Ελεγείον εις τον θάνατον του φίλου μου Γ. Ρήγα

Ἡ Βάρβιτος
Συγγραφέας:
Ἐλεγεῖον εἰς τὸν θάνατον τοῦ φίλου μου Γ. Ῥήγα
Η Βάρβιτος, Αθήνα 1860


ΕΛΕΓΕΙΟΝ
ΕΙΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ ΜΟΥ Γ. ΡΗΓΑ.

Τοῦ παγετώδους γέροντος καὶ τοῦ χιονοφόρου
Ἰδοὺ ὁ κρύος πρόδρομος μὲ ὅλα του τὰ δῶρα·
Ἡ ἐτησία ὥρα
ἰδοὺ τοῦ φθινοπώρου.

Νεφέλαι τὸν ὁρίζοντα ἀρχίζουν νὰ καλύπτουν.
Τί ὁμιχλώδης ὁ καιρός! τὰ φύλλα μαραμμένα
Ἀφίνουν ἕνα ἕνα
Τοὺς κλάδους των καὶ πίπτουν.

Εἰς τοὺς μικρούς των τὰ πτηνὰ ἐκρύφθησαν κρυψῶνας.
Ἀκούεις; πνεῦμα νότιον εἰς τὸν ἀγρὸν συρίζει
Καὶ τὸν περιῤῥαντίζει
Μὲ ὕδατος σταγόνας.


Ἡ φύσις ὅλη κατηφὴς καὶ ὅλη τεθλιμμένη,
Τῆς καλλονῆς της τὸν σκληρὸν καὶ τρομερὸν φθορέα
Ὡς θῦμα τὸν φονέα
Μὲ φρίκην περιμένει.

Οὐδὲ τὸ ῥόδον τὸ τερπνὸν τὴν φύσιν τέρπει πλέον,
Οὐδ’ ὁ ἡδύπνους ζέφυρος, οὐδ’ ἅπαντα τὰ ἄνθη.
Τὸ πᾶν συνεμαράνθη
Μὲ τ’ ἄνθος τῶν ἀνθέων.

Πλὴν ἂν ἡμέρας ἔζησεν ἐπὶ τῆς γῆς ὀλίγας,
Ὁποῖος ἤθελε φανῆ πολλὰ ἂν ἔζη ἔτη,
Δεκαεπτέτης ἔτι
Τὸ ἔδειξεν ὁ Ῥήγας.

Τὸ μαρτυροῦν αἱ φίλαι του αὶ Παρνασσίδες Μοῦσαι,
Πενθηφοροῦσαι σήμερον, κ’ ἐπὶ τὸν τάφον τοῦτον
Τοῦ νέου ἐραστοῦ των
Τὸν θάνατον θρηνοῦσαι.

Τὸν λάτριν σου τὸν ἔνθερμον, Μουσῶν χορεία, κλαῖε·
Θυσίαν ἔφερεν αὐτὸς ἐπὶ τοῦ ἀμολύντου
Βωμοῦ σας τὴν ζωήν του.
Κλαίεται νέοι, νέαι.

Νά! δὲν ἀκούω, φίλοι μου, τὴν θελκτικὴν φωνήν του;
Ὅπου παντοῦ καὶ πάντοτε τὰ βλέμματά μου τρέπω,
Νομίζω ὅτι βλέπω
Τὴν ἱλαρὰν μορφήν του.


Ἐκεῖνος καὶ ἀνάμνησις, ἐκεῖνος κ’ ὄνειρός μου·
Ναί! κ’ εἰς τὸν ὕπνον μου αὐτὸν τὸ ὄμμα μόλις κλείσω,
Ἕως νὰ ἐξυπνήσω,
Ἑκεῖνος εἶν’ ἐμπρός μου.

Πότ’ ἔνδακρυς μὲ φαίνεται μελαγχολίαν πνέων,
Καὶ πότε ἀγγελόμορφος, ἀνθοστεφανωμένος,
Καὶ περιβεβλημένος
Ἱμάτιον ὡραῖον.

Στὴν ἐξοχὴν καὶ ἂν ἐκβῶ, πρὸς τὸ νεκροταφεῖον,
Χωρὶς νὰ θέλω, πάντοτε μὲ ὁδηγεῖ τὸ βῆμα,
Καὶ σταματῶ στὸ μνῆμα
Τοῦ φίλου μου δακρύων.

Τὰ θερινὰ ἡ χελιδὼν ἐνδιαιτήματά της
Δὲν εἶχεν, ὦ παμφίλτατε, ἀφήσει ἔτι τότε,
Τοῦ Χάρωντος ὁπότε
Τὸ σκάφος σὺ ἐπάτεις.

Τὸ ἔαρ ἀνεχώρησε· θὰ ἔλθῃ πλὴν καὶ πάλιν
Μὲ ἄνθη ποικιλόχροα τὴν γῆν νὰ στεφανώσῃ,
Καὶ ν’ ἀφθονοκενώσῃ
Τοῦ μύρου τὴν φιάλην.

Μαζῆ μ’ αὐτὸ κ’ ἡ χελιδὼν μὲ τὰς τερπνὰς φωνάς της
Θὰ ἔλθ’ ὑπὸ τὰς στέγας μςα τὴν στέγην της νὰ κτίσῃ,
Καὶ νὰ μᾶς κελαδήσῃ
Τοὺς νέους ἔρωτάς της.


Σὺ μόνος εἰς τὰς χώρας μας δὲν θὰ ἐπανακάμψῃς·
Ἔδυσας, ἄστρον φαεινὸν, ἀφήσας φῶς ὡραῖον·
Δὲν θὰ ἰδῶμεν πλέον
Τὰς χρυσαυγεῖς σου λάμψεις!

Ὤ! ἂν μαζῆ σου ἔστεργεν ἡ τύχη νὰ συζήσω,
Σὺ θὰ μὲ ἦσο ὁδηγὸς, σὺ τῶν εὐτυχιῶν μου
Καὶ τῶν δυστυχιῶν μου
Συμμέτοχος θὰ ἦσο.

Εἰς ταύτην τὴν ἀνθόστρωτον τοῦ κήπου μου γωνίαν,
Ὡραίους δύω ἔβλεπες πρὸ ἡμερῶν ναρκίσσους,
Καὶ εἰς τὸ κάλλος ἴσους
Καὶ εἰς τὴν εὐωδίαν.

Ἀλλ’ ἐπιπνεῦσαν αὐστηρῶς σφοδρὸν βορέου πνεῦμα,
Τὸν ἕνα ἐξεῤῥίζωσεν εἰς τὴν ἀνεμοζάλην·
Τὸν μείναντα δὲ πάλιν
Παρέσυρε τὸ ῥεῦμα.

Ἐὰν τὸ ῥεῦμα τὸ θολὸν μὲ σύρῃ τοῦ θανάτου,
Καὶ ὡς ὸ κόκκος ἄγνωστος ἀπολεσθῶ τῆς ἄμμου,
Ἂς θάψουν τὰ ὀστᾶ μου
Σιμὰ εἰς τὰ ὀστᾶ του.

Ἂς φυτευθῇ τριγύρω μας ἀνθῶν πυκνὴ φυτεία·
Κ’ ἐπάνω εἰς τὸν τάφον μας ἀντὶ ἐπιτυμβίου,
Ἂς γράψωσι, ΦΙΝΤΙΟΥ
ΚΑΙ ΔΑΜΩΝΟΣ ΦΙΛΙΑ.