Εν άνθος στο μνήμα του Σπύρου μου

Ἕν ἄνθος στὸ μνῆμα τοῦ Σπύρου μου
Συγγραφέας:


Μὲς τὴν ἐρμιά, ποῦ ὁ Θάνατος
ἔχει στὸ νοῦ μου ἁπλώσει,
λουλοῦδι γιὰ τὸ μνῆμα σου
δὲ βλέπω νὰ φυτρώσῃ·
ἀλλ,' ἂν τὸ δάκρυ ὡς πότισμα
ζητάει γιὰ νἄβγῃ ἐκεῖνο,
ποτάμι δάκρυα χύνω,
καὶ πρέπει νὰ φανῇ.

Στὸ φῶς ποῦ δὲ σὲ χαίρεται
ἂς ἔβγῃ, ναί, καὶ ἂς πάρῃ
μία μόνη ἀπ' ὅσαις ἔδειχνες·
μία μοναχή σου χάρη·
θὰ ζήσῃ τότε, ἀπείραχτο
ἀπὸ φευγάτη φήμη,
ὡς ἡ γλυκειά σου μνήμη
σὲ χίλια στήθια ζῇ.

Εῖχα τρεῖς χρόνους· μ' ἔφεραν
νὰ γύρω ἀγάπης μάτι
'ς ἕν' ἀγγελοῦδι, ὁπ' ἄραξε
στὸ μητρικὸ κρεββάτι,
καὶ μοὖπαν ὅτι, ἀφίνοντας
τὰ οὐρανικά του μέρη,
μοὖχε στὸν κόσμο φέρει
γλυκίσματα πολλά.

Δὲν ἦταν ψέμα· ὡς νἄσουνε
πάντα στὴν ἴδια κλίνη,
μία σου πνοὴ δὲν ἔπαψε
γλυκάδαις νὰ μοῦ δίνῃ.
Πρώτη φορὰ μ' ἐπίκρανες
τώρα ποῦ σ' εἶδα, ὠϊμένα,
μὲ χέρια σταυρωμένα,
μὲ μάτια σφαλιστά.

Πόσο γενναῖα σὲ προίκισε,
- καλή σου μάνα – η φύση!
κἀνένας δὲ σὲ γνώρισε
χωρὶς νὰ σ' ἀγαπήσῃ.
Γροικῶντας ὁποῦ σοὔχαμε
κερὶ θανάτου ἀνάψει,
πικρὰ νὰ μὴ σὲ κλάψῃ
δὲν ἔμεινε κἀνείς.

Τὸ σπίτι ἐβρόντα ὁλόχαρο,
γελοῦσε κάθε βλέμμα,
καὶ ἀγώρια, κόραις ἔσερνε
τῆς ἁρμονίας τὸ ρέμα.
Ὦ συφορά! τὰ λούλουδα,
ποῦ μάτι δὲν ἐμέτρα,
τὰ ζήλεψε μία πέτρα
στὴν ἡσυχία τῆς γῆς.

Χρόνια πολλὰ μᾶς χώρισαν,
ἀλλὰ νὰ ζοῦμε ἀντάμα
ἕνα συχνὸ μᾶς ἔμαθε
ἀνταλλαμμένο γράμμα.
Τοῦ κάκου τώρα ὁ δύστυχος,
κι ἂν μέρα νύχτα γράφω
δὲν ἔχω ἀπὸ τὸν τάφο
ἀπόκριση ποτέ.

Ἄς μείνουν, ναί, κατάκλειστοι,
βουβοὶ τοῦ Χάρου οἱ λίθοι,
καί, ὡς πρῶτα μοῦ περίγραφες
χώραις, ἀνθρώπους, ἤθη,
ὦ πνεῦμα γλυκομίλητο,
μὲς ἀπὸ κἄποιο ἀστέρι
περίγραψε τὰ μέρη
ποῦ ἀπόχτησαν ἐσέ.

Τὴν ἅγια νύχτα πὤφυγες,
ἡ τυφλωμένη γνώση
δὲν ἐδυνήθη ὀπίσω σου
ψηλὰ νὰ μὲ σηκώσῃ.
Παντοῦ μὲ φρίκη, ἀνάμεσα
στοῦ πόνου τὰ σκοτάδια,
θωροῦσα κρύα σημάδια
θανάτου καὶ φθορᾶς.

Τόσο στερνά, ζητῶντας σε,
τόσο ἡ καρδιά μου ἐχτύπα,
ποῦ στὴν ὁρμὴ τοῦ πόθου της,
μετανοιωμένος εἶπα:
τὸν κόσμο ποῦ σὲ δέχτηκε
νἆχε ὁ Θεὸς χαλάσει,
θὰ ἠμπόρειε νὰ τὸν πλάσῃ
ἡ ἀγάπη μου μὲ μιᾶς.

Στὴ μέση ἀπ' ὅσους ἔκλαψα
τότε, ἀκριβέ μου, σ' εἶδα,
ὁποῦ χαιρόσουν, ἔχοντας
τὸν οὐρανὸ πατρίδα.
Ἀλλὰ τὰ χέρια ὁπ' ἄνοιξα
στὸ στῆθος νὰ σὲ κλείσω
γυρίσαν ἄδεια ὀπίσω,
κ' εὑρέθηκα στὴ γῆ.

Σὰν ἕνας ὁποῦ κάθεται
εἰς τοῦ γιαλοῦ τὸ φρύδι,
ἄσπρο πανὶ προσμένοντας
γιὰ ποθητὸ ταξεῖδι,
στὴν ἄκρη ἀπὸ τὰ χρόνια μου
κατεβασμένος τώρα,
θερμὰ ποθάω τὴν ὥρα
ποῦ θὰ μὲ φέρῃ ἐκεῖ.