Ο Επικηδειος
                                                                                                                         ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΝΔΥΛΑΚΗ
 Ειμεθα τοτε μια ευθυμη συντροφια νεων εις τα Χανια,που κοινη ειχαν την αγαπημ προς την ιππασιαν.Εις την εισοδον της πολεως ενας τουρκος,ο Τζανερικος,εδινε αλογα με νοικι.Επαιρναμε απο ενα κι ετραβουσαμε στα περιχωρα.Τι υπεφεραν εκεινα τα αλογα απο την νεανικην μας τρελλα δεν περιγραφεται.Ετρεχαμε σα δαιμονισμενοι και τα αναγκαζαμε να υπερπηδουν καθε εμποδιο που συναντουσαμε,ειτε τοιχος ητο ειτε χαντακι.Μαλιστα αμα μεθουσαμε,δεν ειχαμε πια κανενα οικτο δι' αυτα τα ζωα.Τα σπιρουνια εχωνοντο βαθεια στα πλευρα των και οι βιτσες αυλακωναν το δερμα των.Και εμεθουσαμε τακτικα εις τις εκδρομες εκεινες.Σε καθε χωριο που περνουσαμε βρισκαμε ταβερνες η φιλους που μας επαιρναν στα σπιτια των' και το βραδυ-βραδυ οταν εφταναμε στη Σουδα,ειμεθα μεθυσμενοι.
 Οσες φορες στις εκδρομες εκεινες επερνουσαμε απο ενα χωριο του καμπου μας επαιρνε στο σπιτι του ο γερο Καμαριανος.Μας ητο αδυνατον ν'αποφυγωμε.Ειμεθα,φιλοι και συνομηλικοι του γιου του Αλεξανδρου,ο οποιος εσπουδαζεν ιατρικην εις τας Αθηνας και  ο γερο Καμαριανος μας ελεγεν οτι δεν μπορουσαμε ν'αρνηθουμε στον πατερα του φιλου μας,ο οποιος καθε που μας εβλεπε νομιζε πως εβλεπε και το γιο του μαζι.Θα το θεωρουσε προσβολη και θα τουκανε μεγαλη λυπη.Αλλ'ητο και καλος και ευθυμος ανθρωπος,μ'ολα του τα εξηντα χρονια κι ειχε και εξαιρετο κρασι.Μπορουμε λοιπον να το αρνηθουμε?
 Αλλ'ενω ητο ευχαριστος ανθρωπος,ειχε και μια δυσαρεστη συνηθεια,την οποιαν εφοβουμεθα.Αμα επινε κι εφθανε στον ενθουσιασμο της μεθης,εκαταφερνε γροθιες στα μαλλιαρα του στηθη,που ταχε ανοικτα,οπως ταχαν ακομη οι γεροντοτεροι χωρικοι της Κρητης.Και οταν παρενθουσιαζετο,δεν περιωριζετο να κτυπιεται,αλλ'αφου εδινε μια στο στηθος του,εδινε και αλλη στο στηθος του διπλανου του κ'εφωναζε¨Στηθος μαρμαρο!Αλλα τα στηθια τα δικα μας δεν ησαν απο μαρμαρο κι επιανοταν η αναπνοη μας.Εκινδυνευαμε να παθουμε αιμοπτυσια.
 Μια μερα ερχεται ειδησις οτι ο Καμαριανος απεθανε ξαφνικα.Μαζευομεθα ολοι οι φιλοι του Κενταυροι και αποφασιζομε να παραστουμε στην κηδεια του.Το χωριο δεν ητο μακρυα κι εξεκινησαμε πεζοι.Μαζι μας ηρθε κι ο φαρμακοποιος Ζαμαλης.Ο Ζαμαλης θα ητο εξηνταρης,αλλ'ειχαμε μαζι του θαρρρος,σαν νατονε της ηλικιας μας,γιατι απο τα μαλλια και τα μουστακια του,που διετηρουντο καταξανθα,τον επαιρναμε για νεοτερο απ'ο,τι ητο.
  Στο δρομο δεν ξερω σε ποιον ηλθεν η ιδεα οτι ητο απαραιτητον να βγαλωμε λογο του μακαριτη φιλου μας.Και ολοι εσυμφωνησαν οτι ο καταλληλοτερος δια ν'αυτοσχεδιασω και εκφωνησω τον επικηδειον ημουν εγω.Του κακου επροσπαθησα ν'αποφυγω αυτην την προτιμησιν.

__ Μα πως ειμαι ο καταλληλοτερος,ελεγα,αφου δεν εξεφωνησα ποτε μου λογο? __ Μηπως εμεις εξεφωνησαμε? __ Μα τι να του πω? Ητο ενας γεωργος αγραμματος, που δεν μπορεις να του πεις παρα μονον πως ητο καλος ανθρωπος. __ Αυτα να του πεις ειπεν ο Ζαμαλης. __ Μα αυτα δεν φθανουν για να γεμισουν εναν επικηδειο.Αν ηξερα τουλαχιστον πως επολεμησε...

  Θαχει πολεμησει'αμφιβαλλεις? ειπεν ενας απο τους φιλους μου.Λες πως επολεμησε στα 66 η οτι ανδραγαθησε στην επανασταση του Μαυρογενη.

__Δηλαδη τοτε που δεν εγινε τιποτε,ειπε και εγελα ο Ζαμαλης.Δεν το ξερετε πως η επανασταση του Μαυρογενη επερασε χωρις να ανοιξη μυτη?

 __Τελος παντων ας πεις πως επολεμησε στα 66 και φτανει.Και θαχει πολεμησει'δεν μπορει.Εμεις στον Πειραια εβγαλαμε αγωνιστη του 21 ενα γερο,που δεν ηξερε πως πιανουν το τουφεκι.
  Ο νεος εκεινος ειχε καμει το Γυμνασιον στον Πειραια.Και μας διηγηθη οτι οταν απεθανεν ο γερος επιστατης του Γυμνασιου,το βρηκαν προφαση για να μην κανουν μαθημα.Ειπαν λοιπον στους καθηγητας οτι ηθελαν ν'ακολουθησουν την κηδεια του καυμενου του μπαρμπα Τασου.Ο γυμνασιαρχης εδοκε την αδειαν,ενας δε απο τους μαθητας ανελαβε να εκφωνησει ποιημα'και για να εχει τι να πει εχειροτονησε τον επιστατη λειψανον του Ιερου Αγωνος.Και ελεγε το ποιημα¨
              Ιδου και αλλο λειψανο του Ιερου Αγωνα
              οπου εις τουρκων καυκαλα το ξιφος του ακονα.

__ Και το μονον οπλον που ειχε ισω ςπιασει στα χερια ο καυμενος ο μπαρμπα Τασος,ειπεν ο διηγουμενος,θα ητο το σκουποξυλο.

Η ομιλια εκεινη και το ανεκδοτο του γερο Τασου μας εκινησε τοση ευθυμια και τοσα γελια εκαμαμε ωστε ο Ζαμαλης μας ειπε"

__ Μα σε κηδεια πατε,μωρε παιδια, η σε γαμο? __Τι θελεις να κλαιμε απο τωρα?του ειπεν ενας απο τους φιλους μου.Εχομε καιρο να κλαψωμε οταν θ'ακουσωμε τον ρητορα να εξυμνει τα πολεμικα ανδραγαθηματα του καπεταν Καμαριανου.

 Εγελασε τοτε μαζι μας και ο Ζαμαλης δια τον τιτλον του καπετανιου.

Οταν εφθασαμε στο χωριο εβγαζαν απο το σπιτι τον νεκρον.Ακολουθουσαν οι δικοι του με κλαματα κια οι χωριανοι.Ακολουθησαμε κι εμεις.Αλλ'ειχαμε καμει τοσο κεφι στο δρομο,που επρεπε να βαλωμε προσπαθεια για να παρωμε το σοβαρο και λυπητερο υφος που ταιριαζε στην περισταση.Εγω ειχα αρχισει να σκεπτομαι το λογο και να φοβουμαι οτι δεν θα τα καταφερνα.Εστιβα το μυαλο μου να σκεπτομαι το λογο και να φοβουμαι οτι δεν θα τα καταφερνα.Εστιβα το μυαλο μου,αναζητουσα στη μνημη μου φρασεις ετοιμες απο τους επικηδειους που ειχα ακουσει,αλλα δεν ευρισκα παρα,μικρα πραγματα,που δεν αρκουσαν για να γινει ενας λογος δεκα λεπτων.Αλλ'εκεινο που φοβομουν περισσοτερο ητο αλλο.Αισθανομουν οτι η ευθυμος διαθεσις που ειχα πιεσει μεσα μου δεν ειχε πνιγει ολοτελα.Και οσο ηθελα να φαινωμαι λυπημενος,τοσο μου φαινονταν ολα αστεια,ακομη και τα θρηνολογηματα της χηρας και των αλλων συγγενων του νεκρου.Δεν εφευγαν απο το νου μου ο επιστατης που ακονουσε το ξιφος του εις των τουρκων τα καυκαλα και ο τιτλος του καπετανιου που εδοθη εις τον Καμαριανον. Και ως να μ'εγαργαλουσαν,επρεπε να σφιγγωμαι και να προσεχω ολη την ωρα για να μη μου φυγη καναν γελιο. __Δεν θα βγαλω εγω λογο,ειπα σιγα στους φιλους που πηγαιναν μαζι μου.Δεν μπορωΑς μιλησει κανεις αλλος η ας μη μιλησει κανεις. __Τωρα που τωπαμε στην οικογενεια? __Ειπατε στην οικογενεια πως θα βγαλω λογο εγω?ειπα με απελπισια. _Αφου ειχε αποφασισθει...Ας τωλεγες καθαρα πως δεν θες,αλλα τ'αφηκες ετσι κι ετσι. __Ας ειναι μ'επηρατε στο λαιμο σας. _Μα γιατι?εισαι ανοητος.Μηπως προκειται να βγαλεις λογο στα Χανια?Σ'ενα χωριο θα μιλησεις και θα σ'ακουσουν χωριατες αγραμματοι.Δε λες ο,τι θες? Ποιος θα καταλαβει? Λογια μονο ν'αραδιασεις και σα βαρεθεις λες ενα αιωνια του η μνημηκαι τελειωνεις.

__Καλα λοιπον.Αλλ'αφηστε με να συγκεντρωσω τις ιδεες μου.
 Η εκκλησια,οπου εψαλη η νεκρωσιμος ακολουθια,ητο εξω απο το χωριο.Δεν παρατηρησα,αλλ'ισως θα ητο η εκκλησια του νεκροταφειου.Ητο δε τοσον μικρη,ωστε εσφιχτηκαμε σαν σαρδελες γυρω στον πεθαμενο.Με δυσκολια εκαμαν θεση στο ρητορα να πλησιασει.Οι χωρικοι ειχαν μαθει οτι θα βγαλω λογο και με παρατηρουσαν με περιεργεια και θαυμασμο.Πρωτη φορα θ'ακουοταν λογος στο χωριο των.Ο δασκαλος του χωριου χωρικος και αυτος με βρακες,εψαλλε και μ'εκοιταζε με φθονο.Και η μεγαλη σημασια μου εφαινοντο οτι εδιδαν οι χωρικοι εις το πρωτακουστον γεγονος που επεριμενετο μ'εκανε να αισθανομαι βαρυτεραν την ευθυνην που ανελαβα.
 Ο νεκρος ητο μπροστα μου και τον παρετηρουν.Ητο σαν ζωντανος.Οπως τουρθε ξαφνικα ο θανατος,δεν τον ειχε σχεδον αλλαξει.Αλλ,ενω τον εβλεπα αρχισε παλι ο Σατανας να με γαργαλα.Και μου εψιθυρισε'

__Για φαντασου ετσι πουχει τα χερια σταυρωμενα ααν εξαφνα αρχισει να χτυπα γροθιες στο στηθος του και φωναζει?Στηθος μαρμαρο?Για φαντασου! Κυμα απο γελιο εσηκωθηκε μεσα μου και με δυσκολια το κρατησα. Εστριψα αλλου το βλεμμα μου,εσυναντησα τα προσωπα δυο φιλων μου και δεν ξερω γιατι και αυτα εδοκαν αλλα ανατιναγμα εις το γελιο που με δυσκολια τοση εσυγκρατουσα.Μου εφανηκαν οτι τα ματια των γελουσαν,οτι εκαναν την ιδια σκεψη για τον πεθαμενο και ο,τι ,οπως εγω,κρατουσαν με τα δοντια την σοβαροτητα των.Εδαγκωσα τα χειλη μου.Ηθελα να τα ματωσω,να πονεσω για ν'απομακρυνω την προσχη μου απο τον πειρασμο που γελουσε στη φαντασια μου.

 Επανω σ'αυτα ηκουσα ν αμου λεγουν οριστε.Ητο ν'αρχισω.Ειχα κατι φρασεις συναθροισει στο μυαλο μου,αλλ'οταν μουπαν ν'αρχισω σκορπιστηκαν δια μιας κ'εμεινε αδειανο το κεφαλι μου.Δεν εμεινε παρα μονο σκοταδι.Ακομη και τα ματια μου ειχαν θολωσει και δεν καλοβλεπα.Εμεινα αφωνος καμποσα λεπτα,που μου φανηκαν αιωνες.Και,ως μουπαν επειτα οι αλλοι,μια στιγμη απλωσα τα χερια μου,σαν ανθρωπος που πνιγεται και θελει απο καπου να πιαστει.
Επι τελους κατι βρηκα.Αρπαξα μια φραση ετοιμη κι επηρα κατηφορο.Θλιβερον καθηκον μας συνεκεντρωσε εις τον οικον τουτον του Θεου...
 __Αλλα ειναι πολυ στενοχωρος και θα σκασωμε,εμουρμουρισε διπλα μου ενας απο τους συντροφους μου.
 Η διακοπη εκεινη οχι μονο μουκοψε το νημα αλλα και εδοκε νεαν ευκαιριαν εις τον πειρασμον που ηθελε και καλα να με καταστρεψει.Εδαγκωσα και παλιν τα χειλη μου.Επειτα αρχισα να ξεροβηχω και ν'αναζητω συγχρονως το νημα πουχασα.Και αφου περασα αλλην αγωνιαν εξηκολουθησα
 Ο προκειμενος νεκρος υπηρξε ανδρειος για την πατριδα του,φιλοστοργος δια την οικογενειαν του,ευγενης και αγαθος δια τους φιλους του.Τα ορη τα οποια υψουνται υπερ τας κεφαλας μας,τα Λευκα Ορη λεγω,διηγουνται τας ηρωικας αυτου πραξεις κατα τον τριετη κρητικον αγωνα και κατα την τελευταιαν επαναστασιν,ητις αναγκασε τον σουλτανον να συνθηκολογησει με την μικραν,αλλα μεγαλοψυχον Κρητην.Ανηκεις εις την γενεαν γιγαντων και ημιθεων.Το ονομα σου υπηρξε τοσον σεβαστον και τιμημενον μεταξυ των ομοεθνων σου,οσον υπηρξε φοβερον εις τους εχθρους .Οι τουρκοι σ'ετρεμαν...
Εδω αλλη διακοπη.
___Τα παραφουσκωνεις μου εψιθυρισεν η φωνη ενος απο τους φιλους μου,ο οποιος εστεκετο διπλα μου.
 Παρα τριχα ν ατου φωναξω σκασμοςη κατι τετοιο.Επηγαινα τοσο ωραια.Ειχα παρει τον αερα του...ας πουμε του βηματος κια οι ακροαται μου,χωρις να νοιωθουν μεγαλα πραγματα απ'οσα ελεγα,εκρεμοντο απο τα χειλη μου.Και ημουν ικανος να τραβηξω μακρια το δρομο πουχα παρει,αλλ'η κακοβουλη εκεινη διακοπη μου τα χαλασε παλι.Πως να ξαναρχισω εις το εγκωμιο των ηρωισμων του μακαριτη? Επρεπε να περασω εις αλλα προτερηματα του.Αλλα με την ταραχη που μουφερε η διακοπη η στροφη δεν ητο ευκολη.Ξεροβηχοντας ελεγα κ'εξαναελεγα'Ο προκειμενος νεκρος...Επειτα μουρθε μια ιδεα που να μη μου ερχοτανενα μιλησω για τον γιο του τον Αλεξανδρο.Και ηρχισα να πλεκω το εγκωμιο του φιλου μας.Επειτα ειπα

Ποια οδυνη θα διαπερασει ως φασγανον την καρδιαν του προσφιλεστατου υιου σου Αλεξανδρου,οταν μακραν σου ευρισκομενος θα μαθει τον θανατον σου!Διατι να μην ευρισκετο πλησιον σου να γλυκανει τας τελευταιας σου στιγμας?Ισως δε και η επιστημη του ομου με την θερμοτητα της υιικης του αγαπης θα κατωρθωναν να σε αποσπασουν απο τους ονυχας του αδυσωπητου θανατου...

 τοτε ενας χωρικος,συγγενης,φαινεται, της οικογενειας,ο οποιος εστεκε πισω του,ερριξε στο σβερκο μου μια φραση
 ___Πε πραμα και για τ'αλλα παιδια.Πως δεν τρελλαθηκα,Θεε μου,κεινη τη στιγμη!Αλλα καταφερα να γυρισω πισω το γελιο που μ'ανεβηκε σα λοξυγγας

στο λαιμο.Απο την αγωνια και απο τη ζεστη ετρεχεν ο ιδρωτας ποταμι απο το μετωπο μου.

Εσωπασα παλι κι εξεροκαταπινα.Να πω και για τ'αλλα παιδια? Αλλα τι να πω δι'ονομα του Θεου!Μηπως ταξερα καλα καλα?Στρεφομαι λιγακι και λεγω χαμηλοφωνα στο χωρικο

___Ο Αντρουλιος... __Ο Αντρουλιος,εξακολουθησα,ο φημισμενος σκοπευτης,ο οποιος ανυπομονει να συνεχισει τους ηρωικους αθλους του γενναιου πατρος του... __Η Μαρια ,μου ψιθυρισε ο υποβολευς. __Η Μαρια,το κοσμημα του οικου σου,η σεμνη και εναρετος Μαρια... Εις το ακουσμα του ονοματος της η Μαρια εβαλε φωνη μεγαλη... __Μπαμπα μου και πως θα μπαινω στο ερημο το σπιτι να μη σε θωρω μπλειο! Αισθανομουν οτι δεν αντειχα πια ,οτι η δυναμις της αντιστασεως μου ητο το τελος της.Τι μαρτυριον ητο αυτο,να εχω μια τοσο ακρατητη ορμη να γελασω ,να ξεκαρδιστω στα γελια κια να με πνιγει αγωνια.Και ο υποβολευς το σκοπο του __Ο Νικολας..η Γαρουφαλια...

 Το βλεμμα μου επεσε παλι για μια στιγμη στον πεθαμενο και μου φανηκε πως ημουν πιο αξιοθρηνητος και απ'αυτον.
 __Και τι να ειπω δια τον Νικολαον...
 Δεν ειχα τιποταε να ειπω δια τον Νικολαον,αλλ'ουτε και μ'αφηκαν.Απο το απεναντι μερος,οπου εστεκοντο δυο φιλοι μου ηλθε ενα φυσημα μυτης,ενα γελιο που ξεφυγε απο τη μυτη,γιατι το στομα ητο φραγμενο με μαντηλι.Το φυσημα εκεινο και το μαντηλι που ειδα στο στομα κατω απο ενα μετωπο χαμηλωμενο ,με αποτελειωσε.Θυελλα απο γελια ξεσπασε απο το στηθος μου.Και αρχισα,ητο αδυνατο πια να κρατηθη.Ηθελα να πω¨""Γαιαν εχεις ελαφραναλλα μονον η πρωτη συλλαβη εβγαινε απο το στομα μου κ'ετελειωνε σε σπασμο γελιου.
 Στρεφομαι γυρω με απελπισια και ζητω μια προφαση για να δικαιολογησω την ασεβη παραφροσυνη μου.Αλλοι με κοιταζουν με απορια και αλλοι με θυμο'και μονον οι φιλοι μου δεν με κοιταζουν γιατ'ειχαν κρυφτει.Το βλεμμα μου φτανει το φαρμακοποιο και στα μουτρα του βρισκω την προφαση που ζητουσα.
 Ο Ζαμαλης βαφοταν κι απο τη ζεστη η βαφη ειχεν αναλιγωσει και με τον ιδρωτα σχηματιζε κιτρινωπα ρυακια στο προσωπο του.

__Μωρε,βαφεσαι?του λεω για να δειξω ταχα γι'αυτη την ανακαλυψη γελουσα. __Δε μου λες πως εισαι για δεσιμο?αποκρινεται ο Ζαμαλης και σκουπιζεται με μεγαλο χρωματιστο μαντηλι.

 Δια να σκεπασει το σκανδαλο ο παπας αρχισε να ψαλλει.Την ιδια στιγμη δυο χερια μ'εσπρωξαν προς τα εξω' ηταν ο χωρικος που μουλεγε τα ονοματα'και στην πορτα της εκκλησιας μου λεγει

__Το καλο που σου θελω,φυγε,φυγε γρηγορα!.__

__





__