Ἐρήμωσις
Συγγραφέας:
Λυρικά ποιήματα, Αναμνήσεις (1876)


ΕΙΔΥΛΛΙΟΝ
Αʹ.


Ποιὸς εἶδε ἀπὸ τ’ ἐσᾶς τὴν Λυγερή μου
Πέστε μου ποιὸς, χρυσόφτερα πουλάκια,
Εἶδε τὸ φῶς μου, τὴν γλυκειὰ ψυχή μου;
Ψηλὰ πλατάνια, φουντωτὰ κλαράκια,
Περήφαναις ὀξειαὶς, χαριτωμένα
Δένδρα, φυτὰ, λουλούδια, χορταράκια.
Σεῖς, ποῦ τὰ πάθη μου ἔχετε ἀκουσμένα,
Ποῦ παίζαμε μαζῆ, κι’ ὁποῦ σᾶς ἔχω
Μὲ τὸ δάκρυ τς ἀγάπης ποτισμένα.
Πέστε μου σεῖς ποῦ νᾆνε αὐτὴ ποῦ τρέχω
Γυρεύοντάς τη ’ς τὰ βουνὰ ’ς τὰ δάση,
Πέστε μου, ποῦ νὰ πάω νὰ τὴν παντέχω;
Τρία μερόνυχτα μαῦρα ἔχει περάσει
Τ’ ἀδύνατο κορμί μου τὸ καϋμένο
Δίχως ὕπνο γλυκὸ νὰ δοκιμάσῃ·
Καὶ τὸ πικρό μου χεῖλι μαραμμένο
Τρεῖς μέραις καὶ τρεῖς νύχταις ἔχει μείνει,
Χωρὶς νερὸ νὰ τὤχῃ δροσισμένο.

Γιὰ τὸ φιλὶ τῆς αὔρας, ποῦ σᾶς δίνει,
Σὰν ἔρχεται μὲ σᾶς νὰ παιγνιδίσῃ,
Γιὰ τὴν δροσοῦλα, ποῦ ἡ καρδιά σας πίνει·
Ὅποιος εἶνε ἀπὸ σᾶς νἄχῃ γροικήσει
Τὰ χείλη της τὰ ῥόδινα ἐδῶ πέρα,
Ἢ νὰ τὴν εἶδε, ἂς μοῦ τ' ὁμολογήσῃ.
Ἂς μοῦ τὸ εἰπῇ, προτοῦ νὰ βάψῃ ἡ ’μέρα,
Ὀπίσω της νὰ τρέξω σὰν ζαρκάδι
Καὶ νὰ πάρῃ ἡ καρδιά μου ὀλίγο ἀγέρα,
Νὰ φύγῃ τοῦ προσώπου μου τ’ ἀχνάδι,
Γιατὶ εἶναι κρῖμα ὁ δόλιος νὰ καταίβω
Γιὰ δυὸ ματάκια ἔτσι γοργὰ ’ς τὸν ᾅδη.
Μὲ τὸ γλυκό της ὄνομα ν’ ἀναίβω
Ἀπὸ ταῖς ῥάχαις ’ς τὰ βουνὰ πετῶντας,
Κι’ ὅσα ἀγρίμια τ’ ἀκοῦν, νὰ τὰ ἡμερεύω.
ᾙ φλέβαις μου ν’ ἀνάψουνε γροικῶντας
Ἀπὸ μακρυὰ τὴν μαγικὴ φωνή της,
Κ’ ἐγὼ σὰ σπίθα, νὰ πηδῶ γελῶντας·
Νὰ ἰδῶ τὴν οὐρανία γλυκειὰ μορφή της,
Κ’ ἡ καρδιά μου, ποῦ ὁ Χάρος τὴν παγόνει,
Ἂς τὴν φλογίσουν πάλιν οἱ ὀφθαλμοί της.....
Σιωπᾶτε σεῖς, καὶ ποιὸς ἀπονεκρόνει
Τὰ μυστηριώδη χείλη, ὁποῦ δὲν κρένουν
’Σ αὐτὸν ὁποῦ ’ς τὸ μνῆμά του σιμόνει;
Ἐμπρὸς γιατὶ τὰ πόδια δὲν πηγαίνουν;
Ἀκόμη ἔχουν πολὺ νὰ περπατήσουν
Κι’ αὐτὰ βαρειὰ σὰν τὸ μολύβι μένουν!
Ἄγρια βουνὰ καὶ ῥάχαις θὰ μετρήσουν,
Σὲ λόγκους θὰ βρεθοῦν, ’ς ἐρμιαὶς θὰ βγοῦνε,

Φαρμακωμένα ἀγκάθια θὰ πατήσουν.
Κι’ ἂν ἔχῃ ἡ γῆ καρδιαὶς ν’ ἀδιαφοροῦνε
Σὲ στεναγμοὺς, σὲ δάκρυα ἀπελπισμένα,
Κι’ ἂν τὰ πικρά μου πάθη ἀναγελοῦνε,
Ἂς πάω νὰ βρῶ τ’ ἀγρίμια φωληασμένα
Εἰς ταὶς σπηλιαὶς, νὰ εἰπῶ τὰ βάσανά μου,
Ν’ ἀκούσουν πόνο ’ς τὴν καρδιὰ γιὰ μένα·
Νὰ τρέξουνε περίλυπα σιμὰ μου,
Νὰ μοῦ φιλοῦν τὰ χέρια, νὰ δροσίζουν
Τὴν ἄγρια καὶ πικρὴ λαβωματιά μου.
Αὐτὰ τς ἀγάπης τὸν καϋμὸ γνωρίζουν
Κι’ ἀπὸ κρυφὰ καὶ γλήγορα ἀντικλάδια,
’Σ τὸ πλᾶσμα ὁποῦ ζητῶ μὲ προβοδίζουν
Τ’ ἀγερικὰ τὰ λάφια, τὰ ζαρκάδια.


ΕΙΔΥΛΛΙΟΝ
Bʹ.


Ἐρώτησα τ’ ἀστέρια ἕνα πρὸς ἕνα,
Ἐρώτησα τὸν ἥλιο, τὸ φεγγάρι,
Καὶ ὅλα τὰ νέφη τἄχω ῥωτημένα·
Τὰ βότανα τῆς γῆς καὶ τὸ χορτάρι,
Τὰ λούλουδα, καὶ τἄνθη ἔχω ῥωτήσει,
Καὶ κάθε δένδρου φύλλο, καὶ κλονάρι.

Ἐρώτησα τὸ ῥυάκι καὶ τὴν βρύσι,
Ἂν εἶδαν τὴν θεά μου, ἢ ποιὰν ἡμέρα
Καὶ ποιὰ στιγμὴ τὴν ἔχουν ἀγροικήσει,
Αὐτὴν, ποῦ ὁ κόσμος κράζει θυγατέρα
Μονάκριβη τῆς ἄνοιξις, κ’ οἱ ἀγγέλοι
’Σ τὸν οὐρανò τὴν κράζουν περιστέρα.
Κι’ ὅσα πουλάκια ἐρώτησα, δὲν θέλει
Κἀνένα νὰ μοῦ εἰπῇ ποῦ νᾆν’ ἐκείνη
Πὤχει ’ς τὰ χείλη τοῦ μαγιοῦ τὸ μέλι·
Ὁποῦ ’ς τὸ κῦμα τοῦ καϋμοῦ μ’ ἀφίνει
’Σὰν τ’ ὀρφανὸ λουλοῦδι, ὁποῦ μαραίνει,
Ἂν τῆς αὐγούλας τὴν δροσιὰ δὲν πίνῃ.
Ἔχω τὴν κάθε ῥάχη γυρισμένη,
Καὶ ’ς τὰ λαγκάδια ἀνώφελα τὴν ἔχω
Μὲ τὸ γλυκό της ὄνομα κραγμένη!
Καὶ περπατῶ, καὶ μὲ τὸ δάκρυ βρέχω
Τὰ φλογισμένα στήθη μου, κ’ ἡ μοῖρα
Ποῦ θὰ μὲ καταφέρει, δὲν κατέχω....
Σιμὰ ’ς τὸ ῥυάκι ἐκάθησα κ’ ἐπῆρα
Λίγο νερὸ ’ς τὰ χείλη, νὰ δροσίσῃ
Τὴν φλογισμένη τῆς καρδιᾶς μου πύρα·
Καὶ τὸν καϋμό μου ἀντὶ ν’ ἀποκοιμίσῃ,
’Σὰν τὸ φιλὶ ποῦ δίνει εἰς τὸ τριφύλλι,
Τὴν φλόγ’ ἀρχίζει ὁλοῦθε νὰ διαχύσῃ.
Μοῦ ἄνοιξε ὁ πόνος, τῆς καρδιὰς τὰ χείλη,
Κι’ ἄπαυτα σκούζουν ’ς τὰ βουνὰ, ’ς τὰ δάση
—Πέστε μου ποὖνε τῆς ψυχῆς μου ἡ φίλη;—
Ὅλη ἡ κτίσις γιὰ μὲ τώρα ἔχει χάσει
Κάθε πλούσια ὠμορφιὰ, κάθε εὐσπλαχνία,

Κι’ ἀπὸ φαρμάκι ἁψὺ θὰ μὲ χορτάσῃ.
Τώρα μὲ μάτια ἀναίσθητα καὶ κρῦα
Ὁ κόσμος μὲ θωρεῖ, κι’ ἀναγελάει
Τὴν τίμια φλόγα ὁπ’ ἔχω ’ς τὴν καρδία.
Χεῖλι γλυκὸ, ποῦ νὰ παρηγοράῃ,
Ἀκόμη δὲν ἀνοίχθηκε γιὰ μένα,
Οὐδὲ φίλου καρδιὰ νὰ μὲ ῥωτάῃ,
—Γιατί, ὀρφανὲ, τὰ μάτια ἔχεις κλαμμένα;
Ποῦ τρέχεις; τί ζητᾷς; γιατὶ στενάζεις;
Μήπως τὰ στήθη σοὖχῃ δαγκωμένα
Στόμα φιδιοῦ, ποῦ κλαῖς, καὶ ποῦ φωνάζεις;
Μήπως χορτάρι σ’ ἔχῃ φαρμακώσει,
Κι’ ἐμπρὸς τὸ Χάρο βλέπεις καὶ τρομάζεις;—
—Οὐδὲ στόμα φιδιοῦ μ’ ἔχει δαγκώσει,
Οὐδὲ τς ἀβύσσου τὸ τραχὺ χορτάρι
Τέτοιο φαρμάκι ἀκράτο ἤθε μοῦ δώσει,
Καθὼς αὐτὸς, ποῦ μὲ χρυσὸ δοξάρι
Σαϊτεύοντάς μου τὴν ζερβιὰ μερία,
Κάθε γλυκάδα ἀπὸ τ’ ἐμὲ ἔχει πάρει.
Καὶ βάνωντάς μου ἐμπρὸς δυὸ μάτια θεῖα,
Μὲ ταὶς γλυκαὶς ἀχτίναις τους μὲ δένει,
Γιὰ νὰ μοῦ κατασχίσῃ τὴν καρδία.
Εἶναι τρεῖς χρόνοι τώρα περασμένοι
Ποῦ πολεμιῶμαι ἀλύπητα ὁ καϋμένος,
Κι’ ὁ πόνος μὲς τὰ σωθικά μου ἀξαίνει...
Ἐγὼ, σὰν εἶδα ποῦ ἤμουνα δεμένος,
Μὴ μὲ λαβώσῃς, Ἔρωτα, φωνάζω
Καὶ κράζομαι ἀπὸ σένα κερδεμένος.
Μὴ μὲ λαβώσης πλειὰ, καὶ ἐγὼ σοῦ τάζω,

Μὰ τῆς γλυκειᾶς ψυχῆς μου τὰ δυὸ μάτια,
’Σ ἐσὲ τὴν θέλησί μου νὰ ὑποτάζω·
Μαζῆ σου νὰ διαβῶ τὰ μονοπάτια,
Τοὺς κάμπους, τὰ βουνὰ.... κι’ ἂν ἀποστάσω,
Κάμε μου τότε τὴν καρδιὰ κομμάτια.
Τὴν ἐλευθέρα μου ὕπαρξι πρίν χάσω,
Μὲ γλυκειὰ ἡμερωσύνη ἐπροσπαθοῦσα
Τὴν ῥοπὴ τοῦ χεριοῦ του νὰ μουδιάσω.
Κ’ ἐκεῖ ποῦ τέτοια ὁ δόλιος ἐμιλοῦσα
’Σ αὐτὸν ὁποῦ τὴν κτίσιν ἀγκαλιάζει
Πιλιὸ καρδιὰ ’ς τὸ στῆθος δὲν ἐκλειοῦσα!
Εἶναι ὀχτὼ μέραις τώρα ὁποῦ ῥημάζει
Τὸ λυπηρὸ πολύπαθο κορμί μου
Καὶ σὰν ξερὸ κλωνάρι τ’ ἀπαριάζει....
Ὠϊμένα, ἀφῆτε, πρὶν σβυσθῇ ἡ πνοή μου,
Μὲ βροντερὴ φωνὴ νὰ ξεθυμάνῃ
Ὅσα μέσα της κλεῖ τούτη ἡ ψυχή μου....
Χωρὶς καρδιὰ, χωρὶς αὐτὴν, ποῦ βάνει
Ψυχὴ ’ς τὰ σωθικὰ τὰ μαραμμένα,
Τ’ ὀρφανωμένο σῶμα θὰ πεθάνῃ.
Καὶ τοῦτά μου τὰ μέλη τὰ καϋμένα
Χωρὶς λουλοῦδι, χωρίς δάκρυ, θᾆνε
Εἰς σὲ μνημοῦρι ταπεινὸ θαμμένα.
Ἴσως αὐτοὶ ποῦ ἀκοῦσαν, ἢ γροικᾶνε
Τὴν φλόγα τῆς ἀγάπης ’ς τήν καρδία,
Διαβαίνοντας σιμὰ θὰ συγχωρᾶνε
Τὴν ὕπαρξί μου, τὴν δεινὴ κι’ ἀθλία!