Ἑκατὸ χρόνια ὀπίσω
Συγγραφέας:


Ὡς ναύτης, ἂν κατάπλωρα
τὸν δέρνῃ ἀντάρα μαύρη,
σκιασμένος πάει ποδίζοντας
ἀραξοβόλι ναὔρῃ,
μὲ τρόμο, ἀπὸ τοῦ τόπου μας
τὸ σκοτεινὸν ἀέρα,
ἑκατὸ χρόνια πέρα
τραβιέται ὁ λογισμός.

Καὶ ἀράζει στ' ἀνθοστόλιστο
ζακυθινὸ ἀκρογιάλι,
ποῦ ἕν' ἀγοράκι ἀθάνατο
ἔχει στὸν κόσμο βγάλει·
ἐκεῖ ποῦ ἡ Μοῦσα βιάστηκε
νὰ καταιβῇ ἀπὸ τ' ἄστρα,
τί τοῦ παιδιοῦ βυζάστρα
τὴν ἔστειλε ὁ Θεός.

Τ' ὡραῖο τοῦ τόπου στόλισμα
μετράει φεγγάρια λίγα,
καὶ – ἰδοῦ! κοντά του στένεται
ἡ θεία ψυχὴ τοῦ Ρήγα.
Μία δάφνη, ποῦ στὸν ἔνδοξο
εἶχε ὸ Τυρταῖος προσφέρει,
σεμνὰ βαστάει στὸ χέρι
ἡ ἀσώματη μορφή.

Ἐκεῖ ποῦ τ' ἀγγελόπουλο
σὲ κῦμα ὀνείρου πλέει
σκέφτει, φιλεῖ τὰ χείλη του
δύο τρεῖς φοραίς, καὶ λέει:
- Τέκνο ἀκριβό, τὸ ἀμάραντο
μαρτυρικὸ στεφάνι
στὸ μέτωπό μου φτάνει·
πάρε τὴ δάφνη Ἐσύ. -

Χαῖρε! ἀναπνέω ταὶς αὔραις σου
βαλσαμωμένη χώρα,
ὁποῦ τὰ πρῶτα δέχτηκες
τῆς φαντασίας του δῶρα.
Ἐδῶ ν' ἀκούω στοχάζομαι,
σὰ φέγγῃ, σὰ βραδυάζῃ,
πῶς τὴν παιδοῦλα κράζει
τ' ὀρφανεμένο ἀρνί.

Παντέχω, ἂν ἄγρια κύματα
χτυποῦν τὸ περιγιάλι,
πῶς τὴν πνιμμένη ἀγάπη του
ὁ Κρητικὸς θὰ βγάλῃ·
πῶς, ἂν τ' ἀστέρια δείχνονται
'ς ὅλη τὴ θεία χάρη,
ζητᾷ ἡ Μαρία νὰ πάρῃ
μίαν αὔρα δροσερή.

Ἐδῶ μὲ φόβο, ἀκούοντας
νεκρώσιμη καμπάνα,
ρωτοῦν τ' ἀθῷα παιδόπουλα:
- Μὴν εἶναι ἡ τρελλὴ μάννα; -
Ἤ, τὸ γιαλὸ ἀγναντεύοντας,
θαρροῦν ποῦ ἐδῶθε πέρα
μισεύει ὡς περιστέρα
μ' ἄσπρα πανιὰ ἡ Ξανθή.

Τί τραγουδᾶτε ἀνάβραδα,
εὐαίσθητοι νησιώταις;
Μιὰ νέα, τὸν ἅδη ἀφίνοντας,
ἀναγαλλιάζει, ὡς τότες
ποῦ τὸ λευκό της ἔλαμψε
τῆς παρθενιᾶς λουλοῦδι
στὸ μοναχὸ τραγοῦδι
ὁποῦ δὲν εἶπε αὐτή.

Πλάσματα ὡραῖα, γλυκόφωνα
σύρτε μακρυὰ γιὰ λίγο·
στοῦ ποιητῆ τὸ πρόσωπο
μία φλόγα νέα ξανοίγω.
Ὀμπρός του, ἀπὸ τὰ μνήματα,
ποὖταν βαθειὰ θαμμένη,
πετιέται ἀρματωμένη
στὸ φῶς ἡ Ἐλευθεριά.

Λὲς καί, ἀγκαλὰ τὴν ἔκραζε
τοῦ σκλάβου τόπου ὁ θρῆνος,
νὰ γεννηθῇ άκαρτέρουνε
καὶ νὰ θεριέψῃ Ἐκεῖνος,
ὁποῦ μὲ λόγια, ὡς ταίριαζαν
στὴ θεϊκιά της φύση,
τὸ θᾶμα της νὰ ὑμνήσῃ
δυνότουν μοναχά.

Πᾶψε, τραγοῦδι ἀθάνατο,
νὰ ἠχολογήσῃς τώρα
ποῦ ὁ βάρβαρος ἐπάτησε
τοῦ Ρήγα, ὠϊμέ, τὴ χώρα·
μὴ τὰ κλεισμένα μάτια του
ὁ Ποιητὴς ἀνοίξῃ
καί, ἀναστημένος, φρίξῃ
στὸ θρίαμβο τῆς Τουρκιᾶς.

Ἄχ! μὲ σκυμμένο μέτωπο,
γυμνὸ ἀπὸ περηφάνεια,
ἐνῷ κρεμᾶμε σήμερο
στ' ἅγιο μνημεῖο στεφάνια,
ὰς ποῦμε, ὡς πρέπει 'ς ἄτυχους
ἀνθρώπους νικημένους:
- Χαρὰ στοὺς πεθαμένους!
Ἀλλοίμονο 'ς ἐμᾶς!