Εις τους αδελφούς Γιαννάκην και Κώστα Γ. Ραφτάκη

Εις τους αδελφούς Γιαννάκην και Κώστα Γ. Ραφτάκη
Συγγραφέας:
Εφ. «Νέον Άστυ», 11 Φεβρουαρίου 1902.


Κλάψατε, χῆρες κι' ὀρφανά, κλάψτε βαθειὰ μὲ πάθος·
βραχνὰ βαρεῖτε, θλιβερά, ραγίσετε, καμπάνες·
ραγίζετε καὶ σεῖς, καρδιές· στὴν ἐκκλησιὰ ἐλᾶτε·
ψάλτε, παπάδες, θλιβερὰ νὰ πῆτε τὸν Κανόνα,
στὰ δυὸ ἀδερφάκια τ' ἄτυχα, τὰ πολυαγαπημένα,
ποὺ πᾶν ἀδικοθάνατα στοῦ ὠκεανοῦ τὰ βάθη.

Φτωχοῦλες κόρες φρόνιμες, μὲ πόνο καὶ μὲ χάρη,
στολίστε τους τὸ κόλλυβο, καὶ ζωγραφίστ' ἀπάνω
τὰ δυὸ ἀδερφάκι' ἀγκαλιαστά, τὰ πολυαγαπημένα.

- Φωτιὰ καὶ πόνος καὶ καϋμός! Τί συφορὰ μεγάλη!
Τὰ ὅ,τι ἔπαθα κι' ἐγώ, τἄπαθε μάννα ἄλλη;
Παρακαλοῦσε κι' ἔλεγε, μὲ πόνο, μὲ λαχτάρα.
«Σπρῶχνε, νοτιά, τὰ κύματα, νὰ μὤρθουν τὰ παιδιά μου!»
Σπρώχν' ἡ νοτιὰ τὰ κύματα· τὰ κύματα φουσκώνουν.
Θεριεύουν, γίνονται βουνά· καὶ τὰ βουνὰ ψηλώνουν,
ἕως ἐπάνω στὰ πινά, κι' ἀπάνω στὰ κατάρτια,
κι' ἀπάνω στὰ ξεκάταρτα τοῦ καραβιοῦ χτυπᾶνε·
κι' ἀνάμεσα στὰ δυὸ βουνὰ μιὰ ρεμματιὰ ἀνοίγει·
κλεῖ τὸ καράβι, μάγγανος· κεῖ μέσα παραδέρνει·
κάτω ἡ σκάφη του βαθειὰ κι' ἀπάνω σκᾷ τὸ κῦμα·
κι' ἀνοίγει τάφο ἀπέραντο, καὶ τάφο διαλεγμένον
γιὰ τὰ παιδάκια της τὰ δυὸ τὰ πολυαγαπημένα·
κι' ὁ τάφος πάντα πρόσφατος καὶ πάντα νεοσκαμμένος.

- Νὰ πιῇ κανεὶς τὴ θάλασσα, τοῦ ὠκεανοῦ τὸ κῦμα·
ὅλη τὴν πίκρα τοῦ γιαλοῦ, τοῦ πέλαγου τὴν ἅρμη·
τὰ ὅ,τι ἔπαθα ἐγὼ τἄπαθε ἄλλη μάννα;
βραχνὰ ἀπ' τὸ βράχο φώναξε ἡ γραῖα Βενετσάνα.
Παιδιά μου, μ' ἀγαπούσατε, καὶ σεῖς μὲ καρτερεῖτε·
παιδια'μου, θἄρθω νὰ σᾶς βρῶ, καὶ μὴ βαρυγνωμεῖτε.

Αὐτοὶ εἶν' οἱ βιοπαλαισταί, κι' αὐτὴ εἶναι ἡ μοῖρα·
διαβάσετε, χριστιανοί, διαβάστε τὸν Ψαλτῆρα·
«Ποτῆρι μ' οἶνον ἄδολον καὶ πλῆρες μυστηρίου,
καὶ γέρνει ἐδῶ, καὶ γέρνει ἐκεῖ, στὸ χέρι τοῦ Κυρίου·
καὶ ἂν ὁ οἶνος χύνεται, τὸ καταπάτι μένει,
Αὐτὸ θὰ πιοῦμε ὅλοι μας, ἁμαρτωλοὶ καϋμένοι!»
Καὶ τ' εἶναι ὅλ' ἡ μοῖρά μας; ἕνα οὐαὶ καὶ μόνον,
πλασμένον ἀπὸ ἄρνησιν καὶ ἀπὸ μέγαν πόνον.