Επιστολή του Οδυσσέα Ανδρούτσου προς τους προκρίτους της νήσου Σπετσών

Επιστολή του Οδυσσέα Ανδρούτσου προς τους προκρίτους της νήσου Σπετσών
Συγγραφέας:


«Φιλογενέστατοι Πρόκριτοι της νήσου Σπετσών.
Και με άλλο μου προς υμάς έγραφον τα διατρέξαντα και ήδη τα έως νυν. Κατά την 7 του ήδη Ιουλίου τρέχοντος σφοδρά εγένετο παρ’ ημών με τους εν Λεβαδεία εχθρούς, τω όντι περιφανής και ούτως: Το ήμισυ σχεδόν εχθρικόν στράτευμα, ον στρατοπεδευμένον εν τη της Χαιρωνείας πεδιάδι κατά τας όχθας του κηφισού ποταμού, διέμεινεν· ημείς βλέποντες το τοιούτον και κυριευθέντες οι Έλληνες από τον ενόντα ενθουσιασμόν, αμέσως ετρέξαμεν μετά μεγάλης σπουδής κατ’ αυτών, εσυγκροτήσαμεν δια νυκτός, ως η ώρα έκτη, μίαν μάχην μαχιμώτατην ώστε φονευμένους εχθρούς και πληγωμένους ελάβομεν αρκετούς, καμήλους σχεδόν εκατόν και αλογομούλαρα πολλά και μέρος των εφοδίων· είτα δε διεσκορπίσθησαν τήδε κακείθεν, και έως ώρας δεν είναι βέβαια είδησις αν ενώθησαν με το άλλο, το εν Καλάμω της Λεβαδείας, εχθρικόν στρατόπεδον. Και τέλος έμεινεν η κοινώς ποθούμενη νίκη εις τους Έλληνας, εξ ων εις μόνος επληγώθη.
Τίς άρα ευαίσθητος και καλοκάγαθος ψυχή δεν ήθελε δικαίως και απαθώς διασαλπίσει εις τας ακοάς εκείνων, οίτινες αναιρούν τα δίκαια της Ανατολικής Ελλάδος, τα όσα κατά καιρόν ανδραγαθήματά της; ή δεν ήθελε διηγηθή δακρυρροούσα προς άπαντας τας όσας καταχρήσεις εδοκίμασεν από των απίστων Οθωμανών; Ωσαύτως και τον τέλειον ήδη αφανισμόν της; ή ήθελε κρύψει την μεγάλην αδιαφορίαν των Πελοποννησίων; Τω όντι ουδεμία.
Η Πελοπόννησος, αδελφοί μου, δεν έχει λόγον δικαιολογήματος τινος ήδη και μηδεμίας προφάσεως διόλου, μήτε ημπορεί να αρνηθή την όσην τιμήν έλαβεν από τας Αιγαιοπελαγικάς άπαντας νήσους, Δυτικήν και Ανατολικήν Ελλάδα, καθότι μεγαλειτέρα τιμή πάντων είναι όπου την εγνώρισαν άπασαι ως γενικόν κέντρον απάσης της Ελλάδος. Αφήνω να λέγω τας όσας βοηθείας αυτοθελήτως επρόσφερον αυτή και τίνες απέβλεπον εις την τιμήν και υπόληψιν αυτής.
Αλλ’ αυτή η σκληρά και υπερήφανος, καταγινομένη εις την μέθοδον της αισχροκερδείας και της αρπαγής και εις τους βαθμούς της δόξης, πριχού το Ελληνικόν γένος να λάβη την ανεξαρτησίαν του εντελώς και παντός άλλου είδους ατοπήματα, δεν δίδει ακρόασιν τελείως εις τας φωνάς αυτών· αλλ’ ούτε αι ήδη δειναί περαστάσεις της Ανατολικής Ελλάδος κατεμαλάκωσαν την καρδίαν της Πελοποννήσου, μήτε αι συνεχείς τέλος πάντων μετά δακρύων παρακλήσεις αυτής δια την ενταύθα εξαποστολήν εν τάχει της πελοποννησιακής βοηθείας εις απάντησιν του εχθρού εμετέβαλον την δόλιαν διάθεσιν αυτής. Είπα δεινάς περιστάσεις, διότι ο Καραϊσκάκης και Μήτσος Κοντογιάννης, καθώς και άλλοι, κάμνοντες ανακωχήν αρμάτων, ησύχαζον, δίδοντες έτι και τα όσα χαρακτηρίζουν τον ραγιάν. Και όντα εκείνα τα μέρη ούτως, ο εχθρός ήδη στρατοπεδεύει εντός αυτής. Και οι ειρημένοι όμως, στερημένοι της πελοποννησιακής βοηθείας, ποιούν τοιαύτας. Δια να μη νομίσετε ότι εκφράζομαι τοιούτους λόγους δια τινος πάθους, αφήνω την φιλογένειάν σας να κάμετε κρίσιν ορθήν επάνω εις τα πράγματα δια να πληροφορηθήτε μόνοι σας. Πόσον διάστημα καιρού διέτρεξεν αφ’ ης έδωκεν υπόσχεσιν η Πελοπόννησος δια την Ανατολικήν Ελλάδα εξαποστολήν των στρατευμάτων; πολύ βέβαια, καθότι η προθεσμία της διπλή και τρίδιπλος έγεινε! Σας παρακαλώ ειπέτε μου αν η παρούσα περίστασις συγχωρή να γένη διπλή και τρίδιπλος η προθεσμία· όχι μόνον, αλλ’ ούτε τροφάς μας προφθάνουν, όπου καταλιμοκτονούμεν εδώ, καταπολεμούντες μόνοι μας τον εχθρόν δια ξηράς και δια θαλάσσης. κ.τ.λ.
Εν τη Μονή της Ιερουσαλήμ, τη 13 Ιουλίου 1823.
Στους ορισμούς σας
Οδυσσεύς Ανδρίτσου».