Ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ/Άσμα τρίτο

Ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Ιούλιος Τυπάλδος
ᾎσμα τρίτο



Μὲ τὲς δροσιὲς ἐπρόβαινε ἡ αὐγὴ χαριτωμένη
μὲ μύρια της παράδεισος λουλούδια στολισμένη,
ὅταν μέσ' στὸ στρατόπεδο, π' ἄγρυπνο ἑτοιμαζότουν
βοὴ καὶ ἁρμάτων ταραχὴ γύρω παντοῦ ἁπλωνότουν.
Καὶ μόλις ὅλο τῆς αὐγής ἐφάνηκε τ' ἀστέρι ,
οἱ σάλπιγγες χαρούμενες ἀντήχησαν στ' ἀέρι.
Ὁ πολέμαρχος μὲ γλυκοὺς τρόπους τοὺς ὁδηγάει,
πότε τοὺς βάνει χαλινό, πότε τοὺς ἀκλουθάει.
Ἔργο πλιὸ δύσκολο, παρὰ κανεὶς νὰ σταματήσει
τὸ κῦμα ποὺ σηκώνεται τὸ βράχο νὰ χτυπήσει,
ἢ στὸν βοριὰ ν' αντισταθῆ που τὰ βουνὰ κλονίζει,
καὶ τὰ καράβια σύσσωμα στὴ θάλασσα βυθίζει.
Δὲν θέλει τὴν ὁλόθερμην ὁρμή τους νὰ βαστάξη,
ἀλλ' ἑνωμένοι νὰ προβοῦν καὶ μὲ πολέμια τάξη.
Ἔχει καθένας τους φτερὰ στὰ πόδια, στὴν καρδία.
Τὸν κόπο δὲν αἰσθάνονται κι ἐμπρός πετοῦν μὲ βία­˙
κι ὅταν μὲ ἀχτῖνες φλογερὲς ὁ ἥλιος ἀνεβαίνει
καὶ τοὺς ἀγρούς ἀνάβοντας χόρτα καὶ ἀνθούς ξεραίνει,
ἰδοὺ τὴν Ἰερουσαλὴμ ξανοίγουν ἐμπροστά τους,
ἰδοὺ στὴν Ἰερουσαλὴμ στρέφουν τὰ βλέμματά τους.
Τὴν χαιρετοῦν ὁλόχαροι, μὲ πόθο τὴν κοιτάζουν
καὶ μύρια στόματα μεμιᾶς «Ιερουσαλὴμ» φωνάζουν.
Ἔτσι κι οἱ ναῦτες, ποὺ στεριὲς ἀγνώριστες γυρεύουν
καὶ μέσα σὲ ἄγρια σκοτεινὰ πέλαγα ταξιδεύουν
παλεύοντας μὲ τὸ βοριὰ καὶ τὴ θαλασσοζάλη,
ἂν ξάφνω ὁ τόπος ποὺ ζητοῦν ἀγνάντια τους προβάλη,
τὸν χαιρετοῦν, ὅλοι σ' αὐτὸν μὲ τὴν καρδιὰ πετιῶνται,
καὶ πλιὸ τὲς ἔρημες νυχτιὲς τοὺς κόπους δὲ θυμῶνται.
Ἀλλ' ἡ χαρὰ ποὺ ἔλαμψε στῶν Χριστιανῶν τὰ στήθη
ἀγάλια ἀγάλια ἐσβήστηκε κι ἄλλο αἴσθημα ἐγεννήθη,
ἀγάπης, φόβου, σεβασμοῦ, ποὺ τὲς καρδιὲς νικάει,
καὶ πλέον κανεὶς τὰ βλέμματα νὰ ὑψώσει δὲν τολμάει
ὅπου γιὰ μᾶς ἕνας Θεὸς ἔγινε μέγα θύμα
κι ἐθάφτη καὶ ὁλοζώντανος ἐβγῆκε ἀπὸ τὸ μνῆμα.
Στεναγμοί, λόγια θλιβερὰ καὶ παραπονεμένα,
σημεῖα χαρᾶς καὶ δέησες, καὶ δάκρυα πικραμένα
γύρω παντοῦ σηκώνονται καὶ δυνατὰ βουίζουν,
σὰν ὅταν μέσα στὰ κλαδιὰ οἱ ἄνεμοι σφυρίζουν,
ἢ ὅταν βράχους κι ἔρημες ἀκρογιαλιὲς χτυπάει
ἡ θάλασσα κι ἀφρίζοντας βραχνόφωνα βογγάει.
Γυμνοὶ τὰ πόδια προχωροῦν ὅλοι μικροὶ μεγάλοι,
τὰ ὁλόχρυσα στολίσματα βγάνουν ἀπ' τὸ κεφάλι,
καὶ ἀπ' τὲς καρδιὲς τ' ἀκάθαρτα πάθη ποὺ τὲς μολύνουν,
τὲς ἁμαρτίες ὁμολογοῦν καὶ πικρὰ δάκρυα χύνουν.
«Τὸ χῶμα ποὺ τὸ αἷμά σου ἔβρεξε νὰ φιλήσω,
Χριστέ μου, καὶ μὲ κλάματα θερμὰ νὰ τὸ ποτίσω˙
τί στέκεις, παγωμένη μου καρδιά, κι ἐσείς τί ἀργεῖτε,
μάτια μου κακορίζικα, δυὸ βρύσες νὰ γενείτε;
Συντρίψου, ἀχάριστη καρδιά, στὸ κρίμα βυθισμένη,
ἡ κλάψα ἀπαρηγόρητη κι αἰώνια σὲ προσμένει».
Αλλ' ὁ σκοπός, ὁποὺ ψηλά βρισκόμενος ἐθώρει
κι ἐξάνοιγε τὲς λαγκαδιὲς τριγύρου καὶ τὰ ὄρη,
βλέπει μακριάθε φοβερὴ μαυρίλα νὰ σιμώνη
σὰ σύγνεφο ποὺ μέσα του φωτιὲς καὶ λάμψες χώνει·
ἔπειτα τ' ἅρματα, θωρεῖ ὁποὺ τὸ φῶς φλογίζει,
καὶ τέλος ἄμετρους πεζοὺς κι ἄλογα ξεχωρίζει.
Κι εὐθὺς φωνάζει: «Ἀσκώνεται πολλὴ μαυρίλα πέρα,
ὤ, πῶς ἁπλώνεται γοργὰ καὶ λάμπει στὸν ἀέρα!
Νά, μᾶς ἐπλάκωσαν ἐχθροί, φθάνουν. Ἑτοιμασθεῖτε,
ἀδράξετ' ὅλοι τ' ἅρματα, στοὺς τοίχους ἀνεβεῖτε».
Σέρνει βαρύτερη φωνὴ καὶ λέει: «Καιρὸς δὲ μένει,
συμμαζωχθεῖτε γλήγορα, τρέξετε ἁρματωμένοι.
Νά, ἔφθασαν˙ ὁ κορνιαχτὸς ἁπλώνει, πλησιάζει
καὶ σὰν κατάχνια τρομερὴ τὸν οὐρανὸ σκεπάζει».
Γέροι, γυναῖκες, καὶ παιδιὰ ποὺ δύναμη δὲν ἔχουν,
γιὰ νὰ σωθοῦν ὁλότρεμοι μέσ' στὰ τζαμιά τους τρέχουν˙
οἱ ἄνδρες ὅλοι τ' ἅρματα φουχτώνουν, καὶ πηγαίνουν,
πολλοὶ στες πύλες, καὶ πολλοί στοὺς τοίχους ἀνεβαίνουν˙
ὁ βασιλέας ἀκούραστος τρέχει παντοῦ, θαρρύνει,
πολεμιστάδες καὶ ἀρχηγούς, τὲς προσταγές του δίνει.
Καὶ ἀφοῦ τὰ πάντα ἐπρόβλεψε σὲ ψηλὸ πύργο ἀνέβη,
ποὺ σὲ δυὸ πύλες μεταξὺ τὴ χώρα προστατεύει,
ὅθεν στὴ μέση τοῦ στρατοῦ βρισκόμενος ἐθώρει
ἀπὸ μακριὰ τὲς λαγκαδιές, τὰ πλάγια καὶ τὰ ὄρη.