Εκ των ανεξηγήτων
Ἐκ τῶν ἀνεξηγήτων Συγγραφέας: |
Περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων του 1899 του Παναγιώτη Αξιώτη |
ΙΧΑΝ ἀναφθῆ πρὸ ὀλίγου τὰ φῶτα. Ἓξ ἑπτὰ φίλοι, ὅλοι νέοι καὶ ἄγαμοι, πλὴν ἑνός, εἶχαν συναχθῆ παρ’ ἐμοὶ διὰ τὸ ἑσπερινὸν τσάϊ, κυρίως ὅμως διὰ νὰ μ’ ἀποχαιρετίσουν, μέλλοντα ν’ ἀναχωρήσω τὴν ἐπιοῦσαν λίαν πρωΐ. Αἱ ἐργασίαι τοῦ φθινοπώρου εἶχαν τελειώσῃ πρὸ μηνός, ἡ Ἀζοφικὴ εἶχεν ἀποκρυσταλλωθῆ ὅλη καὶ τὰ ἄσπιλα, τὰ κατάλευκα χιόνια ἐκάλυπτον καὶ κοιλάδας καὶ βουνὰ καὶ χαράδρας. Οἱ ἄνθρωποι ζαρωμένοι παρὰ τὴν ἑστίαν, ἀπελάμβανον τοῦ θάλπους ἐκείνου τοῦ ζωογόνου, τοῦ ἀνεκτιμήτου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἐκτὸς τῶν οἰκιῶν παγωνιάν.
Εἶχα ἤδη ἑτοιμάσῃ τὴν βαρεῖαν τοῦ δρόμου μηλωτήν, τὴν λυκόγουνάν μου, τὴν ἀπαραίτητον ζώνην καὶ τὰ μαλλωτὰ ὑποδήματα, ἐφόδια, ἄνευ τῶν ὁποίων τὸ ἀνὰ τὰς ρωσσικὰς στέπας ταξείδιον ἀποβαίνει ἐπικίνδυνον.
Ἐπρόκειτο νὰ μεταβῶ εἰς Μαριούπολιν, μετὰ διετῆ ἀπουσίαν, παρὰ οἰκογενείᾳ φίλῃ, σχεδὸν συγγενῇ καὶ ᾐσθανόμην τὴν συγκίνησιν ἐκείνην τὴν γλυκεῖαν μέν, ἀλλὰ τὴν ὁποίαν καθιστᾷ σχεδὸν ὀδυνηρὰν ἡ ἀνυπομονησία.
Εἰς τὴν ὁδοιπορίαν ἔμελλε νὰ μὲ συνοδεύσῃ μέχρι Ταϊγανίου, ὅπου ἔμενεν ἡ οἰκογένειά του, ὁ κοινὸς φίλος, ὁ γέρων μέν, ἀλλὰ ζωηρότατος καὶ λίαν ὁμιλητικός, ὁ ἀλησμόνητός μας Φ. Ἦτο ἡ ψυχὴ τῶν συναναστροφῶν ὁ θαλερὸς γέρων. Ἄνθρωπος μὲ γνώσεις ποικίλας καὶ μνημονικὸν ἀπέραντον, ἤξευρε πλείστας ὅσας μικρὰς ἱστορίας καὶ ἀνέκδοτα, διηγεῖτο δὲ μὲ πολλὴν χάριν. Μᾶς ἦτο πολὺ ἀγαπητὸς ὁ γέρων καὶ οἱ φίλοι συνήχθησαν καὶ χάριν ἐκείνου, μέλλοντος νὰ διανυκτερεύσῃ παρ’ ἐμοί.
Ἐφλυαροῦμεν λοιπὸν καθήμενοι περὶ στρογγύλην τράπεζαν καὶ παρὰ τὸ κοχλάζον σαμαβάρι, ροφῶντες τὸ τερπνὸν καὶ ἀρωματικὸν ποτόν, τὸ ὁποῖον καθιστᾷ ἔτι μᾶλλον τερπνότερον ἡ ὥρα τοῦ ἔτους.
Εἶνε ἐπάνω κάτω γνωστὸν περί τινα ἀντικείμενα στρέφεται συνήθως ἡ ὁμιλία νέων ζωηρῶν, εὐπόρων καὶ σχεδὸν ἀμερίμνων. Ἀφοῦ εἴπαμεν ὀλίγα περὶ ἐμπορίου, ζήτημα ὁποῦ δὲν ἠδυνάμεθα νὰ παρίδωμεν, δὲν ἀφήκαμεν οὔτε κοινωνικόν, οὔτε πολιτικὸν ζήτημα ἄθικτον. Ἐκόπταμεν, ἐρράπταμεν, ἐδέναμεν, ἐλύναμεν μὲ τὴν εὐκολίαν ἐκείνην, τὴν ὁποίαν χορηγεῖ εἰς τὸν ἄνθρωπον τὸ ἀνεύθυνον.
Αἴφνης κἄποιος ἔφερε τὸν λόγον ἐπὶ τῶν προλήψεων ἐν γένει, καὶ ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου ἠγέρθη ζωηρὰ καὶ εὐρεῖα συζήτησις, ὡς δὲ συνήθως συμβαίνει, αἱ γνῶμαι ἐδιχάσθησαν, τῶν μὲν διατεινομένων, ὅτι φαινόμενά τινα δὲν πρέπει νὰ τ’ ἀποκρούωμεν μόνον διότι εἶνε ἀνεξήγητα, ἑνὸς δὲ πρὸ πάντων ὑποστηρίζοντος, ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶνε μπόσικα, τὰ ὑποθάλπει δὲ ἡ ἀμάθεια καὶ ἡ δυσειδαιμονία καὶ ὅτι ἄνθρωποι ἀνεπτυγμένοι δὲν πρέπει νὰ τὰ παραδέχωνται.
Ὁ φίλος μας αὐτὸς ἦτο ὁ μόνος σκεπτικὸς μεταξύ μας, ὁ μόνος ὅστις ἠγάπα νὰ φιλοσοφῇ, ἐπιτηδεύων στωϊκότητα καὶ ἀπάθειαν καὶ ὁ μόνος ὅστις οὐδὲν σκοτεινὸν ἡ ἀνεξήγητον παρεδέχετο.
— Καὶ ὅμως, εἶπεν ὁ γέρων Φ. εἶνε μερικὰ φαινόμενα, τὰ ὁποῖα, ἐπαναληφθέντα πλέον ἢ ἅπαξ, δὲν ἠμποροῦν νὰ ὀνομασθοῦν ἁπλαὶ συμπτώσεις.
Ὁ σκεπτικός μας ὕψωσε τοὺς ὤμους. Ὁ γέρων ἐπανέλαβε.
— Τί θὰ εἴπητε, π. χ. ἢ πῶς θὰ ἐξηγήσετε ὅ,τι παρετηρήθη πολλάκις εἰς τὸ ζωΰφιον τῆς ἀράχνης;
— Τί παρετηρήθη; ἠρωτήσαμεν ὅλοι μὲ περιέργειαν.
— Ὅτι ἂν συμβῇ νὰ καθήσῃ τὸ ἔντομον ἐπὶ ἀνθρώπου ἢ ἐπὶ πράγματος τοῦ ἰδίου, τοῦτο προμηνύει προσεχῆ γάμον! Τὸ ἤκουσα ἀπὸ ἄλλους, ἀλλ’ ἔτυχε καὶ εἰς ἐμὲ αὐτόν, εἰς τὴν οἰκογένειάν μου.
Ὅλοι ἐστράφημεν πρὸς τὸν γέροντα, οὐδὲ τοῦ σκεπτικοῦ φιλοσόφου μας ἐξαιρουμένου, ὑπὸ τῆς αὐτῆς διακαιόμενοι ὅλοι περιεργείας, ἣν ὁ γέρων, παρακληθείς, ἔσπευσε νὰ ἱκανοποιήσῃ, ἀφηγηθεὶς ἡμῖν τὰ ἑξῆς.
«Ἰδοὺ ἡ ἱστορία ἐν ὀλίγοις. Ἡ μεγάλη μου κόρη ἦτο εἰς ὥραν γάμου καί, ὡς συμπεραίνετε, δὲν ἐβλέπαμεν τὴν ὥραν νὰ τὴν καλοαποκαταστήσωμεν. Γαμβρὸς ὑποψήφιος ἦτο κἄποιος νέος, λαμπρὸς ὑφ’ ὅλας τὰς ἐπόψεις, φίλος δὲ οἰκογενειακός μας παρεκλήθη νὰ ἐνεργήσῃ ὑπὲρ ἡμῶν. Ἀλλὰ καὶ ἄλλα σπίτια τὸν ἐζητοῦσαν καὶ ὅσον ὁ καιρὸς παρήρχετο τόσον ἡ ἀγωνία μας ηὔξανε, διότι ἐφοβούμεθα μὴν ἀποτύχωμεν. Ἕνα πρωΐ, μετὰ τὸ τσάϊ καὶ ἐνῷ ἀκόμη ἐκαθήμεθα περὶ τὴν τράπεζαν, ἐγώ, ἡ σύζυγος καὶ ἡ κόρη μου, μία ἀράχνη, ἀφεθεῖσα ἐκ τῆς ὀροφῆς καὶ κρατουμένη ἀπὸ τὸ σχεδὸν ἀόρατον νῆμά της ὡς αὐτοδίδακτος σχοινοβάτης, κατέβη καὶ ἐκάθησεν, ἐλαφρὰ ἐλαφρά, ἐπὶ τῆς κόμης τῆς θυγατρός μου! Ἐγὼ μόνος ἀντελήφθην τὸ πρᾶγμα, ἐκλαβὼν δὲ ὡς αἴσιον τὸν οἰωνόν, εἶπα τῆς κόρης μου νὰ μὴ κινηθῇ. Τὸ ἔντομον, ἀφοῦ ἔμεινε ὀλίγον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς της, ἀνέβη, διὰ τοῦ αὐτοῦ ἐναερίου δρόμου, εἰς τὴν ὀροφήν. Ἐξήγησα εὐθὺς τὸ φαινόμενον εἰς τὴν οἰκογένειαν, ἥτις πολὺ συνεκινήθη. Τὴν αὐτὴν ἐκείνην βραδειάν, ὁ φίλος μας ὁ προξενητὴς ἦλθεν εἰς τὸ σπίτι μὲ τὸν γαμβρὸν καὶ τὴν ἐπιοῦσαν ἐγένοντο ἐπισήμως οἱ ἀρραβῶνες τῆς κόρης μου, μ’ αὐτόν, τὸν καὶ σήμερον σύζυγον της.»
Ἡ διήγησις ἔκαμεν ἐντύπωσιν εἰς ὅλους μας καὶ ἠτένισεν ὁ εἷς τὸν ἄλλον ἐπί τινας στιγμὰς ἐν σιωπῇ. Κατόπιν ἤρχισεν ἐκ νέου ἡ συζήτησις, αἱ παρατηρήσεις καὶ τὰ σχόλια, ἀφοῦ δὲ τὸ θέμα ἐξηντλήθη, ἔμεινε καθένας μὲ τὴν γνώμην του, ὅπως συχνὰ συμβαίνει εἰς τὰς συναθροίσεις, ἢ Βουλαὶ καλοῦνται αὗται, εἴτε Σύλλογοι, ἢ ὅπως ἄλλως. Τῶν προληπτικῶν ἡ γνώμη ἐνισχύθη ἔτι μᾶλλον, ἐνῷ ὁ φιλοσοφῶν σκεπτικός μας ἔμεινεν εἰς τὴν πρώτην ἰδέαν του, ἀποκαλῶν τὰ τοιαῦτα συμπτώσεις ἁπλᾶς.
Ἐν τούτοις εἶχε σημάνῃ ἡ ἑνδεκάτη, τὸ τέϊον διεδέχθη πρόχειρον δεῖπνον ἀπὸ διάφορα ὀρεκτικά, ἐκενώθησαν καί τινες φιάλαι ξένου καὶ ἐντοπίου οἴνου καὶ οἱ φίλοι μᾶς ηὐχήθησαν κατευόδιον καὶ εὐτυχῆ ἐπάνοδον.
— Νὰ μᾶς ἔλθῃς διπλός, εἶπέ τις.
— Δὲν βαρυέσαι, ἀντέκρουσεν ἄλλος· δίδεται ζυγὸς ἐπαχθέστερος ἀπὸ τὸν τῆς συζυγίας; Ἐνῷ μόνος του ἕνας… Καὶ παρ’ ὀλίγον νὰ τονίση ὕμνον εἰς τὴν ἐλευθερίαν.
Καὶ ἐπὶ τοῦ ζητήματος τούτου νέαι πάλιν συζητήσεις.
Ἡ περὶ γάμου ἰδέα εἶχεν ἔλθη εἰς ἐμὲ πρὸ πολλοῦ, χωρὶς ὅμως νὰ λάβω ἀπόφασίν τινα ὡρισμένην. Ἐσκεπτόμην ἁπλῶς περὶ τούτου, θὰ προέβαινα δὲ εἰς ὡρισμένον τι διάβημα, ἂν παρουσιάζετο κατάλληλος εὐκαιρία.
Αἴφνης ἠκούσθη ἡ φωνὴ τοῦ γέροντος Φ.
— Παιδιά, εἶπε, θέλετε, πρὶν ἀποσυρθῆτε, ν’ ἀκούσετε μίαν ἄλλην ἱστορίαν ἀνάλογον μὲ τὴν προηγηθεῖσαν;
— Προθυμότατα, ἐφώναξαν ὅλοι μ’ ἕνα στόμα.
— Εἶνε ὅμως ὀλίγον τραγικὴ αὐτή!
— Τόσῳ καλλίτερα, εἶπεν ὁ φιλόσοφός μας. Ἄλλως τε, ἐπρόσθεσε, οὔτε τραγικά, οὔτε κωμικὰ συμβάντα ὑπάρχουν· εἶνε ὅπως τὰ παίρνει καθένας.
— Τὴν ἱστορίαν, τὴν ἱστορίαν!
Ὁ γέρων ἤρχισε. Καὶ τὸν ἠτενίζαμεν κατὰ πρόσωπον, ἀκούοντες μὲ προσοχήν, ἐνῷ ὁ πυρρωνιστής μας ἐχασμᾶτο ἡμικεκλιμένος ἐπὶ ἑνὸς σοφᾶ.
«Ὁ φίλος μου Π. μικρὸν ἀνθρωπάριον, ὀλίγον κυρτωμένον, μὲ σῶμα ἰσχνόν, μὲ πρόσωπον ξηρὸν ἀλλὰ γλυκὺ καὶ ἤρεμον, ἦτο ἡ ἁπλουστέρα καὶ πλέον ἀφελὴς φύσις, ἀφ’ ὅσας ἐγνώρισα ἕως τώρα. Ἀκέραιος, εὐθύς, ἀλλὰ καὶ εὔπιστος πολὺ καὶ ἀσθενὴς τὸν χαρακτῆρα, ἦτο ἕτοιμος νὰ συγκινηθῇ εἰς κάθε ξένην συμφοράν, εἰς κάθε λύπην ἰδίαν ἢ ξένην, συχνὰ μάλιστα καὶ μὲ χειμάρρους δακρύων. Τόσον ἀδύνατοι ἦσαν οἱ δακρυοποιοί του ἀδένες, ὅπου καὶ γελῶν, ἔχυνεν ἄφθονα δάκρυα. Εἶχε μητέρα τὴν ὁποίαν ἐλάτρευε καὶ εἰς τὴν ὁποίαν ἔγραφε δὶς καὶ τρὶς τῆς ἑβδομάδος μακρότατα γράμματα, συνέβη δὲ πολλάκις νὰ μοῦ εἰπῇ, δεικνύων τὰ ἀνὰ τὰς ὁδοὺς γραμματοκιβώτια.
— Τί εὐχάριστον πρᾶγμ’ αὐτό! ὅσο τὰ βλέπω, μοῦ ἔρχεται πάντα νὰ ῥίψω μέσα κανένα γράμμα… Τοιοῦτος ἦτο παιδὶ ὅταν τὸν ἐγνώρισα καὶ ὁ ἴδιος ἔμεινε ὅταν ἠνδρώθη. Ἰσχυρότερός του ἐγὼ οἰκονομικῶς, τὸν ἐβοήθησα εἰς τὰς ἐργασίας του καὶ μὲ ἠγάπα πολύ, δὲν θὰ ἀπορήσετε δὲ ὅταν σᾶς εἰπῶ, ὅτι ὁσάκις ὡμίλει περὶ τῶν ἐργασιῶν μου, ἕνα μανδῆλι δὲν τὸν ἔφθανε νὰ σπογγίζῃ τὰ μάτια του. Ὑπείκων εἰς τὰς προτροπὰς τῆς μητρός του, ἐνυμφεύθη ἐνωρίς, λαβὼν ὡς σύζυγον νέαν ὡραίαν μέν, ἀλλ’ ἀσθενῆ τὸν ὀργανισμόν, μεθ’ ἧς συνέζησε τρία ἔτη. Εἰς τὸ τέλος τοῦ πρώτου ἔτους, ἡ γυναῖκα του ἔκαμ’ ἕνα κοριτζάκι καὶ δὲν ἐμπορῶ νὰ τὸ ἐνθυμηθῶ χωρὶς νὰ γελάσω, ὅτι μετὰ τὸν τοκετόν, καλῶς ἐχόντων τῶν πραγμάτων καὶ χωρὶς κανεὶς νὰ τὸ περιμένῃ, ὁ φίλος μου ἔπεσε λιπόθυμος!
«Μετὰ δύο ἔτη ἀκόμη ἡ ἀτυχὴς νέα ἀπέθανεν ἀπὸ φθίσιν. Φαντάζεσθε πῶς τὴν ἔκλαυσεν ὁ φίλος μου. Ἐφαίνετο ἀπαρηγόρητος. Οὐχ’ ἧττον μετὰ δύο ἔτη, ὑπείκων εἰς τὰς προτροπὰς στενοῦ συγγενοῦς του, ἰσχυριζομένου ὅτι ὁ Π. ὤφειλε νὰ δώσῃ εἰς τὸ θυγάτριόν του μητέρα, ἔβαλε κατὰ νοῦν νὰ νυμφευθῇ ἐκ δευτέρου. Τὸν ἀπέτρεψα ἐγώ, ἀλλ’ ἡ ἐπιρροὴ τοῦ συγγενοῦς του ἦτο μεγάλη καὶ ἀναχωρήσας μετ’ αὐτοῦ εἰς τὴν πατρίδα του, ἐπέστρεψε μετά τινα καιρὸν νυμφευμένος, κλαμμένος καὶ κατενθουσιασμένος. Ἦτο ὡραία ἡ σύζυγος του καὶ πολὺ νεωτέρα του. Τὴν καλωσύνην καὶ τὰς λοιπὰς ἀρετὰς της διηγεῖτο συχνά, ἐννοεῖται μὲ χειμάρρους πάντοτε δακρύων. Ἡ ἀλήθεια εἶνε ὅτι τὴν ἠγάπα παραφόρως, μὲ θέρμην ὅλως νεανικὴν καὶ ὡς νὰ ἦτο αὐτὸς ὁ πρῶτος του ἔρως. Ἐκ τοῦ γάμου αὐτοῦ ἐγεννήθησαν δύο τέκνα, μετὰ τριετῆ ὅμως συμβίωσιν, ἡ νεαρὰ σύζυγος ἠσθένησε καὶ ἐκρίθη ἀνάγκη νὰ μεταβῇ εἰς τὴν πατρίδα πρὸς ἀλλαγὴν κλίματος. Τὴν συνώδευσεν ἐκεῖ ὁ πατήρ της, μετὰ ἓν ἔτος δὲ ἐπέστρεφεν ὑγειεστάτη καὶ ἀρκετὰ εὐτραφής. Μετ’ ὀλίγον καιρὸν τὸ πάχος τῆς κυρίας Π. ηὔξησε πολύ. Ὁ φίλος μου ἦτο εὐχαριστημένος, ὄχι ὅμως καὶ οἱ συγγενεῖς καὶ οἰκεῖοι πρὸς τοὺς ὁποίους τὸ πρόωρον ἐκεῖνο πάχος τοῖς ἐφαίνετο ὕποπτον. Καὶ δὲν ἤργησε νὰ φανῇ ὅτι οἱ τελευταῖοι εἶχον δίκαιον..... Διότι πέντε μῆνας μετὰ τὸ φθάσιμον τῆς νεαρᾶς γυναικός, δὲν ἠδύνατο πλέον νὰ μένη ἡ ἐλαχίστη ἀμφιβολία ὡς πρὸ τὴν φύσιν τοῦ ὄγκου της. Τὸ πρᾶγμα ἦτο σκανδαλῶδες. Εἷς θεῖος τοῦ Π. ἦτο μανιώδης καὶ μὲ δυσκολίαν ἐκρατεῖτο. Τὸ πρᾶγμα τώρα ἐλέγετο φανερὰ καὶ μόνος ὁ ἀτυχής μου φίλος εὑρίσκετο εἰς μακαρίαν ἄγνοιαν. Τὸ ἀπροσδόκητον περιστατικὸν μ’ ἐλύπησε πολύ, διότι ἐπρομηνύετο δρᾶμα, ἡ λύσις τοῦ ὁποίου δὲν θὰ ἦτο βεβαίως ὁμαλὴ· ὡς ἐκ τῶν στενῶν μου δὲ μετὰ τοῦ Π. σχέσεων, ἐγὼ θὰ ἤμην ἐκ τῶν πρωτευόντων προσώπων εἰς τὰς σκηνάς, αἵτινες ἔμελλον ν’ ἀκολουθήσωσιν.
«Τὰ πράγματα ἦσαν εἰς αὐτὸ τὸ σημεῖον, ὅτε, ἕνα πρωῒ ἠγέρθην σκυθρωπός, κατόπιν δὲ συνομιλίας μου μὲ τὴν μαμμὴν διηυθύνθην εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ φίλου μου. Ἤθελα νὰ ἴδω τὴν στάσιν του, τὸ ὕφος του, νὰ μάθω ἐπὶ τέλους, ἂν ὑποπτεύῃ τι. Ἐπλησίασα· ἡ αὐλόθυρα ἦτο ὀρθάνοικτη. Ἐδῶ σᾶς παρακαλῶ νὰ ἐντείνετε ὅλην τὴν προσοχήν σας, διότι ἀξίζει τὸν κόπον. Ἡ αὐλόθυρα λοιπὸν ἦτο ἀνοικτή, ἀκριβῶς δὲ εἰς τὸ μέσον ἐστέκετο ὁ Π. μὲ τὸ γνωστόν μου, ἀγαθόν του ἐκεῖνο μειδίαμα. Τὸν ἠτένισα κατὰ πρόσωπον, ἐκεῖνος δὲ ἄρχισε νὰ γελᾷ τὴν φορὰν ταύτην μ’ ἕνα γέλωτα ἐσωτερικόν, οὕτως εἰπεῖν, ὡς προσπαθῶν νὰ μὴ ἐκραγῇ. Ἐγὼ δὲν ἔβλεπα γύρω μου, μόνον αὐτὸν παρετήρουν, μὲ κἄποιον μάλιστα φόβον, ἂν καὶ τὸ πρόσωπόν του ἦτο αἰθριώτατον, ὡς οὐρανὸς ἀνέφελος. Τοῦ ἔτεινα τὴν χεῖρα μὲ σοβαρότατα, ἐκεῖνος δέ:
— Κύτταξε δά, μὰ κύτταξε λίγο ἀπὸ πάνω καὶ τριγύρω, μὲ λέγει μὲ τὸν γέλωτα ἐκεῖνον τὸν ἐσωτερικόν, ὅστις, εἰς τὴν θέσιν ποῦ εὑρισκόμην, μοῦ ἐφαίνετο ἀπαίσιος… Παρετήρησα παντοῦ καὶ τί νομίζετε νὰ εἶδα; Ὑπὲρ τὴν ἀσκεπῆ κεφαλὴν τοῦ φίλου μου ἦσαν κρεμασμένα δύο μεγάλα κέρατα, δεξιᾷ δὲ καὶ ἀριστερᾷ τῶν παραστάδων ἦσαν προσηλωμένα ἀνά δύο ἄλλα, ἀκριβῶς ἀπέναντι τῶν κροτάφων του… Ἔμεινα κατάπληκτος! Ἡ θέσις αὐτή, ἡ κωμικῶς ἀπαισία, ἀντὶ νὰ μοῦ κινήσῃ τὸν γέλωτα, μοῦ ἐπροξένησε ρῖγος… Ἡ αὐλεία θύρα μὲ τὰς παραστάδάς της — ἀντὶ πλαισίων — στολισμένας μὲ ὑπερμεγέθη κέρατα, καὶ ἐν μέσῳ αὐτῶν ἡ ἐλεεινὴ μορφὴ τοῦ ἀτυχοῦς μου φίλου, ὅστις ἐξακολουθεῖ νὰ γελᾶ, προκαλῶν με νὰ τὸν μιμηθῶ… Γνωρίζων τὴν συμβολικὴν ἔννοιαν τῶν κεράτων, καὶ ὅτι μόνον μερικὰ τετράποδα καί τινες σύζυγοι ἔχουν τὸ προνόμιον νὰ στολίζωνται μ’ αὐτά, εἶπα καθ’ ἑαυτόν, ὅτι βέβαια ὁ δαίμων τῆς κολάσεως θὰ ἐφαντάσθη τὴν εἰκόνα, διότι σατανικὴ πράγματι ἦτο ἡ ἐπίνοια.
Καὶ τὸν ἔβλεπα καὶ μ’ ἔβλεπε μειδιῶν πάντοτε.
— Μὰ δὲ γελᾷς; μοῦ λέγει.
— Ἐπροσπάθησα νὰ μειδιάσω.
«— Ἕνας χωρικὸς σήμερα εἶχε τὸ ἁμάξι του γεμᾶτο καὶ τὰ πῆρα φθηνά, μὲ εἶπεν. Ἀπεφάσισα ν’ ἀγοράσω κι’ ἄλλα γιατὶ δίνουν κέρδος, Αὐτὰ τὰ κρέμασα γιὰ σημάδι πῶς ἀγοράζω. Γιὰ συλλογίσου ὅμως ἐμπόρευμα ποῦ μοῦτυχε; αἴ;
Κ’ ἐγελοῦσε πάντοτε.
Ἐγὼ μόλις τὸν ἤκουα. Ἐσκεπτόμην, ἴσως ἦτο πρόσφορος ἡ στιγμὴ νὰ δοθῇ ἕνα τέλος. Δὲν ἦτο ἄλλος καταλληλότερος μου καὶ ἀφοῦ θὰ τὰ μάθῃ μιά μέρα, γιατί νὰ μὴν τὰ μάθῃ τόρα εὐθύς;
— Πᾶμε μέσα, τοῦ εἶπα ἔξαφνα.
Καὶ διηυθύνθημεν πρὸς τὸ σπιτάκι τοῦ θυρωροῦ, ὅστις ἔλειπεν εὐτυχῶς.
Ἐκεῖ πλησίον εἰς μίαν γωνίαν ὑψοῦτο μέγας σωρὸς κεράτων.
— Ἡ πραμάτεια, μὲ εἶπε πάλιν γελῶν.
Ὁμολογῶ ὅτι ἐκτὸς τῆς βαθείας λύπης, ᾐσθάνθην καὶ ἀγανάκτησιν. Ἡ τύφλωσις τοῦ φίλου μου μὲ παρώργιζε. Κ’ ἐπροτιμοῦσα νὰ τὸν ἰδῶ νὰ θυμώσῃ, νὰ ξεσπάσῃ, παρὰ νὰ τὸν βλέπω νὰ γελᾷ ὡς ὁ ἔσχατος τῶν βλακῶν. Αἱ σκέψεις αὐταὶ ὑπεδαύλιζαν ὁλονὲν τὸν θυμόν μου.
Καὶ τί κάμν’ ἡ γυναῖκα σου; ἠρώτησα ἀποτόμως.
— Εἶνε πολὺ καλά, μὲ εἶπε. Εἶχε κἄτι ἐνοχλήσεις, μὰ πέρασαν.
— Τώρα πρέπει νὰ ἑτοιμάζεται.
— Διατί; ἠρώτησε.
— Αἴ, μὰ πρὸς αὔξησιν τῆς οἰκογενείας, γιατὶ ἄλλο;
— Ποῦ ἀκόμα!… μὲ λέγει.
— Πῶς ποῦ; τοῦ εἶπα θυμωμένος. Εἶδες τὴ μαμμή;
— Τὴν εἶδα χθές, μοῦ εἶπε δειλῶς.
Μὰ τί ἔχεις καὶ μιλεῖς θυμωμένα;
Κατηυνάσθην εὐθύς. Τοῦ ἐπῆρα τὸ χέρι καὶ τὸν εἶδα περίλυπος.
Ἐταράχθη. Δὲν ἦτο κουτὸς ὁ καϋμένος ὁ Π. ἀλλὰ πολὺ ἀγαθὸς καὶ ἀφελής.
— Μὰ τί τρέχει; μοῦ εἶπε χαμηλά.
— Τὴν εἶδα κ’ ἐγὼ τὴ μαμμὴ σήμερα καὶ ὅ,τι δὲν ἐτόλμησε νὰ πῇ σὲ σέ, τὸ ἐξεμυστηρεύθη σὲ μένα, τοῦ εἶπα σχεδὸν μυστικά, ὡσὰν νὰ ἐφοβούμην μὴ μὲ ἀκούσουν. Ἐταράχθη ἀκόμη περισσότερον.
— Τί σοῦ εἶπε; ἠρώτησε σιγανά, ἐνῷ ἡ σιαγών του ἔτρεμε.
ᾘσθανόμην ὅτι με κατελάμβανε δειλία, εἶχα ὅμως πολὺ προχωρήσῃ καὶ ἡ ὀπισθοδρόμησις ἦτο ἀδύνατος.
— Ἐξέτασε χθὲς τὴ γυναῖκα σου καὶ μ’ ἐβεβαίωσε ὅτι μετὰ πέντ’ ἓξ μέρες θὰ γεννήσῃ!…
Μὲ παρετήρει, ὡς νὰ μὴν ἐννοοῦσε…
Μετά τινα δευτερόλεπτα μὲ λέγει, καὶ ἡ σιαγών του ἔτρεμε πολὺ τώρα.
— Πῶς δηλαδή;…
— Μὰ δὲν ἐννοεῖς, καϋμένε ἄνθρωπε;
Ἡ γυναῖκα σου εἶνε μόλις ἓξ μῆνες ποῦ ἦλθε καί…
Ἀπέστρεψα τὸ πρόσωπον, διότι κἄτι μοῦ ἔσφιγγε τὸν λαιμόν. Μετ’ ὀλίγον αἰσθάνομαι τὸ χέρι τοῦ φίλου μου νὰ σφίγγῃ τὸν ἰδικόν μου μὲ δύναμιν ἔκτακτον.
— Τὶ μοῦ φεύγεις; λέγε, τελείωνε, μὲ εἶπεν· ὑποκώφως, προσπαθῶν νὰ μὲ ἰδῇ κατὰ πρόσωπον.
Ἐμάντευσα ὅτι τὰ ἐννόησεν ὅλα καὶ ᾐσθάνθην ἄπειρον οἶκτον.....
Ἤκουα τὴν διακεκομμένην ἀναπνοήν του καὶ στραφεὶς τὸν ἠτένισα μὲ τὰ μάτια γεμᾶτα δάκρυα…
Ἔρριψε τοὺς βραχίονας ἐπάνω μου, ὠχρότης νεκρικὴ ἐχύθη ἐπὶ τοῦ προσώπου του. Ἓν ἄχ! ἐξῆλθε τοῦ στόματός του καὶ ἔπεσεν εἰς τὰς ἀγκάλας μου λιπόθυμος…
Ὁ γέρων ἔπαυσε καὶ ἐπί τινας στιγμὰς ἐπεκράτησε σιωπή· τὸ δραματικὸν τέλος τῆς διηγήσεως μᾶς εἶχε ταράξῃ ὅτε κἄποιος μᾶς εἶχε εἶπε:
— Τώρα τὸν ἐπίλογον, νὰ τελειώσωμεν. Ἀλλ’ ἀκριβῶς τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἠκούσθη μέγας θόρυβος εἰς τὸν διάδρομον, ἀμέσως δὲ ἡ θύρα ἠνοίχθη μὲ πάταγον καὶ εἰς τὸ δωμάτιον εἰσῆλθε ἢ μᾶλλον εἰσώρμησε ὁ οἰκοδεσπότης μου. Ἄνθρωπος ὅσον καλὸς καὶ μειλίχιος νηστικός, τόσον σκαιὸς καὶ θορυβώδης καὶ ἀνοικονόμητος μεθυσμένος. Καὶ ἦτο στουπὶ αὐτὴν τὴν φοράν. Ὥρμησε καὶ μ’ ἐνηγκαλίσθη.
— Φεύγεις, ἐφώναξε τραυλίζων. Ἐσύναξες τόσο καλὴ συντροφιὰ κ’ ἐγὼ τίποτα, αἴ;
Καὶ ἀφήσας ἐμέ, ἐστράφη πρὸς τοὺς συντρόφους μου· ἀλλὰ τὸ δωμάτιον ἦτο κενόν. Οἱ φίλοι μου ποῦ τὸν ἐγνώριζαν κάλλιστα, ἐτράπησαν αὐτοστιγμεὶ εἰς φυγήν, ἐκτὸς, ἐννοεῖται τοῦ Φ. Ὁ οἰκοδεσπότης ὥρμησεν εἰς καταδίωξίν των, ἀλλὰ σκοντάψας εἰς τὸ κατώφλιον τῆς ἔξω θύρας κατέπεσε βλασφημῶν. Αὐτὸ τὸ ἐπάθαινε συχνά. Ἡμεῖς διετάξαμεν νὰ κλείσουν, ἐσβέσαμεν τὸ φῶς καὶ κατεκλίθημεν.
Τὴν ἐπιοῦσαν εἰς τὰς πέντε τὸ πρωὶ ἤμεθα καὶ οἱ δύο ἐνδεδυμένοι. Ἐγὼ ἐτοποθέτησα ἐπιμελῶς ἐντὸς μαρσίππου μερικὰ ἐνδύματα, πρὸ πάντων ἀσπρόρρουχα, τὰ ἐσκέπασα ὅλα μ’ ἕνα σινδόνι καὶ τὸν ἐκλείδωσα. Οἱ ταχυδρομικοὶ ἵπποι εἶχαν ζευχθῆ καὶ τὸ ἕλκηθρον. Ἐροφήσαμεν ἐν βίᾳ ἀνὰ δύο ποτήρια τεΐου, ἐγὼ ἔδοσα τὰς τελευταίας διαταγὰς εἰς τὸν ὑπηρέτην μου, ζωσμένοι δὲ καὶ γαντωμένοι καὶ οἱ δύο, ἐξήλθομεν καὶ ἐτοποθετήθημεν ἐντὸς τοῦ ἐλκήθρου, στηρίζοντες τὰ νῶτα ἐπὶ προσκεφαλαίων. Ὁ ἁμαξᾶς μας ἐκάθησεν ἐπὶ τοῦ ἐδωλίου του, ἐπῆρε τὰ ἡνία καὶ παρώτρυνε τὰ ἄλογα διὰ τοῦ συνήθου «νοὺ, στὸ Θεό.» Αὐτὰ ἔκαμαν μίαν πρὸς τὰ ἐμπρὸς κίνησιν, τὸ ἔλκηθρον ἔτριξε δὶς, τρὶς καὶ ἐκυλίσθη ἐπὶ τῆς ἁπαλῆς χιόνος.
Μετὰ δύο ὥρας ὁ ἥλιος ἦτο ὑψηλά. Εἶνε ἐκτάκτως μαγευτικὴ ἡ θέα τοῦ χιονισμένου κάμπου ὑπὸ τὰς ἡλιακὰς ἀκτῖνας καὶ μόνον ὅτι κουράζει τὴν ὅρασιν ἡ ἀτελεύτητος ἐκείνη λευκότης. Ὅλα κάτασπρα καὶ ὑψώματα καὶ κοιλάδες, ποῦ καὶ ποῦ δὲ μόνον διακρίνεις μελανάς κηλῖδας· εἶνε χαμόδενδρα ἢ χόρτα ξηρὰ τὰ ὁποῖα δὲν ἔφθασε νὰ θάψῃ τὸ χιόνι καὶ ἐπὶ τῶν ὁποίων εὐχαρίστως ἀναπαύεται τὸ μάτι τοῦ ὁδοιπόρου.
Τὸ ψῦχος ἦτο μέτριον. Ἐταξειδεύσαμεν ἄνευ ἐπεισοδίου τινὸς καὶ πρὸς τὸ ἑσπέρας ἐφθάσαμεν εἰς Ταϊγάνι, ἀπέχον ὑπὲρ τὰ ἑκατὸν βέρστια τῆς Μαριουπόλεως, τοῦ τελικοῦ σκοποῦ τοῦ ταξειδίου μου.
Ἀπεχαιρέτισα τὸν συνταξειδιώτην μου, μεταβάντα παρὰ τῇ οἰκογενείᾳ του, ἐγὼ δὲ κατέλυσα εἰς ξενοδοχεῖον.
Τὴν ἐπιοῦσαν ἐξύπνησα ἐνωρίς, ἐπειδὴ δὲ ἔπρεπε νὰ ἐξέλθω πρὸς ἐπίσκεψιν μερικῶν φίλων, ἡ πρώτη μου φροντὶς ἦτο νὰ ἐνδυθῶ καταλλήλως. Καὶ λοιπὸν ἐγονάτισα ἡμίγυμνος πρὸ τοῦ μαρσίππου μου, τὸν ἐξεκλείδωσα, τὸν ἤνοιξα καὶ τί νομίζετε νὰ εἶδα; Ἀκριβῶς εἰς τὸ μέσον τῆς σινδόνος, ἥτις ἐσκέπαζε τὰ ἐν τῷ κιβωτίῳ φορέματα, ἐκάθητο ἀκίνητος μία ἀράχνη πρώτου μεγέθους! Ἔμεινα κατάπληκτος. Ἡ διήγησις τοῦ γέροντος Φ. ἦτο ζωηρὰ εἰς τὴν μνήμην μου κ’ ἔβλεπα τὴν ἀράχνην, ἀκίνητος, ἐκπεπληγμένος, ἂν θέλετε δέ, καὶ μέ τινα δεισιδαίμονα φόβον! Ἀλλ’ ἅμα παρῆλθεν ἡ πρώτη ἔκπληξις, ἄρχησα νὰ σκέπτωμαι, διατὶ εὑρέθη ἐκεῖ ἡ ἀράχνη καὶ προπάντων, πῶς ἐμβῆκε; Τὰ φορέματα εἶχα τοποθετήσῃ καὶ τυλίξῃ μὲ τὸ σινδόνι ἐγὼ αὐτὸς καὶ ὁ ἴδιος ἐκλείδωσα τὸν μάρσιππον. Μήπως ἡ παρουσία τοῦ ἐντόμου ἦτο καὶ δι’ ἐμὲ οἰωνός;
Ἤμεθα καὶ οἱ δύο ἀκίνητοι καὶ ἡ ἀράχνη καὶ ἐγὼ ἐπί τινα λεπτά. Ἐπὶ τέλους ἐπῆρα τὸ σινδόνι, μὲ προσοχὴν ἀπὸ τὰ τέσσαρα ἄκρα, τὸ ἐτίναξα εἰς μίαν γωνίαν τοῦ θαλάμου, ὅπου ἡ ἀράχνη συνεσπειρώθη.....
Μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἤμην εἰς Μαριούπολιν, μετὰ ἕνα μῆνα δέ, τῇ μεσολαβήσει σεβαστοῦ μου φίλου, ἐτέλουν τοὺς ἀραβῶνας μου, καὶ μετὰ τρεῖς μῆνας ἐνυμφευόμην…
Τὴν ἄνοιξιν τοῦ ἰδίου ἔτους μετέβην εἰς Γ… διπλός, κατὰ τὴν εὐχὴν τῶν φίλων μου, οἵτινες μὲ συνεχάρησαν ἐγκαρδίως, εἰς πρώτην δὲ συνάθροισίν μας τοῖς ἀφηγήθην τὸ μὲ τὴν ἀράχνην ἐπεισόδιον.
— Τί λές, φιλόσοφέ μου; ἠρώτησε τὸν σκεπτικόν μας ὁ γέρων Φ.
— Δὲν ἀλλάζω γνώμας ἐγώ, εἶπεν ἐκεῖνος…
— Καὶ κάμνεις καλά· μ’ αὐτὸν τὸν τρόπον σώζεις τὴν φήμην σου ὡς φιλοσόφου, ἀνταπήντησεν ὁ Φ.
— Μὲ τὴν ἀράχνην ὅμως κύριε Φ. εἶπε κάποιος, δὲν ἐμάθαμεν τὸ τέλος τῆς ἱστορίας τῶν κεράτων.
— Ἀλλὰ μόνον περὶ προλήψεων ἐπρόκειτο, εἶπεν ὁ Φ.
— Ἀδιάφορον, θέλομεν τὸ τέλος.
Ἰδοὺ λοιπὸν μὲ ὀλίγας λέξεις. Ὅταν ὁ Π. ἐβεβαιώθη περὶ τῆς συμφορᾶς του, ἠκολούθησαν σκηναὶ σπαραξικάρδιοι. Ἡ σύζυγός του πράγματι μετά τινας ἡμέρας ἔφερεν εἰς φῶς ἓν ἀγοράκι. Ὁ Π. δὲν εἶχε τὸ θάρρος νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν κοιτῶνά της.
Ἔκλαιε καὶ ἐκόπτετο, ὅταν δ’ ἐκείνη ἀνέλαβε, τὸν προσεκάλεσε καὶ ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας του ὁδυρομένη. Ἦτο θῦμα ἀγρίας ἐπιθέσεως ἑνὸς ἐξαδέλφου της.... Ὁ φίλος μου ἐπείσθη, ἀλλὰ καὶ μ’ ἐσυμβουλεύθη τί νὰ κάμῃ, καὶ ἐγὼ δὲ τοῦ εἶπα ὅτι εἰς αὐτὰ συμβουλαὶ δὲν χωροῦν καὶ τὸν ἠρώτησα ἂν ἔχῃ τὴν δύναμην νὰ τιμωρήσῃ; — Μὲ τί τρόπον; μὲ εἶπε. Μὲ ἀποβολὴν ἀπήντησα.
— Ποτέ! ἀπεκρίθη· δὲ θὰ μποροῦσα νὰ ζήσω.
— Τότε, τοῦ εἶπα ἐγώ, πρέπει νὰ συγχωρήσῃς.
Αὐτὸ καὶ ἔκαμε ὁ καϋμένος ὁ φίλος μου, δειχθεὶς μεγαλόφρων! Καὶ δὲν εἶχε ἄδικον. Οὐδέποτε πλέον τοῦ ἐδόθη ἡ παραμικρὰ ἀφορμὴ παραπόνου κατὰ τῆς συζύγου του.
Τὰ σχόλια δὲν ἔλειψαν καὶ ἐπὶ τοῦ ζητήματος τούτου. Τὸ ἐβασάνισαν ποικιλοτρόπως, χωρὶς ἐννοεῖται νὰ τὸ λύσουν.
Μετά τινας ἡμέρας ὁ γέρων Φ. μὲ λέγει.
— Δὲ ξέρεις δά· σήμερα ὡμίλησα διεξοδικῶς μὲ τὸν σκεπτικόν μας περὶ προλήψεων καὶ μοῦ ἐφάνη πῶς ἄρχισε ν’ ἀλλάζῃ γνώμην.
Πῶς; ἠρώτησα.
— Ἐσυζητήσαμεν πολύ· τοῦ ἐπολέμησα μ’ ἐπιμονὴν τὰς ἰδέας καὶ κατώρθωσα νὰ τοῦ ἀποσπάσω τὴν ὁμολογίαν ὅτι αὐτὰ εἶνε ἐκ τῶν ἀνεξηγήτων. Προφανῶς ἡ ἀράχνη καὶ τὰ κέρατα τοῦ ἐτάραξαν πολὺ τοὺς φιλοσοφικοὺς κύκλους! Καλὸ κι’ αὐτό.