Εις το χείλος κρημνού

Εἰς τὸ χεῖλος κρημνοῦ
Συγγραφέας:
Περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων του 1899 του Παναγιώτη Αξιώτη


ΕΙΣ ΤΟ ΧΕΙΛΟΣ ΚΡΗΜΝΟΥ

Ωφύγε φύγε, οὔτε νὰ σ’ ἀκούσω θέλω… τί φρίκη!

— Ποτέ, ποτὲ δὲν θὰ φύγω, ἂν δὲν λάβω μίαν ἀπάντησιν, μίαν ὑπόσχεσιν.

— Καμμίαν ἄλλην ἀπάντησιν δὲν ἔχεις ν’ ἀκούσῃς, παρὰ ὅτι μοῦ προξενεῖς φρίκην! τ’ ἀκούεις; φρίκην!

Καὶ πεσοῦσα ἐπὶ τοῦ ἀνακλίντρου, ἀνελύθη εἰς δάκρυα.

Ἐκεῖνος ἐκυλίετο εἰς τοὺς πόδας της ἀσθμαίνων, ἔξαλλος…

Ἐκείνη τὸν ἀπώθησε καὶ ἠγέρθη.

— Φεύγω, ἐπειδὴ τὸ θέλεις, εἶπε μετ’ ὀλίγον ἐκεῖνος ἐγερθείς, ἀλλὰ δὲν θ’ ἀπομακρυνθῶ, δὲν ἠμπορῶ ν’ ἀπομακρυνθῶ. Καὶ ἐπρόσθεσε, συμπλέκων τὰς χεῖρας καὶ μὲ φωνὴν ἐκφράζουσαν ὑπέρτατον πόνον:

— Μήπως τὸ θέλω, σὲ ἀγαπῶ τόσον…

Τῷ ἔδειξεν ἐπιτακτικῶς τὴν θύραν! Ἐκεῖνος τότε, βραδέως ὀπισθοχωρῶν, ἀφῆκε τὴν αἴθουσαν καὶ ἀπῆλθε τῆς οἰκίας περίλυπος.

Ἡ νεαρὰ γυνὴ ἐστάθη ἐπ’ ὀλίγον σύννους, μετά τινα δὲ λεπτὰ μετέβη εἰς τὸν κοιτῶνά της καὶ κατεκλίθη. Ἡ κεφαλή της ἔκαιε…

Μετὰ ἓν τέταρτον ὥρας ἠκούσθησαν τὰ βήματα τοῦ συζύγου, ὅστις εἰσῆλθεν εἰς τὸν κοιτῶνα.

— Τί ἔχεις, Ἀρσινόη; ἠρώτησεν ἀνήσυχος.

— Αἰφνίδιος κεφαλόπονος, Ἄγγελε. Δὲν εἶνε τίποτε.

Ὁ σύζυγος ἔψαυσε τὸ μετωπόν της.

— Τὸ κεφάλι σου καίει, εἶπε. Ἀναπαύσου, θὰ σοῦ κάμω συντροφιάν.

— Τί καλὸς ποῦ εἶσαι! εἶπεν ἐκείνη.

Ἐκεῖνος ἐπῇρε βιβλίον καὶ ἐκάθησεν ἀπέναντί της.

Βυθισμένος εἰς τὴν ἀνάγνωσιν, δὲν παρετήρησεν ὅτι ἡ σύζυγος εἶχεν ἀποκοιμηθῆ. Αἴφνης ἤκουσε ψιθυρισμόν: — «Φύγε, φύγε.»

Παρετήρησε τὴν σύζυγον, ἧς τὰ χείλη ἐκινοῦντο ἠρέμα. Ἀνησύχησε καὶ ἀπέθεσε τὸ βιβλίον. Ἀλλ’ ὁ ὕπνος τῆς νεαρᾶς γυναικὸς μετ’ ὀλίγον ἐγένετο ἡσυχώτερος. Ἡ ἀναπνοὴ ἐξήρχετο ἤρεμος ἐκ τῶν ἡμιανοίκτων κοραλλίνων χειλέων, καὶ εἰς τὸ πάλλευκον πρόσωπον, ὅπερ ἔβαφεν ἐλαφρὰ ῥοδίνη χροιά, ἐπεκάθητο γαλήνη. Ὁ σύζυγος ἐπανέλαβε τὴν ἀνάγνωσιν.

Μετά ἡμίσειαν ὥραν ἡ νεαρὰ γυνὴ ἤνοιξε τοὺς ὀφθαλμούς.

— Τί καλὰ ποῦ κοιμήθηκα! εἶπε.

— Καὶ ὅμως ἤσουν εἰς τὴν ἀρχὴν πολὺ ἀνήσυχος· ἐπαραμιλοῦσες μάλιστα.

— Ἆ! καὶ τί εἶπα;

— Ἔλεγες «φύγε, φύγε.» Ἐμένα ἔδιωχνες βέβαια, εἶπε μειδιῶν ἐκεῖνος.

Ἐκείνη ἐγέλασε.

— ’σένα νὰ διώξω, Ἄγγελε; Τὸν φύλακα τὸν ἄγγελόν μου;

II

Ἀπὸ δύο ἐτῶν ὁ βίος τῆς Ἀρσινόης ἦτο γαλήνιος, ὁμαλός, ὡς ἐπιφάνεια λίμνης. Αἴφνης ἦλθε νὰ τὸν ταράξῃ τρικυμία, ἣν εἶχε νομίσῃ ἐκλιποῦσαν, κοπάσασαν ἐντελῶς. Ἦτο συνέχεια θυέλλης, ἥτις εἶχεν ἄλλοτε συγκλονίσῃ τὰ σπλάγχνα της τὰ παρθενικά.

Ὅταν ὁ πατὴρ τῆς Ἀρσινόης—δύο ἔτη πρότερον—τῆς ἐπρότεινε διὰ σύζυγον τὸν Ἄγγελον, ἡ νέα κόρη ἐσκυθρώπασε· διότι ὁ Ἄγγελος, παρὰ τὴν φυσικὴν ἀγάθοτητά του, δὲν εἶχε τὰ προσόντα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἑλκύουν ἐκ πρώτης ὄψεως. Σοβαρός, σχεδὸν ψυχρός, δὲν ἀπεκάλυπτεν εὔκολα τὰ ψυχικά του χαρίσματα. Ἡ καρδία του ὡμοίαζε μὲ κιβώτιον, ἐγκλεῖον μὲν θησαυροὺς ἴσως, ἀλλὰ στεγανῶς κλειστόν. Ἦτο χρυσός, χωρὶς ὅμως νὰ στίλβῃ· παρουσίαζε δηλαδὴ ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετον τοῦ πασιγνώστου φαινομένου, καὶ ἡ Ἀρσινόη, νέα ἐνθουσιώδης, οὐδὲν ᾐσθάνετο πλησίον του, δὲν ᾐσθάνετο τουτέστι ὅ,τι ἑλκύει, ὅ,τι συναρπάζει μίαν καρδίαν. Τὸ ἐναντίον ἀκριβῶς συνέβαινε μὲ τὸν ἐπίσης οἰκογενειακὸν φίλον Φωκίωνα. Ὡραῖος αὐτός, εὐφυής, ζωηρότατος, εἶχεν ἑλκύσῃ τὴν προσοχὴν καὶ κατόπιν τὴν καρδίαν τῆς Ἀρσινόης, ἥτις εἶχε τὴν ἡλικίαν ἐκείνην, καθ’ ἣν δὲν σκέπτεταί τις διόλου, ἀλλὰ μόνον αἰσθάνεται. Οἱ δύο νέοι, ὁ Ἄγγελος καὶ ὁ Φωκίων, ἂν καὶ ἀνόμοιοι τὸν χαρακτῆρα, ἦσαν φίλοι, συνηντῶντο δὲ συχνὰ καὶ εἰς τὴν οἰκίαν τῆς Ἀρσινόης, καλῆς, ὡραίας, νοήμονος κόρης καὶ νύμφης ἐπιζήλου. Συχναὶ ἦσαν αἱ συναναστροφαὶ μεταξὺ πατρός, θυγατρὸς καὶ τῶν δύο νέων, ἐνῷ δὲ ὁ Φωκίων δὲν ἔπαυε χαριεντιζόμενος καὶ σπείρων τὴν εὐθυμίαν. Ἄγγελος ὡμίλει ὀλίγα καὶ σχεδὸν σοβαρὰ πάντοτε. Τοῦτο ἐπείσμωνε τὴν νέαν κόρην, ἑλκυομένην καθεκάστην πλειότερον πρὸς τὸν Φωκίωνα. Συνέβη, δὶς ἢ τρίς, στραφεῖσα ἀποτόμως πρὸς τὸν Ἄγγελον, νὰ συλλάβῃ τὸ βλέμμα του προσηλωμένον ἐπιμόνως ἐπ’ αὐτῆς· τίποτε ἄλλο δὲν ἠδύνατο ν’ ἀναγνώσῃ ἐπὶ τοῦ προσώπου του. Ἡ μεταξὺ τῶν δύο νέων διαφορά, τουλάχιστον ἡ ἐξωτερική, ἦτο μεγάλη καὶ ἡ νέα κόρη ὡρισμένως ἔκλινε πρὸς τὸν Φωκίωνα. Τοῦ πατρός της ὅμως ἡ γνώμη, πατρὸς ὅσον φιλοστόργου, τόσον καὶ νουνεχοῦς, ἦτο ἐκ διαμέτρου ἀντίθετος. Σπουδάσας κατὰ βάθος τὸν χαρακτῆρα τῶν δύο νέων, οὐδ’ ἐπὶ στιγμὴν ἐδίστασε μεταξὺ αὐτῶν. Τὸν Ἄγγελον ἤθελε σύντροφον τοῦ μόνου του τέκνου, τοῦ ὀρφανοῦ μητρός, τῆς μόνης του χαρᾶς. Αὐτὸν τῆς προώρισε σύζυγον, πεποιθὼς ὅτι μαζῆ του θὰ ηὐτύχει.

Ἀλλ’ ἡ κόρη ἐσκυθρώπασε. Τὸν πατέρα καὶ τὸν ἐσέβετο καὶ τὸν ἐλάτρευε, ἀλλ’ ἡ καρδία της εἶχεν ὁμιλήσῃ καὶ ἡ Ἀρσινόη ἦτο δυστυχής.....

Δὲν ἐπάλαισεν ὅμως· ἐνώπιον τῆς ἐπιμόνου θελήσεως τοῦ καλοῦ της πατρός, ἐδέησε νὰ ὑποκύψῃ.

Συνέπλεξε μετ’ ἀπελπισίας τὰς χεῖρας, ἔχυσε κρυφὰ πολλὰ δάκρυα, ἀλλ’ ὑπέκυψε…

Ὁ Φωκίων, μαθὼν τὰ ἀποφασισθέντα τῇ ἐξηκόντισεν ἐπιστολὴν πλήρη πυρός, δακρύων, λύσσης καὶ ἀπογνώσεως, ἣν ἡ Ἀρσινόη, ἀφοῦ κατέβρεξε μὲ δάκρυα, ἔσχε τὸ θάρρος νὰ παραδώσῃ εἰς τὸ πῦρ, τὸ αὐτὸ ἐκεῖνο πῦρ, τὸ ὁποῖον τὴν κατέκαιε τὴν στιγμὴν ἐκείνην.

Μετὰ τὸν γάμον, ὁ Φωκίων ἀπεδήμησεν εἰς τὴν ξένην.

III

Ὁ Ἄγγελος περιέβαλε τὴν σύζυγον μὲ πολλὴν στοργήν, ἂν καὶ δὲν ἠγνόει τὴν ψυχικήν της κατάστασιν. Συχνὰ τὴν ἔβλεπεν ἐταστικῶς, ὡσὰν νὰ ἤθελε κάτι ν’ ἀναγνώσῃ ἐπὶ τοῦ προσώπου της, κάτι νὰ μαντεύσῃ· οὔτε παρατήρησιν ὅμως τῇ ἀπηύθυνε ποτέ, οὔτε τίποτε. Ἐκείνη ἔβλεπε ταῦτα καὶ ἠδημόνει. Θὰ ἐπροτίμα θόρυβον μᾶλλον παρὰ τὴν ἡσυχίαν αὐτήν. Ἀντὶ τῆς ἀπαθείας του, θὰ ἐπροτίμα παρατηρήσεις, ἀνακρίσεις φανεράς, ἐλέγχους. Ταῦτα θὰ ἐδείκνυον ἐνδιαφέρον, πάθος τι, ἓν αἴσθημα. Ἡ ἀπάθεια ἐκείνη τοῦ συζύγου τὴν παρώργιζε. Ἀλλ’ ἦτο ἀγαθὸς καὶ τὸν ἐτίμα, ἂν καὶ ἐπάλαιε διηνεκῶς μεταξὺ προσφάτου ἀκόμη, καυστικῆς ἀναμνήσεως καὶ καθήκοντος ἱεροῦ.

Ἐβίαζεν ἑαυτήν, προσπαθοῦσα νὰ συνδέεται στενώτερον ὁσημέραι πρὸς τὸν σύζυγον, συχνὰ δέ, ὁσάκις καμμία ἀνάμνησις τὴν ἠνώχλει ἐπίμονος, τὸν ἐκράτει πλησίον της, ὡς δεινόν τι προαισθανομένη, ὡσὰν νὰ τὴν ἠπείλει συμφορά. Ἐκεῖνος τὴν ἔβλεπεν ἀπορῶν καὶ τὴν καθησύχαζε μὲ λόγους μειλιχίους.

Μικρὸν κατὰ μικρὸν ἡ ψυχικὴ τρικυμία κατηυνάζετο. Οἱ παροξυσμοὶ ἐγίνοντο σπανιώτεροι. Τὸ ἀόρατον ἄστρον, εἰς ὃ ἀνεφέροντο ἐνίοτε οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς ψυχῆς, ἐθαμβοῦτο ὁλονέν, ὠχρία, ἀποβάλλον βαθμηδὸν τὴν προτέραν λάμψιν, τότε δὲ μία γαλήνη εὐεργετική, σωτηρία, ἐγέμιζε τὴν καρδίαν της. Οἱ καπνοὶ ποῦ τὴν ἐσκότιζον πρίν, διελύοντο καὶ τώρα ἔβλεπε καθαρὰ ἐνώπιον της. Πολὺ δίκαιον εἶχεν ὁ πατήρ της, ὅστις, ἀφοῦ τὴν ἐχειραγώγησε καὶ τὴν ἐνίσχυσεν, ἀπῆλθεν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, βέβαιος περὶ τοῦ ἔργου του. Ἡ ἀσθένεια τῆς Ἀρσινόης βαθμηδὸν ὑπεχώρει, δὲν θὰ παρήρχετο δὲ πολὺς καιρὸς καὶ ἡ ἴασις θὰ ἦτο ἐντελής. Εἶχε καὶ ἡ Ἀρσινόη τὸ ὄνειρόν της τὸ νεανικόν, τὸ ὁποῖον πρὸ πολλοῦ ἐσβέσθη ἐντελῶς καὶ δὲν ὑπάρχει ἐξ αὐτοῦ παρὰ τέφρα ψυχρά, τὴν ὁποίαν δὲν φοβεῖται. Τώρα, ἀντὶ τοῦ ὀνείρου ἐκείνου, ἁπλοῦται ἐνώπιον αὐτῆς ἡ πραγματικότης ἡ ἄνευ ὀνείρων, ἡ ὁμαλή, ἡ ἀτάραχος. Ἡ ἑστία, ὁ καλὸς σύζυγος! Ἓν ἄχ! εἷς στεναγμὸς ἀνακουφίσεως καὶ τώρα ἡ λήθη, ἡ τόσον εὐεργετική.

Ἦτο εὐτυχὴς ἡ Ἀρσινόη, ἦτο δηλαδὴ ἥσυχος, ὅτε πρωΐαν τινὰ εὑρέθη ἐνώπιον της ὁ Φωκίων… Ἦτο μόνη… Αὐτός, πρὸ μικροῦ ἐπανελθὼν ἐκ ταξειδίου, ἔτρεξεν εὐθὺς παρὰ τῇ φίλῃ οἰκογενείᾳ… Ἦτο τύπος ὡραίου ἀνδρός, καθ’ ὅλην τὴν σημασίαν τῆς λέξεως. Ἡ στάσις του ἐδείκνυε κάποιαν συστολήν. Ἡ Ἀρσινόη δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ ἐκφράσῃ τί ᾐσθάνθη τὴν στιγμὴν ἐκείνην. Τῷ ἔτεινε τὴν χεῖρα ὡς παλαιὰ φίλη, ἐκεῖνος δέ, ἀτάραχος, διηγήθη τὰ κατ’ αὐτόν, εὐτράπελα, μ’ εὐγλωττίαν. Περὶ τοῦ παρελθόντος οὔτε λέξεις καὶ ὅτε ὁ νέος ἀπήρχετο, ἡ Ἀρσινόη τοῦ ἔθλιψεν ἐκ νέου τὴν χεῖρα.

Μετὰ χαρᾶς εἶδεν ὁ Ἄγγελος τὸν Φωκίωνα. Οἱ δύο ἄνδρες ἀνενέωσαν τὰς προτέρας των σχέσεις. Ὁ οἶκος τοῦ Ἀγγέλου ἤτο πάντοτε ἀνοικτὸς διὰ τὸν παλαιὸν φίλον, ὅστις, τῆς σχολῆς του τὰς ὥρας διήρχετο ἐκεῖ, ὁμολογῶν ἀπροκαλύπτως ὅτι οὐδαμοῦ ἀλλοῦ ᾐσθάνετο τόσην εὐτυχίαν. Οἱ δύο ἄνδρες συνεδέθησαν στενῶς πάλιν καὶ ἡ Ἀρσινόη δὲν εἶχεν ἀφορμὴν ν’ ἀνησυχήσῃ. Ὁ Φωκίων βέβαια ἐλησμόνησεν ἐντελῶς τὸ παλαιόν του αἴσθημα, ὡς ἐλησμόνησεν αὐτὸ καὶ ἡ Ἀρσινόη. — Καὶ τόσῳ τὸ καλλίτερον, διενοήθη ἐν τέλει ἡ νέα γυνή.

Ἡ μεταξὺ τῶν τριῶν προσώπων σχέσις ἔλαβε τὸν χαρακτῆρα οἰκειότητος, χωρὶς ἡ πρὸς τὴν Ἀρσινόην εὐλάβεια τοῦ Φωκίωνος ν’ ἀλλοιωθῇ τὸ παράπαν. Συχνὰ συνέτρωγον ἢ συνδιεσκέδαζον εἰς τὴν πόλιν καὶ τὰ περίχωρα. Συνέβη πολλάκις νὰ μείνωσι μόνοι, ἡ Ἀρσινόη καὶ ὁ Φωκίων· καὶ τότε ὅμως περὶ παντὸς ἄλλου ἐγίνετο λόγος, οὐδέποτε δὲ περὶ πράγματος δυναμένου νὰ δώση ἔστω καὶ πόρρωθεν νύξιν περὶ τοῦ παλαιοῦ αἰσθήματος, τοῦ νεκρωθέντος πρὸ πολλοῦ ἤδη… Διότι, σπάνιαί τινες χειρὸς θλίψεις θερμότεραι, παρατεταμέναι, ἢ ἐξακοντίσεις βλεμμάτων τολμηρότεραι, δὲν ἠδύναντο ν’ ἀνησυχήσωσι τὴν νέαν γυναῖκα.

Ἡμέραν τινά, περιεργαζόμενοι τὰς αἰθούσας τοῦ Πολυτεχνείου, εἰς τὸ διαμέρισμα τῆς ζωγραφικῆς, ἐσταμάτησαν πρὸ εἰκόνος παριστανούσης ἄνδρα ἐν κυνηγετικῇ περιβολῇ, ἀπάγοντα νέαν κόρην. Μακρὰν διεκρίνοντο τρεῖς τέσσαρες ἄνδρες, οἱ διῶκται πιθανῶς τοῦ ζεύγους. Ὁ Ἄγγελος ἔτυχε νὰ εἶναι ὀλίγον μακρὰν καὶ ὁ Φωκίων εἶπεν εἰς τὴν Ἀρσινόην, δεικνύων τὴν εἰκόνα — «Διὰ τὴν θέσιν τοῦ ἀνδρὸς αὐτοῦ θὰ ἔδιδα τὴν ζωήν μου·» καὶ ἀνεστέναξε βαθέως. Ἡ Ἀρσινόη, μολονότι ταραχθεῖσα, ἐκρατήθη ὅμως καὶ ἀπήντησε μὲ ἀπάθειαν:

— Καὶ τις ἡ ἀνάγκη ἀπαγωγῆς; Εἰμπορεῖτε νὰ ἐκλέξετε καὶ νὰ εὐτυχήσετε.

— Ἆ! ναί, εἶπεν ὁ Φωκίων μὲ πικρίαν καταφανῆ. Μίαν φορὰν ἐκλέγουν καὶ ἐγὼ τὴν τύχην μου τὴν εἶδα. Ἡ Ἀρσινόη ἠρυθρίασε κ’ ἔσπευσε ν’ ἀπομακρυνθῇ, μετ’ οὐ πολὺ δὲ καὶ οἱ τρεῖς ἀπήρχοντο τοῦ Πολυτεχνείου.

Ὁ Φωκίων ἔκτοτε ἤλλαξε τρόπον. Ἀπὸ τῆς ἄκρας εὐθυμίας, παρεδίδετο αἴφνης εἰς μελαγχολίαν μεγάλην. Ἡ Ἀρσινόη ἦτο ἀπαθής, ἢ ἐπροσποιεῖτο καὶ ὁ Φωκίων ἠρεθίζετο. Συχνὰ τῇ ἔρριπτεν ἐπίμονα ἢ παρακλητικὰ βλέμματα εἰς τὰ ὁποῖα ἐκείνη δὲν ἀπήντα καὶ ὁ Φωκίων ἐγίνετο ἐκτὸς ἑαυτοῦ. Ἐβασανίζετο ὑπὸ ἐπιμόνου σκέψεως, ἦτο δὲ διαρκῶς ἐν νευρικῇ ταραχῇ καὶ ἤρχοντο στιγμαὶ καθ’ ἃς ἐπεθύμει νὰ τὸν ἐδίωκον τῆς οἰκίας μᾶλλον παρὰ νὰ τὸν δέχωνται μὲ τόσην προθυμίαν. Ἔκαμνεν ἐκ διαλειμμάτων συντόμους ἀπουσίας, χωρὶς ἡ κατατρύχουσα αὐτὸν ὀδύνη νὰ κατευνάζεται.

Μίαν πρωΐαν τέλος, ἐν στιγμῇ ἀκροτάτου ἐρεθισμοῦ, ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας τῆς Ἀρσινόης, ἐξομολογούμενος μὲ γλῶσσαν πυρίνην, τὸ κατατρῶγον αὐτὸν πάθος....

Ἐκείνη. ἥτις πρὸ πολλοῦ τὸν ἐμάντευε, ἀπέκρουσεν, ὡς εἴδαμεν, ὑπερήφανα, ἐν ἀγανακτήσει, τὴν αὐθάδη ἐξομολόγησιν, ὅτε δ’ ἐκεῖνος ἀπηλπισμένος ἀπήρχετο, ἐκείνη ἀνελύετο εἰς δάκρυα…

IV

Μεγάλη μεταβολὴ ἐπῆλθεν εἰς τὰς ἕξεις καὶ εἰς αὐτὸν τὸν χαρακτῆρα τοῦ Φωκίωνος. Αἱ ἐπισκέψεις του εἰς τοῦ Ἀγγέλου εἶνε σπάνιαι καὶ νομίζει κανεὶς ὅτι εἶνε ἄλλος ἄνθρωπος. Δὲν εἶνε πλέον ζωηρός, ὅπως ἦτο, καὶ ὁμιλητικός. Ἡ σοβαρότης αὕτη ἐκπλήττει τὸν φίλον του ὅστις, ἀποδίδων αὐτὴν εἰς ἄλλας ἀφορμάς, συχνὰ τὸν πειράζει, δὲν ἐκπλήττει ὅμως τὴν Ἀρσινόην, ἀλλὰ τὴν ἀνησυχεῖ, φοβουμένην μὴ ἡ ἀσυνήθης αὕτη μετατροπὴ κρύπτῃ καμμίαν παγίδα… Ὁ καιρὸς ὅμως παρέρχεται καὶ ἡ Ἀρσινόη δὲν ἔχει λόγους νὰ φοβῆται· ἀπ’ ἐναντίας τώρα λυπεῖται… Ὁ Φωκίων εἶνε σκυθρωπὸς καὶ ἡ μελαγχολία του, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, μετεδόθη καὶ εἰς τὴν Ἀρσινόην, ἥτις μόνον ἐνώπιον τοῦ συζύγου προσποιεῖται τὴν εὔθυμον. Τὴν μεταβολὴν ταύτην ὁ Φωκίων τὴν ἀντελήφθη ἀμέσως καὶ δὲν δυσηρεστήθη· προφανῶς ἐν τῇ ψυχῇ τῆς Ἀρσινόης ἐτελεῖτο πάλη. Ἦτο πάντοτε ἡ αὐτὴ γαλήνιος καὶ ἀξιοπρεπὴς γυνή, ἀλλὰ πολὺ τὴν δυσηρέστει τώρα ἡ δυσθυμία τοῦ Φωκίωνος, ὅστις ἐξηκολούθει ἐπιμόνως τὴν αὐτὴν τακτικήν, προβαίνων μέχρι τοῦ μέτρου ν’ ἀποφεύγῃ ὅσον ἠδύνατο νὰ τὴν βλέπῃ μόνην…

Ἡμέραν τινὰ ἐν τούτοις ὁ Φωκίων δὲν ἠδυνήθη νὰ τὴν ἀποφύγῃ. Ἦτο μελαγχολικώτερος τοῦ συνήθους καὶ εἰς τὴν ἐρώτησιν τῆς Ἀρσινόης διατὶ ἡ τόση του δυσθυμία, ἐκεῖνος ἀπήντησεν ὅτι ἦτο πολὺ σκληρὸς ὁ περίγελως, ἀφοῦ κάλλιστα γνωρίζει τὴν ἀφορμήν… Καὶ ἐπρόσθεσε μὲ φωνὴν ὁμοιάζουσαν μᾶλλον ψιθυρισμόν: — Καὶ νὰ μὴν ἠμπορῶ ν’ ἀπομακρυνθῶ… — Ἀλλ’ ἡ φιλία τότε; εἶπεν ἐκείνη. — Δὲν ὑπάρχει καμμία, ἀπήντησεν ἐκεῖνος μὲ πικρίαν. — Οὔτε ἡ ἰδική μου; εἶπεν ἐκείνη ταπεινοφώνως, χωρὶς νὰ τὸν ἀτενίσῃ… Εἰς τὸν τόνον τῆς φωνῆς ὁ νέος διέκρινε τρυφερότητα… ἡ καρδία του ὑπερεπληρώθη, ἀλλ’ ἡ Ἀρσινόη ἠγέρθη. — Θέλω νὰ εἶσαι εὔθυμος, τ’ ἀκούεις; εἶπε τεταραγμένη· τὸ θέλω. Καὶ ἀπεμακρύνθη ἐσπευσμένως.

V

Ἀντηλλάγησαν ἐπιστολαί τινες. Αἰ τοῦ Φωκίωνος ἐδείκνυον τὸ πῦρ ποῦ τὸν ἔτρωγε, αἱ τῆς Ἀρσινόης, αἴσθημα ἀναγεννώμενον. Φεῦ! ἦτο τὸ πρῶτον τῆς Ἀρσινόης ὀλίσθημα… ᾘσθάνετο ὅτι παρεσύρετο, ὅτι ἐλιποψύχει καὶ ἤρχοντο στιγμαὶ καθ’ ἂς ἔκλαιεν ἀπὸ ἐντροπὴν. Ὡς ἐξ ἐνστίκτου, ἐζήτει περὶ αὐτὴν ἔρεισμά τι, κἄποιαν ἐνίσχυσιν, ἐζήτει ἓν φάρμακον κατὰ τῆς ἀδυναμίας της τῆς ἐνόχου, τῆς ὀλεθρίας… Πρὸ πολλοῦ ἐπεθύμει νά ταξειδεύσῃ καὶ ὁ σύζυγος ἀνέμενε τὰς διαταγάς της, χωρὶς αὗται νὰ δίδωνται.

— Ὅταν θελήσῃς, εἶμ’ ἕτοιμος, Ἀρσινόη, τῆς εἶπεν ἡμέραν τινά· τίποτε δὲν θὰ μ’ ἐμποδίσῃ.

— Ναί, ναί, Ἄγγελε, εὐχαριστῶ· ἀργότερα. Καὶ ἐνώπιον τῆς συζυγικῆς καλωσύνης, ᾐσθάνετο τὰς παρειάς της φλεγομένας!

Ἡ κρίσις ἔφθασεν εἰς σημεῖον ὀξύτατον. Ὁ Φωκίων εἶνε ἐπιτακτικός, ἐνῷ συγχρόνως ἱκετεύει. Αἱ ἐπιστολαί του ἐκφράζουν ὅλην τὴν ὀδύνην ἀνθρώπου ἐμμανῶς ἀγαπῶντος· εἶνε ἐπιστολαὶ ἡμιπαράφρονος, ἡ τελευταία του δὲ εἶνε ἀληθινὴ λάβα ἡφαιστείου. — «Ἂν δὲν ἔλθῃς — ἔγραφεν — αὐτὴν τὴν φοράν, δὲν θὰ ἠμπορέσω ν’ ἀνθέξω περισσότερον…»

Ἡ ἡμέρα ἐκείνη εἶνε ἡμέρα τρικυμίας ψυχικῆς ἀπεριγράπτου διὰ τὴν Ἀρσινόην· αἱ ὧραι, αἱ στιγμαί, εἶνε ὧραι καὶ στιγμαὶ ἀλλοφροσύνης. Κάθηται, ἐγείρεται, κρατεῖ βιβλίον χωρὶς ν’ ἀναγινώσκῃ, πηγαινοέρχεται, γελᾶ καὶ κλαίει. Εἶχεν ἀποφασίσει τὴν ὑπερτάτην θυσίαν καὶ εἶνε ἐκτὸς ἑαυτῆς. Διότι τὸ βῆμα τὸ ὁποῖον ἀπεφάσισε, δὲν εἶνε εἰς θέσιν νὰ εἴπῃ ἂν τῇ προξενῇ ἀγαλλίασιν ἢ φρίκην! τόσον τὰ δύο ταῦτα αἰσθήματα συγχέονται. Ὁ σύζυγος ἀπουσιάζει δι’ ὑποθέσεις του καὶ εἶνε ἐντελῶς ἐλευθέρα. Ἡ τροφός, ἥτις τὴν ἀνέθρεψε καὶ δὲν τολμᾶ νὰ τὴν κρίνῃ, διότι τῇ εἶνε ὁλοψύχως ἀφωσιωμένη, θὰ τὴν συνοδεύσῃ εἰς τὴν νυκτερινὴν ἐκδρομήν της. Θὰ ἐπανέλθουν πρὶν ἢ ἐπιστρέψῃ ὁ σύζυγος, ὅστις ἄλλως ἔχει πλήρη εἰς αὐτὴν πεποίθησιν. Ὁ σύζυγος, ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος, ὁ ἄγγελος της… Καὶ τὰ ἐπίθετα ταῦτα, τὰ ὁποῖα ἔρχονται εἰς τὴν μνήμην της ἀδιάκοπα, ὡσὰν καμμία δύναμις νὰ τὰ στέλλῃ, εἶνε τόσα κτυπήματα μαχαίρας εἰς τὴν πληγωμένην ψυχήν της…

Ἀλλ’ ἡ ὥρα ἐγγίζει καὶ πρέπει ν’ ἀπέλθῃ. Ἡ πιστὴ τροφὸς τὴν ἀναμένει σιωπηλή. Ἐγείρεται καὶ προχωρεῖ ὀλίγα βήματα, ἀλλ’ ἐνθυμεῖται αἴφνης καὶ διευθύνεται πρὸς τὸν κοιτῶνα της. Θέλει δι’ ἐσχάτην φορὰν νὰ προσευχηθῇ, νὰ ζητήσῃ ἐξ ὕψους ἐνίσχυσιν εἰς τὴν ἀναμενομένην πάλην.

Ἐπὶ τοῦ τοίχου, ἄνω τῆς συζυγικῆς παστάδος εἶνε ἀνηρτημένη μεγάλη εἰκὼν τοῦ συζύγου, τοῦ Ἀγγέλου της, ὀλίγον δ’ ἀπωτέρω, μία εἰκὼν τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ μὲ γυμνὴν ῥομφαίαν. Ἡ Ἀρσινόη ἐγονυπέτησε. Θέλει νὰ προσευχηθῇ ἀλλὰ δὲν τὸ κατορθώνει· ἡ μνήμη της τὴν προδίδει, δὲν ἐνθυμεῖται πλέον… αἱ παρειαί της φλογίζονται, εἶνε εἰς ἄκρον ἐξημμένη καὶ ἐν τῇ συγχύσει της, τῇ φαίνεται ὅτι ὁ ἀρχάγγελος τὴν ἀπειλεῖ διὰ τοῦ ξίφους, ἐνῷ ὁ Ἄγγελος, ὁ σύζυγός της, τῇ μειδιᾶ προσηνῶς… Μετ’ ὀλίγον αἱ δύο εἰκόνες συγχέονται εἰς μίαν… Καὶ τὸ μειδίαμα τὸ προσηνὲς καὶ ἡ ῥομφαία ἡ ἀπειλοῦσα ἀνήκουν εἰς τὸ αὐτὸ πρόσωπον…

Παρῆλθε πολλὴ ὥρα καὶ ἡ Ἀρσινόη εἶνε εἰς τὰ γόνατα. Ἀδυνατεῖ νὰ ἐγερθῇ… Εἶνε καθηλωμένη ἐπὶ τοῦ ἐδάφους. Αἴφνης αἰσθάνεται ὅτι τῆς ἐγγίζουν τὸν ὦμον. Εἶνε ἡ τροφός, ἡ ὁποῖα τῆς ἐνθυμίζει τὴν ὥραν…

Ἡ Ἀρσινόη ἐγείρεται ὁρμητικὴ καὶ ἡ ὄψις της ἐκφράζει ἀπόφασιν αἰφνιδίως ληφθεῖσαν. — Νίνα λέγει πρὸς τὴν τροφόν· ἂν μ’ ἀγαπᾷς, ἂν ποτὲ μὲ ἠγάπησες, τρέξε, πέταξε, φέρε τὸν Ἄγγελόν μου εἰς τὴν στιγμήν. Τὸ θέλω, ἀκούεις;

Εἰς τὰ λάμποντα βλέμματα, εἰς τὰς ἐξημμένας παρειὰς τῆς κυρίας της ἡ καλὴ τροφὸς ἀνέγνωσεν ὁλόκληρον δρᾶμα…

Ἔφυγε δρομαία.

Ἡ Ἀρσινόη ἀνέμενε τὸν σύζυγον ὑπερήφανος, φρίσσουσα, μὲ πόθους νεονύμφου, πόθους ὅμως ἁγίους… ᾘσθάνετο καὶ τώρα ἀγωνίαν, ἀλλ’ ἦτο αὕτη ἀγωνία εὐεργετική, ἀγωνία σώζουσα…