Ερωτικό γράμμα
Συγγραφέας:


Από την άγρια ερημιά της ξενητειάς που μ' έχει,
και με φαρμάκι σταλαχτό τα σωθικά μου βρέχει,
οχ την πικρή μου μοναξιά το γράμμα μου σου στέλλω,
ογλήγορα ν' αποκριθής, σου πρωτοπαραγγέλλω.
Δυο λόγια γράψε μου γοργά, για την υγειά μου ρώτα,
τι αφόντης σε χωρίστηκα δεν είναι σαν και πρώτα.
Και πάρε, Φύλλη μου, χαρτί, και πιάσε το κοντύλι,
σημάδεψέ μου τα σωστά με την καρδιά στ' αχείλι.
Μη γελαστής και μου κρυφτής για να μη με πικράνης·
το νοιώθω, κι υστερώτερα χειρότερα με κάνεις.
Φανέρωσέ μου πώς περνάς, πως ζιης στο χωρισμός μου,
κι αν η καρδιά σου βάσανο φτουράη σαν το δικό μου.
Αν πης βαστάς μ' υπομονή, αν πης πως δε χολιάζεις,
τότε άλλο γι' άλλο μου μηνάς, κι ατή σου τ' απεικάζεις·
γιατί γνωρίζω καθαρά σαν πόσην έχεις θλίψι,
οχ τον καιρό, κι ος τη στιγμή, που ο φίλος σου έχει λείψει.
Και το μετρώ οχ του λόγου μου με της καρδιάς μου κρίσι,
οπού δεν είδα πλιο καλό αφόντης σ' έχω αφήσει.
Δεν νοιώθω τις ημέρες μου, και τι καιρός διαβαίνει,
χώρια της πίκρας τον ποσό, οπού όσο πάει πληθαίνει.
Η μέρα μήνας μώρχεται, κι η εβδομάδα χρόνος.
Κι όσο απερνάει ο καιρός, τόσο αβγατάει ο πόνος.
Επάντεχα την ξενητειά προς ώρας πανηγύρι,
κι αυτή ακράτο με κερνάει φαρμάκι στο ποτήρι.
Κυττάζω εδώ, κυττάζω εκεί δεν βλέπω να γνωρίσω
τον φίλον που παραποθώ, να του γλυκομιλήσω.
Κι είμαι σαν έρημο πουλί, σαν έρημο τρυγόνι,
οπού κοιμάται στο κλαρί και τη φωλιά δε στρώνει.
Τα περασμένα ποθητά συχνά στο νου μου φέρω,
και στερεμένος απορώ κι εγώ πώς υποφέρω.
Θαρρώ κι η μόνη παντοχή να τ' απολάψω πάλι,
ως τώρα μου διαφύλαξε τη γνώσι στο κεφάλι.
Τι αν ίσως και δεν ήλπιζα τα πρώτα ν' αποχτήσω,
το νου μου ως τώρα, αδύνατο, εγώ να τον ορίσω.
Αηδόνια, βρύσες, κρύα νερά, της γης η πρασινάδα,
μακρυά από σένα, Φύλλη μου, δεν έχουν νοστιμάδα.
Μισώ των φίλων συνοδειές, στη μοναξιά ησυχάζω,
με σένα κραίνω και γελώ εκεί που συλλογιάζω.
Αυτή 'ναι η περιδιάβασι, αυτή 'ναι η χαρά μου,
κι αυτό είναι που ορέγεται με πάθος η καρδιά μου.
Εσένα να φαντάζωμαι ποτέ δεν αποσταίνω·
το μοναχό υποκείμενο οπού δεν το χορταίνω.
Να ήταν τρόπος άκοπα να σ' ήβλεπα μπροστά μου,
και τό 'να χίλια νάβλεπαν τα μάτια τα δικά μου.
Στα άλλα όλα αναισθητώ, σ' εσένα βυθισμένος,
στον κόσμος μέσα βρίσκομαι, κι από τον κόσμο ξένος.
Στην ξενητειά παντάξενος, στην ερημιά μου μόνος.
Παντοτεινή μου συντροφιά του χωρισμού σου ο πόνος.
Πολλές φορές ηθέλησα ορμή του πόθου τόση
Να τη ζυγιάση σταθερή και μετρημένη γνώσι·
Μη το πολύ της πιθυμιάς αξαίνοντας κορφώση
και στην υγειά και στη ζωή περίσσια με ζημιώση.
Μόνε που μέτρο, Φύλλη μου, στο νου μου έχει απομείνει
να λογαριάση το κακό, και το καλό να κρίνη.
Οι στοχασμοί μου κοίτουνται σ' αγάπης σου το λάθος,
να τους τραβήσω δεν μπορώ, να μη βρεθώ σε λάθος.
Γιατί όποτε διαλογιστώ, αρχή και τέλος κάνω,
εσένα πρώτη υπόθεσι σ' εκείνο ν'αναβάνω.
Για τούτο κι είναι αδύνατο απόφασι να κάμω,
όξω οχ τη σφαίρα που είσαι εσύ στιγμή να παραδράμω.
Σ' εσένα αιστάνομαι και ζιω, και ζωντανός κινιούμαι,
σ' εσένα ύπαρξι ζωής και αίστησι δοκιούμαι.
Μακρυά από σένα όσα θωρώ, τα βλέπω πάντα ξένα,
δεν τα ξετάζω παντελώς, δεν είναι για τ' εμένα·
γιατί σε ταύτα αδιάφορος δεν έχω τι να χάσω.
Κι αυτό που λέγω, Φύλλη μου, σωστά θελά το νοιώσης,
ευτύς οπού το γράμμα μου με προσοχή αναγνώσης.
Γιατί πολλά θα σου ήλεγα, και να σου φανερώσω
πως γληγορεύω τον καιρό ναρθώ να σ' ανταμώσω·
πως προσπαθώ νυχτόημερα μ' αγώνα και με κόπο
του μισεμού μου κι ερχομού να κάμω κάθε τρόπο,
και με αυτήν την αφορμή περίσσια να σου γράψω,
του νου μου τον περιορισμό να χαμοκαταπάψω.
Μον' όσο κι αν δυναστευτώ το νου μου αλλού να στείλω,
εκείνος τρέχει κλεφτικά στο μαθημένον φίλο.
Αχ! Φύλλη παραποθητή, και Φύλλη ζηλεμένη,
αγάπη δυσκολόβρετη, με πάθια αποχτημένη,
φέρε καλά στη γνώμη σου, και τα παληά θυμήσου,
πώς με παιδεύει βάσανο, θελά το βρης ατή σου.
Οχ την αρχή που ηθέλησε ο Έρωτας να πάρη,
να σημαδέψη απάνω μου το φλογερό δοξάρι,
και με σαγίτα κοφτερή, και καυτερή για σένα,
τα φυλλοκάρδια μ' άνοιξε στα στήθη πληγωμένα,
και μ' έκαμε υστερώτερα, τα ξέρεις, να φτουρήσω,
ως να μπορέσω θεραπειά και γιατρικό να ελπίσω·
κι οπού ν' αφήκης απονιά και σπλαχνική να στρέξης
το θύμα της αγάπης σου μ' αγάπη να συντρέξης.
Αλήθεια ήταν λογιαστά πολλά αυτά τα πάθια,
και σε καρδιάν αισταντική παρακινάν συμπάθεια.
Αλήθεια δυσκολεύεται ο νους να τα μετρήση,
και κάθε γλώσσα δένεται για να τα παραστήση.
Μον' είχαν κάποια διαφορά και κάποιο άλλο θάρρος,
δεν είχαν τ' ανυπόϋφερτο της ξενητειάς το βάρος.
Στων ημερών τη θλιβερή παρηγοριόμουν ώρα,
δεν ήταν συγκρατούμενο το βάσανο σαν τώρα.
Αμ είν' βαρύς ο χωρισμός, παραβαρειά τα ξένα,
παράχουν πάθια αμέτρηγα, παραδυσκολεμένα.
Ο ξένος πώς να μη χολιάη που ειναι μακρυά από κείνη,
που στην καρδιά του κίνησι και ζωντανάδα δίνει.
Ο ξένος δε στολίζεται, μηδέ λαμπροφοράει,
τι είναι σε λύπη χωρισμού, τ' αχείλι δε γελάει.
Ο ξένος, έρημο πουλί χωρίς φωλιά και ταίρι,
από το δέντρο στο κλαρί τις νύχτες παραδέρει.
Ο ξένος Γκιώνης γίνεται και σ' ερημιές φωλιάζει·
το ωχ, το αχ λυπητερά νυχτόημερα φωνάζει.
Ο ξένος ξένα περπατάει, τηράει και βλέπει ξένα,
το φίλο που γνωρίζεται γυρεύει στα χαμένα.
Παρακαλώ σε, Φύλλη μου, το γράμμα μου σαν λάβης,
τον παιδεμό του ξένου σου καλά να καταλάβης,
κι ένα προς ένα, ως βρίσκονται αραδικά με τάξι,
να βάλης την καρδούλα σου βαθειά να τα ξετάξη,
για να αιστανθή τον πόνο μου και να με συμπονέση,
να δώκη την απόκρισι χωρίς ν' αργοπορέση.
Αγάπης λόγια σπλαχνικά γοργά να σημαδέψη,
και με πουλάκι φτερωτό του φίλου να τα πέψη·
του φίλου του μοναχικού και φίλου εμπιστεμένου,
ξενητεμένου και πικρού και παραπονεμένου.