Εις τον φίλον μου Στέφανον Πιερρήν

Εις τον φίλον μου Στέφανον Πιερρήν
Συγγραφέας:


Εἰς τὰς ἐρήμους τὰς ξηράς, στὴν μαύρη Ἀραβίαν
ὅταν σφυρίζῃ τὸ Σιμοὺν μὲ λύσσαν, μὲ μανίαν,
οἱ διψασμένοι Ἄραβες πηγαίνουν νὰ καθίσουν
εἰς τῶν φοινίκων τὴν σκιάν. - Στὰ νάματα τὰ κρύα
τὰ διψασμένα χείλη των τρέχουσι νὰ δροσίσουν...
κ' ἐνῷ ἀκοῦν ἀπὸ μακρὰν τὰ ἄγρια θηρία
βαρεῖς νὰ πέμπουν μυκηθμούς, ὡς σάλπιγγας θανάτων
ἥσυχοι καὶ ἀτάραχοι, σχεδὸν ἀπηυδισμένοι,
ἐκεῖ ἁπλώνουν στὴν σκιὰν τὰ μαῦρα σώματά των.
Ὁ ἄνεμς ἐπάνω των σφυρίζων διαβαίνει
φέρων μαζί του θόρυβον καὶ μυκηθμοὺς λεόντων.
Εἰς τὴν σκιὰν τοῦ φοίνικος οἱ Ἄραβες κυττάζουν
τὴν τρικυμίαν ποὺ περνᾷ ἐπὶ τῶν κεφαλῶν των
καὶ ἡπλωμένοι κατὰ γῆς κοιμῶνται, ἡσυχάζουν.
Ὁ Ἄραψ ὁ πλανώμενος στὴν ἔρημον ποιόν ἔχει
στὸν κόσμο ἄλλον φίλον του παρὰ τινὰ στελέχη;,,,
Τοιουτοτρόπως καὶ ἐγώ! Τῆς θολερῆς ζωῆς μου
τὰ ἀφρισμένα κύματα μ' ἔρριψαν μὲ μανίαν
μακρὰν ἀπὸ τὰ χώματα τῆς γῆς τῆς πατρικῆς μου·
μὲ ἔρριψαν εἰς τὴν νερκὰν καὶ δούλην Ἰταλίαν.

Ἀλλὰ ἐδῶ, ὦ εὐτυχής! Ἐνῷ ἀπηλπισμένος
εἰς τοὺς σκληρούς μου στοχασμοὺς ἤμην παρῃτημένος,
ἐνῷ ἀκόμα ἤκουα τοὺς λαίλαπας νὰ τρίζουν
βαθέως μέσ' στὰ σπλάχνα μου καὶ νὰ μοῦ τὰ φλογίζουν,
ἀπήντησα, ὦ φίλε μου, ὡς Ἄραψ τῆς ἐρήμου,
ἕν δένδρον νέον, χλοερόν, στὸν δρόμον μου ν' αὐξάνῃ.
Ἐκεῖ εὑρῆκ' ἀνάπαυσιν ἡ ἔρημος ζωή μου.
Εἴθ' ὁ χειμὼν τὰ φύλλα του ποτὲ νὰ μὴ μαράνῃ!
Αὐτὸ τὸ δένδρον εἶσαι σύ. Εἴθε ποτὲ καμμία
νὰ μὴ φυσήσῃ ἐπάνω του ἄσπλαχνος τρικυμία!
Ὁ Ἄραψ ὁ πλανώμενος ποῦ πλέον θέλει θέσει
τὴν ἔρημον του κεφαλήν, ἐὰν τὸ δένδρον πέσῃ;