Επιτίμησις
Συγγραφέας:


- Δεν σούειπα, ήλιε, να μη βγης και γη να χορταριάσης,
να βουβαθή κάθε πουλί κι’ αγέρι να σωπάσης;
Τι βγήκες; τι ολόχαρος το φως παντού σκορπίζεις,
ωσάν να είναι ζωντανός, ωσάν να τον φωτίζης!
Ακόμα χθες απέθανε· δεν πέρασε μια μέρα
και συ γυρίζεις σαν γαμπρός και λάμπεις στον αιθέρα!

Σώπασε αγέρι αλύπητο· πουλιά, μη τραγουδάτε·
δεν σας ακούει· με τη γη αγκαλιαστά κοιμάται.
Ντροπή, ντροπή σας! Χαίρεσθε για τον συνάδελφό σας;
Πάψτε, πουλιά, κακά πουλιά, τον άσπλαχνο σκοπό σας!
Και πρώτος αποκρίθηκε ο ήλιος από πάνω:
- Βγήκα του κρύου τάφου του το χώμα να ζεστάνω·
δεν λησμονώ πως ήτανε ακτίνα μου μια μέρα
και σμίγει πεθαμμένο γιο το φως μου με πατέρα...

Η μαύρη γη εστέναξε και είπε: - Χορταριάζω
και λουλουδίζω μοναχά για να τονέ σκεπάζω·
ήταν παιδί μου μια φορά και τώρα πειο παιδί μου...
Ο Ουρανός τον έπλασε, τον έκαμε μαζή μου·
το ξεύρω πως αγάπαε το χώμα μου ανθισμένο,
γι’ αυτό στο μνήμα του ανθούς και πρασινάδα βγαίνω!

Και τα πουλιά: - Ξεχάσαμε θαρρείς τον αδελφό μας;
Πήρες τραγούδι τον καϋμό, χαρά το δάκρυό μας.
Σαν κελαϊδούνε τα πουλιά σ’ αηδόνι πεθαμμένο,
μοιρολογούν συνάδελφο στο χώμα ξαπλωμένο......

Φωνή ακούσθη απ’ το Σταυρό: - Εγώ τονέ ξεσταίνω,
εγώ βουβά του τραγουδώ κι’ απάνω τον πηγαίνω!