Εσπερινός
Συγγραφέας:


Βουβὲς ψυχές, θλιμμένες, καὶ τ’ ἀπόβραδο
προσμένουν τὸ Χριστό μας ἀπὸ πέρα,
ποιός ξέρει; ἀπὸ μακριά. Κι ἐκεῖνος ἔρχεται
μὲς στὸ θολὸ τοῦ φθινοπώρου ἀγέρα.

Μὲ τ῾ ὄγιο φῶς ἀχνόφεγγο στεφάνι του,
μὲ τὰ θεϊκά, χαμηλωμένα μάτια·
μόνος. Καὶ τὰ ξερόφυλλα τοῦ στρώνουνε
χρυσὰ χαλιὰ στὰ ἔρμα μονοπάτια.

Τοῦ κάμπου τὰ στρουθιὰ καὶ τὰ πετούμενα,
ποὺ στὶς φωλιὲς κοπαδιαστὰ γυρίζουν,
ἅμα τὸν δοῦνε, χαμηλώνουν πρόσχαρα,
χαμοπετοῦν καὶ τὸν καλωσορίζουν.

Ἀνάριο τὸ σκοτάδι, μισοδιάφανο,
μόλις ποὺ τὸν σκεπάζει στὴν καπνιά του.
Καὶ τὰ γυμνὰ κλαριὰ σὰν χέρια ὑψώνονται
καὶ δέονται στὸ ἄυλο πέρασμά του.

Δέονται σιωπηλά... Κι ἐκεῖνος ἔρχεται
καὶ σκύβει στὶς ψυχές, ποὺ τὸν προσμένουν,
σιγὰ... πονετικά. Κι ἀργὰ τὰ σήμαντρα
πονετικὰ κι αὑτὰ σιγοσημαίνουν.