα ἔκαιον τὰ βλέφαρά του.

Ἡ ἡμέρα ἀνέτειλε φαεινή, αἰθρία, κατὰ τὴν ὡραίαν δ’ ἐκείνην πρωΐαν τοῦ Ἰουνίου ἀπέθνησκεν ὁ μικρὸς Παῦλος, τὸ τέκνον τοῦ Ἰακώβου Λαγράνδα καὶ τῆς Μαγδαληνῆς Λαγράνδα, τῆς συζύγου του.

Ἦτο ἑπτὰ ἐτῶν. Πρὸ τριῶν ἔτι ἑβδομάδων ἦτο ῥοδινόν, ξανθόν, καὶ τόσον ζωηρὸν καὶ τόσον εὔθυμον!... Ἀλλὰ τὸ κατέλαβε πυρετός, ἐπανῆλθεν ἐκ τοῦ δημοτικοῦ σχολείου. ἑσπέραν τινὰ ἔχον βαρεῖαν τὴν κεφαλὴν καὶ θερμοτάτας τὰς χεῖρας. Καὶ ἔκτοτε ἔμενεν ἐκεῖ, εἰς τὴν κλίνην του, ἐνίοτε δὲ ἐν τῇ παραφορᾷ τοῦ πυρετοῦ ἔλεγε, βλέπον τὰ ἐστιλβωμένα ὑποδημάτιά του, ἅτινα ἐπιμελῶς ἡ μήτηρ του εἶχεν ἀποθέσει ἓν τινι γωνίᾳ, ἐπὶ σανίδος:

—Ῥίξατέ τα τώρα πλειὰ τὰ παπούτσια του Παυλάκη! Ὁ Παυλάκης δὲν θὰ τὰ ξαναβάλῃ! Ὁ Παυλάκης δὲν θὰ πάγῃ πλειὰ ’ς τὸ σχολεῖο ποτέ, ποτέ!

Τότε ὁ πατὴρ ἐκραύγαζε: Σώπα! ἡ δὲ μήτηρ ἔκρυπτεν εἰς τὸ προσκεφάλαιόν της τὴν κάτωχρον αὐτῆς μορφὴν ὅπως μὴ ὁ Παυλάκης τὴν ἀκούσῃ κλαίουσαν.

Νύκτα τινὰ τὸ παιδίον δὲν εἶχε πλέον ἔξαψιν, ἀλλ’ ἀπὸ δύο ἡμερῶν ἐνέπνεεν ἀνησυχίαν εἰς τὸν ἰατρόν ἕνεκα τῆς παραδόξου ἐξασθενήσεως του, ὁμοιαζούσης πρὸς ἐγκατάλειψιν ἑαυτοῦ ὡσεὶ ὁ ἑπταετὴς ἐκεῖνος ἀσθενὴς εἶχε βαρυνθῇ ἤδη τὴν ζωήν. Ἦτο καταβεβλημένον, τεθλιμμένον, ἀφίνον ταλαντευομένην τὴν κεφαλήν του ἐπὶ τοῦ προσκεφαλαίου, τὰ δὲ ὡχρά του χείλη δὲν ἐμειδίων πλέον καὶ οἱ βλοσυροί του ὀφθαλμοὶ προσεπάθουν νὰ ἴδωσι κἄτι τι μακράν, πολύ μακράν...

Ὅτε οἱ γονεῖς του ἔδιδον εἰς αὐτὸ φάρμακόν τι, ἢ ζωμόν, δὲν τὸ ἐδέχετο. Δὲν ἐδέχετο τίποτε.

—Θέλεις τίποτε, Παυλάκη;

—Ὄχι, δὲν θέλω τίποτε.

—Πρέπει ἐν τούτοις ν’ ἀλλάξωμεν αὐτὴν τὴν κατάστασιν, εἶπεν ὁ ἰατρὸς. Αὐτὴ ἡ νάρκη μὲ τρομάζει!.. Σεῖς εἶσθε ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα, γνωρίζετε τὸ παιδί σας. Σκεφθῆτε τὶ ἠμπορεῖ νὰ ἀναζωογονήσῃ αὐτὸ τὸ σωματάκι, ν’ ἀνακαλέσῃ εἰς τὴν γῆν αὐτὸ τὸ πνεῦμα τὸ ὁποῖον διευθύνεται πρὸς τὰ σύννεφα.

Καὶ ἀνεχώρησε.

— Σκεφθῆτε!

Ναί, βεβαίως, τὸν ἐγνώριζαν πολὺ καλὰ τὸν Παυλάκην των. Ἤξευραν πόσον διεσκέδαζε τὸ παιδάκι των ὅταν τὸ ἐπήγαιναν εἰς τὴν ἐξοχὴν, τὴν κυριακήν, καὶ ἤρχετο φορτωμένον ἄνθη, ἢ ὅταν τὸ ἐπήγαιναν εἰς τὸ θέατρον καὶ ἔβλεπε τὸν παλῃάτσον.

Ὁ πατὴρ ἠγόρασεν εἰκόνας, στρατιώτας, παιγνίδια διὰ τὸν Παῦλον· ἔθεσεν αὐτὰ ἐπὶ τῆς κλίνης τοῦ παιδίου, ἔπαιζε μὲ αὐτὰ ἐνώπιον τῶν ἀπλανῶν τοῦ μικροῦ βλεμμάτων, καὶ ἕτοιμος ὤν νὰ κλαύσῃ προσεπάθει νὰ τὸ κάμῃ νὰ γελάσῃ.

—Νά, αὐτὸ εἶνε γεφύρι, γιὰ ἰδέ το καλά, εἶνε σὰν ἀληθινό... Κι’ αὐτὸς εἶνε στρατηγός. .. Θυμᾶσαι ποῦ εἴδαμεν ἕνα στρατηγόν, εἰς τὸν περίπατον μιὰ φορά; Ἄν πιῇς τὸ ἰατρικό σου, θὰ σοῦ ἀγοράσω ἕνα μεγάλον μὲ τσόχινο μανδύα καὶ χρυσαῖς ἐπωμίδες... Αἲ, τὶ λὲς, θέλεις ἕνα στρατηγό;

—Ὄχι, ἀπεκρίνετο τὸ παιδίον, διὰ τῆς ξηρᾶς ἐκείνης φωνῆς ἣν ἔχουσιν οἱ πυρέσσοντες.

—Θέλεις ἕνα πιστολάκι, μία σαΐτα;...

—Ὄχι, ἐπαναλάμβανεν ἡ φωνὴ τοῦ παιδίου. Εἰς ὅ,τι δὲ τῷ ἔλεγον, εἰς ὅλα τὰ παιγνίδια τὰ ὁποῖα τῷ ὑπισχνοῦντο, ἡ μικρὰ φωνὴ—ἐνῷ οἱ γονεῖς παρετήρουν ἀλλήλους ἀπέλπιδες—ἀπεκρίνετο: Ὄχι, ὄχι,.. ὄχι!

—Μὰ τὶ θέλεις ἐπὶ τέλους, Παυλάκη μου; ἠρώτησεν ἡ μήτηρ. Ἔλα, κἄτι θὰ θέλῃς. Πές μου το, ’μένα!... τῆς μητέρας σου.

Καὶ ἔθλιβε τὴν παρειὰν αὐτῆς ἐπὶ τοῦ προσκεφαλαίου τοῦ μικροῦ ἀσθενοῦς καὶ τῷ ἐψιθύριζε ταῦτα εἰς τὸ οὗς, ὡς μυστικόν.

Τότε τὸ παιδίον, μὲ παράδοξον ἔκφρασιν, ἀνορθωθὲν ἐπὶ τῆς κλίνης του καὶ ἐκτεῖναν πρὸς ἀορατόν τι ἄπληστον χεῖρα, ἀπεκρίθη αἴφνης διὰ φλογεροῦ τόνου, ἱκετευτικοῦ συγχρόνως καὶ ἐπιτακτικοῦ:

—Θέλω τὸν Μποὺμ-Μπούμ!

Β′

Μποὺμ-Μπούμ!

Ἡ δυστυχὴς μήτηρ ἔρριψεν ἐπὶ τοῦ συζύγου της περιδεὲς βλέμμα. Τί ἔλεγε τὸ παιδί, Μήπως τῷ ἦλθε πάλιν ἡ παραφορά, ἡ φρικτὴ ἐκείνη παραφορά;...

Μποὺμ-Μπούμ!

Ἠγνόει τὶ ἐσήμαινε τοῦτο, καὶ ἐφοβεῖτο τὰς λέξεις ἐκείνας τὰς παραδόξους, ἅς τὸ παιδίον τώρα ἐπανελάμβανε δι’ ἀσθενικοῦ πείσματος ὡσεί, μὴ τολμῆσαν τέως νὰ διατυπώσῃ τὸ ὄνειρόν του, προσηλοῦτο τώρα εἰς αὐτὸ μετ’ ἀκατανικήτου ἐπιμονῆς.

—Ναί, τὸν Μποὺμ-Μπούμ! τὸν Μποὺμ-Μπούμ! Θέλω τὸν Μποὺμ-Μπούμ!

Ἡ μήτηρ ἐδράξατο σπασμωδῶς τῆς χειρὸς τοῦ συζύγου της, καὶ ἐψιθύρισεν εἰς αὐτὸν χαμηλοφώνως, ὡς παράφρων:

—Τί θὰ πῇ αὐτό, Ἰάκωβε; Πάει τὸ παιδί μας!

Ἀλλ’ ἐπὶ τῆς τραχείας μορφῆς τοῦ πατρὸς ἐφάνη μειδίαμα εὐδαιμονίας ἅμα καὶ ἐκπλήξεως, τὸ μειδίαμα καταδίκου διορῶντος πιθανότητα ἀπελευθερώσεως.

Μποὺμ-Μπούμ! Ἐνεθυμεῖτο καλὰ τὴν πρωΐαν τῆς δευτέρας τοῦ Πάσχα καθ’ ἣν εἶχεν ὁδηγήσῃ τὸν Παῦλον εἰς τὸ ἱπποδρόμιον. Είχεν ἐναύλους εἰς τὰ ὦτα αὐτοῦ τοῦς ἠχηροὺς καγχασμοὺς τοῦ παιδίου, ὅτε εἰς τῶν ἀκροβατῶν, ποικιλόχρωμον ἐνδεδυμένος στολὴν συνεστρέφετο κωμικῶς ἢ ἵστατο ἀκίνητος καὶ ἄκαμπτος ἐπὶ τῆς ἄμμου, τὴν κεφαλὴν ἔχων χαμαὶ καὶ ὑψηλὰ τοὺς πόδας ἢ ἀνέρριπτε μαλακοὺς πίλους οὕς, πίπτοντας, προσήρμοζε δεξιῶς εἰς τὸ κρανίον του ἐφ’ οὗ ἐσχημάτιζον πυραμίδα, εἰς ἕκαστον δὲ παιγνίδιόν του, εἰς ἕκαστον κατόρθωμά του, ὡς ἐπῳδὸν φαιδρύνουσαν τὸ εὐφυὲς καὶ ἀστειότατον πρόσωπόν του, ἐξέβαλλε τὴν αὐτὴν κραυγήν, ἐπανελάμβανε τὴν αὐτὴν λέξιν, συνοδευομένην ἐνίοτε ὑπὸ τῆς ὀρχήστρας ὅλης: Μποὺμ-Μπούμ!

Μποὺμ-Μπούμ! Ὁσάκις δὲ ἤρχετο ἡ στιγμὴ τοῦ Μποὺμ-Μπούμ, τὸ ἱπποδρόμιον ἐξερρήγνυτο εἰς ἐπευφημίας καὶ ὁ μικρὸς ἀνεκάγχαζε. Μποὺμ-Μπούμ! Αὐτὸν τὸν Μποὺμ-Μπούμ, τὸν ἀκροβάτην τοῦ Μεγάλου Ἱπποδρομίου, τὸν διασκεδάζοντα χιλιάδας ἀνθρώπων ἤθελε νὰ ἴδῃ ὁ Παυλάκης, καὶ τὸν ὁποῖον ἐν τούτοις δὲν ἠδύνατο νὰἴδῃ, διότι ἔκειτο ἐκεῖ, κατακεκλιμένος, ἄνευ δυνάμεως ἐν τῇ λευκῇ του κλίνῃ

Τὴν ἑσπέραν ὁ Ἰάκωβος ἔφερεν εἰς τὸ παιδίον τεχνητόν τινα παλῃάτσον, τὸν ὁποῖον ἠγόρασεν ἔκ τινος καταστήματος, πολύ ἀκριβὰ. Ἐστοίχισε τὸ τίμημα τεσσάρων ἡμερῶν ἐργασίας. Ἀλλὰ θὰ ἔδιδε εἴκοσι, τριάντα, θὰ ἔδιδε τὰ ἡμερομίσθια ὁλοκλήρου ἔτους μόχθων διὰ νὰ ἐπαναφέρῃ τὸ μειδίαμα εἰς τὰ ὡχρὰ χείλη τοῦ ἀσθενοῦς.

Τὸ παιδίον παρετήρησεν ἐπὶ στιγμὴν τὸ ἄθυρμα ἐκεῖνο, ἔπειτα δὲ θλιβερῶς:

—Δὲν εἶνε ὁ Μποὺμ Μπούμ!... εἶπε, θέλω νὰ ἰδῶ τὸν Μποὺμ-Μπούμ!

Ἆ!. Ἂν ὁ Ἰάκωβος ἠδύνατο νὰ περιτυλίξῃ καλῶς τὸ παιδίον, νὰ τὸ λάβῃ εἰς τὴν ἀγκάλην του, νὰ τὸ μετακομίσῃ εἰς τὸ ἱπποδρόμιον, νὰ τῷ δείξῃ τὸν ἀκροβάτην χορεύοντα ὑπὸ τὰ ἀνημμένα πολύφωτα καὶ νὰ τῷ εἴπῃ: Ἰδέ!

Ἔπραξεν ἄλλο τι, καλλίτερον. Μετέβη εἰς τὸ Ἱπποδρόμιον, ἐζήτησε τὴν διεύθυνσιν τοῦ Μποὺμ-Μπούμ καὶ συνεσταλμένος, κομμένα ἔχων τὰ γόνατα ἐκ τῆς συγκινήσεως, ἀνέβη μίαν πρὸς μίαν τὰς βαθμίδας, αἵτινες ἦγον πρὸς τὴν κατοικίαν τοῦ ἀκροβάτου. Ἦτο τολμηροτάτη ἡ πρᾶξις ἐκείνη τοῦ Ἰακώβου! Ἀλλ’ ἐπὶ τέλους οἱ ἠθοποιοὶ πηγαίνουν καὶ τραγῳδοῦν καὶ ἀπαγγέλλουν μονολόγους εἰς τὰς οἰκίας τῶν πλουσίων, εἰς τὰς μεγάλας αἰθούσας. Ἴσως ὁ ἀκροβάτης ἐκεῖνος—ἂς ἐζήτει ὅσα ἤθελε—θὰ συγκατετίθετο νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ πτωχικὸν τοῦ Ἰακώβου, θὰ συγκατένευε νὰ εἴπῃ δὺο λέξεις εἰς τὸν Παυλάκην. Καὶ οὔτε ἐσκέπτετο πῶς ἔμελλε νὰ τὸν ὑποδεχθῇ, αὐτόν, τὸν πτωχὸν ἐργάτην, ὁ διάσημος Μποὺμ-Μπούμ!

Δὲν εὗρε πλέον τὸν Μποὺμ-Μπούμ! Εὗρε τὸν κύριον Μορένον εἰς τὸ καλλιτεχνικὸν οἴκημά του εἶδε βιβλία, εἰκόνας, εἷδεν ἕνα καλῶς ἐνδεδυμένον ἄνθρωπον ὅστις ἐδέχθη αὐτὸν φιλοφρόνως ἐν τῷ γραφείῳ του, τὸ ὁποῖον ὡμοίαζε μὲ σπουδαστήριον ἰατροῦ.

Ὁ Ἰάκωβος παρετήρει, παρετήρει, ἀλλὰ δὲν ἀνεγνώριζε τὸν ἀκροβάτην καὶ περιέστρεφεν ἀμηχανῶν ἐν ταῖς χερσὶ τὸν πίλον του. Ὁ ἄλλος ἀνέμενε. Τότε ὁ πατὴρ ἐζήτησε συγγνώμην διὰ τὴν μεγάλην τόλμην του. Πολύ παράδοξον πρᾶγμα ἔμελλε νὰ ζητήσῃ ἀπ’ αὐτόν, πρᾶγμα ποῦ δὲν ἐγίνετο... καὶ νὰ τὸν συγχωρήσῃ... Ἀλλ’ ἐπρόκειτο διὰ τὸν Παυλάκη του... Ἕνα χαριτωμένο παιδί, κύριε Καὶ τόσο ἔξυπνο! Ἦτο πρῶτον εἰς τὸ σχολεῖο, ἐκτὸς εἰς τὴν ἀριθμητικὴν ποῦ δὲν τοῦ ἀρέσει... Σοῦ ἔχει κἄτι ἰδέαις αὐτὸ τὸ παιδί... ὤ, κἄτι ἰδέαις! Καὶ ἀπὸδειξις εἶνε ... νά...

Ὁ Ἰάκωβος ἐδίσταζεν, ἐψέλλιζεν, ἀλλὰ συναγαγὼν διὰ μιᾶς τὸ θάρρος του εἶπεν:

—Ἀπόδειξις εἶνε ποῦ θέλει νὰ σᾶς ’δῇ, ποῦ σᾶς συλλογίζεται ὁλοένα...

Ὅτε ἐτελείωσε τὴν ὁμιλίαν του ὁ πατὴρ ἦτο ὠχρὸς καὶ ἁδραὶ σταγόνες ἱδρῶτος εἶχον φανῇ ἐπὶ τοῦ μετώπου του. Δὲν ἐτόλμα νὰ ἴδῃ κατὰ πρόσωπον τὸν ἀκροβάτην, ὅστις παρετήρει ἀτενῶς ἐπὶ τὸν ἐργάτην. Τί ἆράγε ἔμελλε ν’ ἀπαντήσῃ ὁ Μποὺμ-Μπούμ;

Ἂν ἔλεγεν ὄχι, ἂν τὸν ἐδίωκεν ὡς τρελλόν;

—Ποῦ κατοικεῖτε, ἠρώτησεν ὁ Μποὺμ-Μπούμ.

—Ὤ, ἐδῶ σιμά! ὁδός....

—Καλά! εἶπεν ὁ ἀκροβάτης. Θέλει νὰ ἰδῇ τὸν Μποὺμ-Μποὺμ τὸ παιδί σας; Θὰ τὸν ἰδῇ τὸν Μποὺμ-Μπούμ!

Γ΄.

Ὅτε ἠνοίχθη ἡ θύρα καὶ εἰσῆλθεν ὁ ἀκροβάτης ὁ πατὴρ ἀνέκραξε περιχαρὴς εἰς τὸν υἱόν του.

—Παυλάκη, τώρα πλειὰ δὲν ἔχεις παράπονο! Νά, ἦλθε ὁ Μποὺμ-Μπούμ!

Ἀστραπὴ χαρᾶς ἐφώτισε τὴν μορφὴν τοῦ παιδίου. Ἀνηγέρθη ἐπὶ τοῦ βραχίονος τῆς μητρός του καὶ ἔστρεψε τὴν κεφαλήν του πρὸς τοὺς εἰσελθόντας δύο ἄνδρας καὶ διὰ τοῦ βλέμματός του ἠρώτησε, ποῖος ἦτο ὁ παρὰ τὸν πατέρα του κύριος ἐκεῖνος, ὁ τὸ μέλαν ἔνδυμα φορῶν, ὅστις τῷ προσεμειδία ἀγαθῶς, ἀλλ’ ὅν δὲν ἐγνώριζε, καὶ ὅτε τῷ εἶπον: «Εἶνε ὁ Μπούμ! Μπούμ» κατέκλινε βραδέως, ἠρέμα τὸ μέτωπόν του ἐπὶ τοῦ προσκεφαλαίου καὶ ἔμεινεν εἰσέτι προσβλέπον διὰ τῶν μεγάλων ἐκείνων ὀφθαλμῶν του, οἵτινες ἀνεζήτουν μάτην τὴν ποικιλόχρωμον στολὴν τοῦ Μποὺμ-Μποὺμ καὶ τὴν ἐπὶ τῆς μορφῆς του ἐζωγραφημένην πεταλούδαν.

—Ὄχι, ἀπεκρίθη τὸ παιδίον διὰ φωνῆς οὐχὶ ξηρᾶς ἀλλὰ θλῖψιν βαθεῖαν δηλούσης, ὄχι δὲν εἶνε ὁ Μποὺμ-Μπούμ!

Ὁ ἀκροβάτης, παρὰ τὴν μικρὰν κλίνην ἰστάμενος, ἔρριψεν ἐπὶ τῆς μορφῆς τοῦ ἀσθενοῦς παιδίου βαθὺ βλέμμα, λίαν σοβαρὸν καὶ πλῆρες ἀμέτρου γλυκύτητος.

Ἐκίνησε τὴν κεφαλήν, παρετήρησε τὸν ἀγωνιώδη πατέρα, τὴν ἀπέλπιδα μητέρα, καὶ εἶπε μειδιῶν.

—Ἔχει δίκαιον, δὲν εἶναι ὁ Μποὺμ-Μπούμ.

Καὶ ἀπῆλθε.

—Δὲν θὰ τὸν ξαναϊδῶ πλέον τὸν Μποὺμ-Μπούμ! ἐπανελάμβανε τώρα τὸ παιδίον, τοῦ ὁποίου ἡ φωνὴ ἐφαίνετο ὁμιλοῦσα πρὸς τοὺς ἀγγλελους. Ὁ Μποὺμ-Μπούμ, εἶνε ἐκεῖ πέρα, ποῦ θὰ ’πάγῃ σὲ λίγο ὁ Παυλάκης!

Ἀλλ’ αἴφνης—οὔτε ἡμίσεια ὥρα δὲν παρῆλθεν ἀφ’ ὅτου εἶχεν ἀπέλθει ὁ ἀκροβάτης—βιαίως ἠνοίχθη ἡ θύρα, τὸ ποικιλόχρωμον του δὲ φορῶν ἔνδυμα, τὴν πεταλούδαν ἔχων εἰς τὸ πρόσωπόν του, τὸ στόμα ἀνοικτὸν σχεδὸν μέχρι τῶν ὤτων, ἀλευρωμένος, ἐφάνη ὁ Μποὺμ-Μπούμ, ὁ ἀληθινὸς Μποὺμ-Μπούμ, ὁ Μποὺμ-Μποὺμ τοῦ Ἱπποδρομίου, ὁ Μπούμ Μπούμ τοῦ Παυλάκη, τέλος ὁ Μποὺμ-Μπούμ! Καὶ ἐπὶ τῆς μικρᾶς κλίνης του, χαρᾶς ζωῆς πλήρη ἔχον τὰ ὄμματα, γελῶν, κλαῖον, εὐτυχὲς, σωθὲν τὸ παιδίον ἔκρουε τὰ ἰσχνὰ χεράκια του, ἐφώναζαν εὖγε καὶ ζωηρῶς, ὡς πυροτέχνημα ἀναφθείσης διὰ μιᾶς τῆς εὐθυμίας του, ἀνεφώνησεν·

-Ὁ Μποὺμ-Μπούμ! Εἶνε αὐτός, αὐτός, τώρα. Νὰ ὁ Μποὺμ-Μπούμ! Ζήτω ὁ Μποὺμ-Μποὺμ Καλημέρα, Μποὺμ-Μπούμ!

Δ'

Ὅτε ἐπανῆλθε τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὁ ἰατρὸς εὗρε καθήμενον παρὰ τὸ προσκεφάλαιον τοῦ Παυλάκη ἀκροβάτην τινά, ὅστις ἔκαμνε νὰ γελᾷ, νὰ γελᾷ ἀκαταπαύστως τὸ παιδίον, καὶ τῷ ἔλεγε προσφέρων εἰς αὐτὸ τὸ ἰατρικόν του:

—Ἂν δὲν τὸ πιῇς αὐτό. Παυλάκη, ὁ Μποὺμ-Μπούμ δὲν θὰ ξανάλθῃ πλειά.

Καὶ τὸ παιδίον ἔπινε.

—Δὲν εἶνε καλὸ αἴ;

—Πολὺ καλό!.. Εὐχαριστῶ, Μποὺμ-Μπούμ! —Ἰατρέ, εἶπεν ὁ ἀκροβάτης εἰς τὸν ἰατρόν, μὴ ζηλοτυπεῖτε... Μοῦ φαίνεται ἐν τούτοις ὅτι οἱ μορφασμοί μου τῷ ὠφελοῦν ὅσον καὶ αἱ συνταγαί σας!

Ὁ πατὴρ καὶ ἡ μήτηρ ἔκλαιον, ἀλλ’ ἐκ χαρᾶς τώρα.

Μέχρις οὗ δὲ ὁ Παυλάκης σταθῇ εἰς τοὺς πόδας του μία ἅμαξα ἐσταμάτα καθ’ ἑκάστην ἐνώπιον τῆς πτωχικῆς κατοικίας τοῦ ἐργάτου, καὶ ἄνθρωπός τις κατέβαινε περιτετυλιγμένος εἰς ἐπανωφόριον, ἐνδεδυμένος ὑπ’ αὐτὸ ὡς ἐν Ἱπποδρομίω, ἀλευρωμένον καὶ φαιδρὸν ἔχων τὸ πρόσωπον.

—Τί εἶνε τὸ χρέος μου, κύριε; εἶπεν ἐν τέλει ὁ Ἰάκωβος πρὸς τὸν ἀκροβάτην, ὅτε τὸ παιδίον ἀνέρρωσεν ἤδη ἐντελῶς. Γιατί, ἐπὶ τέλους, κἄτι σᾶς χρωστῶ!

Ὁ ἀκροβάτης ἔτεινε πρὸς τοῦς γονεῖς τὰς δύο εὐρείας αὐτοῦ παλάμας.

—Αὐτὸ μόνον εἶπε. Ἕνα σφίξιμο τοῦ χεριοῦ! Εἶτα δέ, δύο ἠχηρὰ φιλήματα ἐπιθεὶς ἐπὶ τῶν παρειῶν τοῦ παιδίου, γενομένων πάλιν ῥοδοχρόων,

Καὶ εἶπε γελῶν, τὴν ἄδειαν, νὰ θέσω εἰς τὰ ἐπισκεπτήριά μου. Μποὺμ-Μποὺμ ἀκροβάτης, καὶ τακτικὸς ἰατρὸς τοῦ Παυλάκη!

(Jules Claretie)

...Κ...