Επίστρατος
Συγγραφέας:
Δεκέμβριος 1880.


Ἔγινα ἥρως φοβερός, κυλιέμαι μὲς στὸ χῶμα
γονυπετῶς καὶ πρηνηδὸν τσὰφ τσοὺφ πυροβολῶ...
μὲ τοῦτα τὰ γυμνάσια μοῦ πῆραν τὸ μυαλὸ
καὶ μέσα εἰς τὸν ὕπνον μου γυμνάζομαι ἀκόμα.
Γυμνάσια γιὰ πόλεμο μὲ σάκκο εἰς τὴν πλάτη
τὴ μέρα στὴν Ἀκρόπολη, τὴ νύκτα στὸ κρεββάτι.

Δὲν εἶναι οἱ ἀνώτεροι ἐννέα δέκα μόνοι...
τόσους κυττάζω ἀπὸ μπρὸς καὶ τόσους ἀπὸ πίσω,
ποὺ δὲν μπορῶ στὰ δάκτυλα σωστὰ νὰ τοὺς μετρήσω...
πόσαις ἀρχαῖς, τὸ βάρος των τὴ ράχη μου κυρτόνει.
Στρατάρχαι, ὑποστράτηγοι, κι' ἀκόμη τόσοι ἄλλοι!...
τοὺς βλέπω καὶ μοῦ ἔρχεται σκοτοῦρα στὸ κεφάλι.

Ὅπου γαλόνι καὶ σπαθὶ ἀμέσως φέρνω σχῆμα,
ἀλλὰ ξιππάζομ' ἔξαφνα ἐκεῖ ποὺ περπατῶ
καὶ κἄποτε τὸν ἴσκιο μου μὲ φόβο τὸν κυττῶ
κι' ἀκίνητο τὸ χέρι μου δὲν μένει οὔτε βῆμα,
ἔχω καὶ ἄρχοντας μικροὺς καὶ ἄρχοντας μεγάλους...
τῶν σκλάβων σκλάβος ἔγινα νὰ ξεσκλαβώσω ἄλλους.