Ἐπέσανε τὰ Γιάννενα
Συγγραφέας:



Ἐπέσανε τὰ Γιάννενα, σιγὰ νὰ κοιμηθοῦνε,
ἐσβήσανε τὰ φῶτα τους, ἐκλείσανε τὰ μάτια.
Ἡ μάννα σφίγγει τὸ παιδὶ βαθιὰ στὴν ἀγκαλιά της,
γιατὶ εἶναι χρόνοι δίσεκτοι καὶ τρέμει μὴν τὸ χάσει.
Τραγούδι δὲν ἀκούγεται, ψυχὴ δὲν ἀνασαίνει.
Ὁ ὕπνος εἶναι θάνατος καὶ μνῆμα τὸ κρεβάτι
κι ἡ χώρα κοιμητήριο κι ἡ νύχτα ρημοκλήσι.
Ἄγρυπνος ὁ Ἀλὴ πασᾶς, ἀκόμη δὲ νυστάζει,
κι εἰς ἕνα δέρμα λιονταριοῦ βρίσκεται ξαπλωμένος.
Τὸ μέτωπό του εἶναι βαρύ, θολό, συγνεφιασμένο
καὶ τὄβαλεν ἀντίστυλο τὸ χέρι του, μὴν πέσει.
Χαϊδεύει μὲ τὰ δάκτυλα τὰ κάτασπρα του γένια,
ποὺ σέρνονται στοῦ λιονταριοῦ τὴν τρομερὴ τὴ χαίτη.
Ἀγκαλιασμένα τὰ θεριά, σοῦ φαίνονται πὼς ἔχουν
ἕνα κορμὶ δικέφαλο, τὸ μάτι δὲ γνωρίζει
ποιὸ τάχα νἆν᾿ τὸ ζωντανὸ καὶ ποιὸ τὸ σκοτωμένο.