Εργάτριες
Συγγραφέας:


Κάθε βράδυ όταν σκολάνε και περνούνε,
άλλες τσούρμο, ή δυο τρεις, ή μια μονάχη,
τα βαμμένα τους χειλάκια κελαϊδούνε,
παπαρούνες άλλες κι' άλλες σαν το στάχυ.

Στο μηχάνημα όλη μέρα ή στο βελόνι,
κι' αν ανάσαναν μιαν ώρα, αυτή κλεμμένη.
Τώρα η πλάση είναι δική τους κι' ας νυχτώνη,
κι' όλη η κούρασή τους είναι ξεχασμένη.

Κομψές όλες, φτωχικά ή καλά ντυμένες,
φως γεμίζουνε το δρόμο, νιάτα, χάρη,
όλες πάνε βιαστικές και ξαναμμένες
απ' τη δίψα της ζωής, τ' ωραίο σμάρι.

Το Μαράκι στη γωνιά θα συναντήση,
τον καλό της, η Κική θα τον προσμένη
να φανή, την Πόπη κάποιος θα τολμήση
το κατόπι της να πάρη, ενώ διαβαίνει.

Νυχτωμένες θα γυρίσουνε στο σπίτι,
βιαστικά και νυσταγμένες θα δειπνήσουν,
και θα πέσουν σ' έναν ύπνο καταλύτη,
γιατί πρέπει νωρίς πάλι να ξυπνήσουν.