Εκείνη
Συγγραφέας:


Θεέ μου, τι πλάσμα ωραίον εκείνη!
Την βλέπει σ' ταις άλλαις κανείς κι απορεί.
Ουράνιον πλάσμα εις γήινα σμήνη
αβρών νεανίδων πως είναι θαρρεί.

Λαλεί, και νομίζεις αγγέλων πως άσμα
ακούεις, και όλος πληρούσαι χαράς.
Βαδίζει, και λέγεις, «Θεέ μου, τι πλάσμα!
Μη πτέρυγας τώρα θ' ανοίξ' αργυράς;»

Θαρρείς ότι φέρει πυρίνην ρομφαίαν
και πρόσταγμα θείον εξ ύψους τελεί,
του Πλάστου της φέρει θαρρείς την σημαίαν
κι εις δόξαν του πάντα θνητόν προσκαλεί.

Την βλέπεις θαυμάζων κι η χάρις εκείνης
το βλέμμα, τον νουν σου, το παν σου κρατεί.
Σου λέγ' η ψυχή σου το γόνυ να κλίνης
σου λέγ' η ψυχή σου λατρείαν ζητεί.

Οπόταν με βλέπη, σκιρτά η ψυχή μου
κι εντός βαλσαμώνει μου πάσαν πληγήν.
Θαρρώ αιωνία πως είν' η ζωή μου,
θαρρώ πως αθάνατος είμαι στην γην.

Θαρρ' ότι δεν είμαι στον κόσμον επάνω
θεόν εμαυτόν ευτυχίας φρονώ.
Εις πόντον χαράς το πηδάλιον χάνω,
τον κόσμον, τον Πλάστην, το παν λησμονώ.

θαρρώ μοι προσφέρει ουράνιον δώρον,
ουράνιον δώρον, καν δεν μ' ομιλή.
Θαρρώ των λαμπρών του Θεού ανακτόρων
μ' ανοίγει τας πύλας κ' εντός με καλεί.

Μεθύει κι ο νους κι η ψυχή μου επίσης,
κ' εντός μου ψελλίζει φωνή μυστική,
«Ω κόρη, το βλέμμα σου μη μου στερήσης,
αν είναι και θάνατος, μ' είναι γλυκύ».